Κλασικός ζεβουαζιόν τύπος φίλου, γνωστού που έχει καβούρια στις τσέπες και χρεώνεται πάνω σου χωρίς καν να σε ξέρει.

-Ρε μαντζίρη πάλι στεγνός ήρθες; Ζεβουαζιόν μια ζωή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλο και χονδρό πέος, γρύλος (πολλοί χρησιμοποιούν την φράση, λίγοι το διαθέτουν).

- Φύγε ρε Σταυράκο μη πετάξω έξω το σπαρδαλούπακα σου λέω! Ρε μαζέψε το, το σταυροκατσάβιδο μέσα να πούμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «ωραίος» (και κυρίως το «σσσ'ωραίοςςς»), το οποίο υποδηλώνει μια σωστή και τσίλικη πράξη.

-Έδειρα τον Τζώννυ, γιατί την έπεφτε στη Νίτσα την αδερφή μου.
-Ζαγοραίος..!

(από acg, 19/04/08)(από Khan, 30/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική λέξη για τα ανδρικά γεννητικά όργανα. Χρησιμοποιείται κυρίως από άτομα που έχουν ξεπεράσει το 40ο έτος της ηλικίας τους.

-Τι έγινε ρε Βάγγο; Γιατί ουρλιάζεις σαν Αυστραλοπίθηκος;
-Ασε ρε φίλε..Με τσίμπησε κουνούπι στα τζετζέλια και μου έκανε μεγάλη ζημιά..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδίωμα γυναίκας ή γυναικωτού, μελλοντική κολόμπα.

- Φέρθηκε μπαμπέσικα ο τσεκαρέος, μας έριξε Χ μπροστά στην παρέα του Σταμάτη ενώ εμείς άραγκον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπάφος, τσιγαριλίκι. Βγαίνει από το «γάρος» (το οποίο βγαίνει από το «τσιγάρο»).

Τι θα γίνει, θα πιούμε κανα ρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζάμπα, δωρεάν.

Έχω έναν γνωστό στο μαγαζί, θα μπούμε κούτρα.

Emilio Butragenio (από iwn, 21/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασμένος στον υπέρτατο βαθμό, κυρίως από ξίδια κι ενίοτε από ντράγκια (βαρβιτούρες κλπ).

Συνήθως καβατζάρει παγκάκι για να βγάλει το βράδυ του.

-Χούφτιασ'τη μαλάκα! Κόκαλο το γκομενάκι!
-(ΦΦΡΡΑΑΠΠ!) Αύριο θα ψάχνει για υμένα και πορτοφόλι. ΔΕ ΜΑΣ ΧΑΛΑΣΕΕ! χεχεε! -χεχεχεχε!...

«Κόκαλο με λένε και είμαι όλο λιώμα απ' το μπουκάλι του κρασιού αφήνω μόνο πώμα»

Νότια Μπάχαλα (lyrics)

(από OstySan, 16/05/10)

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη μάγκικη διάλεκτο, το αραίωμα της κοκαΐνης με άλλη ουσία.

Τι μαλακίες είναι αυτές ρε! Ποιος έκοψε την κοκαΐνα μου με χάρπικ;

Δες και κόψιμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαρτονόμισμα των 10 ευρώ, αφού 2 μούντζες = 10 δάχτυλα. Μάγκικη έκφραση που ίσως να προέρχεται από καλιαρντά.

-Καλά ρε μαλάκα, έδωσες 2 διπλόμουντζα γι' αυτήν την αηδία; Μαλάκα σε πιάσανε!!!
-Άσε ρε Γιωργάκη, μη μου το θυμίζεις τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published