Ο καμένος, αυτός που έχει καταστραφεί από τις καταχρήσεις (αλκοόλ, ναρκωτικά, τζόγος, ξενύχτια, κτλ)
- Πήρε τηλέφωνο ο Σταύρος 5 φορές όσο έλειπες.
- Τίποτα δανεικά θα θέλει πάλι ο Κατεστραμμενίδης.
Ο καμένος, αυτός που έχει καταστραφεί από τις καταχρήσεις (αλκοόλ, ναρκωτικά, τζόγος, ξενύχτια, κτλ)
- Πήρε τηλέφωνο ο Σταύρος 5 φορές όσο έλειπες.
- Τίποτα δανεικά θα θέλει πάλι ο Κατεστραμμενίδης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στα άτομα: χαρακτηρίζει κάποιον με βλακώδη, χαζή συμπεριφορά.
Στα αντικείμενα: συνώνυμο του σουρεαλιστικού, του πολύ προχωρημένου
Μια πιθανή προέλευση:
βλάκας -> χωρίς μυαλό -> χωρίς εγκέφαλο -> πυροβολημένος στο κεφάλι -> πυροβολημένος
- Τι κάνει ρε το πυροβολημένο; Μπήκε στο κλουβί να ταΐσει το λιοντάρι; Τράβα βγάλτον μην τον πάρουμε σε σακούλες...
- Άκουσα χτες το cd που μου έδωσες. Πολύ πυροβολημένο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται με προστακτική σε κάποιον που του λέμε να φύγει, να μας αδειάσει τη γωνιά.
-Αμόλα ρε, σου λέω! Δρόμο!
Got a better definition? Add it!
Επιφώνημα όταν διώχνω κάποιον.
Εξαφανίσου! Χάσου από 'δώ! Αμόλα! Ουστ!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που βρωμάει έντονα.
-Πλύσου λίγο, μπόχας έγινες.
Βλ. και: ασβός, ο, βρωμέας, ο, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, ο, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας
Got a better definition? Add it!
Η υπερβολική βρώμα, έντονη δυσοσμία.
Τι μπόχα είναι αυτή;
Got a better definition? Add it!
Το λατομείο (κυρ.)
Ο γιγαντόσωμος (μτφ.)
Ο νέος μπασκετμπωλίστας του ΠΑΟ είναι σκέτο νταμάρι.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κόβει κώλους (μτφ).
Ο καινούργιος δάσκαλος είναι πολύ κοψοκώλης
Got a better definition? Add it!
μτφ. κάνε τηλέφωνο (ρίξε σύρμα)
μτφ. γαμάτο τοπίο, γαμάτη θέα
Κοίτα μέρος! πολύ σύρμα!
- Πώς ήταν το μέρος που πήγατε για μπάνιο; - Σύρμα σου λέω!
Got a better definition? Add it!