Τελικά. (μικρή παραλλαγή: ντιπ-για-απο-ντιπ.)
- Είσαι ντιπ-για-απο-ντιπ κουδούνας ή μαλάκας;
Τελικά. (μικρή παραλλαγή: ντιπ-για-απο-ντιπ.)
- Είσαι ντιπ-για-απο-ντιπ κουδούνας ή μαλάκας;
Got a better definition? Add it!
Ο πεοθηλασμός. Συναντάται σπανιότερα και ως μπουλκουμάς, ο.
Συνώνυμα: πίπα.
(Menu σε μπουρδέλο:)
- Πισωκολλητό, καθιστό, μπουλκουμές, σπέσιαλ...
Got a better definition? Add it!
Η λούγκρα.
λούγκρα + Λουκρητία = λουγκρητία.
-Κοίτα το Λέλο τη λουγκρητία ρε. Κρίμα τον πατέρα του που κέρναγε στα καφενεία κι έλεγε «έκανα γιο ρε!». Τσκ τσκ...
Got a better definition? Add it!
Ειρωνικά, το αποτέλεσμα υπεραισιόδοξης προσπάθειας.
Συνώνυμο: φεύγει ο πόντος.
-Πάμε έξω ρε πούστη, σε προκαλώ!
-Σιγά μη σκίσεις κάνα καλτσόν!
Got a better definition? Add it!
Δηλώνει την αρνητική έκβαση μιας κατάστασης. Επίσης ψέματα, αρλούμπες, ανυπόστατα πράγματα κτλ.
Χρησιμοποιείται και με δεύτερο ουσιαστικό, για έμφαση:
Βλ. και πούτσες μπλε.
-Βρήκες πράμα απ' το Σάκη τελικά;
-Αρχίδια καπαμά βρήκα. Θα πάρω το Λάκη μπας κι έχει...
Σχετικά: αρχίδια καλαβρέζικα, αρχίδια καπλαμά, πίτσες μπλε, μπουρμπούτσαλα
Got a better definition? Add it!
Γαμιέμαι, ή έχω τις ανάλογες τάσεις.
Συνώνυμα:
- Δε μου λες ρε, ο Λέλος το γρασάρει το ρουλεμάν τελευταία ή μου φαίνεται;
- Πρέπει να το γρασάρει. Τις προάλλες έσκυψε να πιάσει τον αναπτήρα του και πήρε το μάτι μου κουραδοκόφτη!
- Τσκ τσκ τσκ... καλά κι εσύ τι κοίταγες;! Μπας και το μελώνεις το παστέλι κι εσύ;
- ...
%
Got a better definition? Add it!
Όρος που χρησιμοποιείται στην επιστήμη της μηχανολογίας για το παχύμετρο όταν αυτό χρησιμοποιείται για να μετρήσει το βάθος μιας οπής. Αυτό το πετυχαίνουμε με την χρήση του οπίσθιου στελέχους του οργάνου.
-Να το μετρήσουμε με το κωλοβυθόμετρο καλύτερα, μην κάνουμε κανα λάθος.
Got a better definition? Add it!
Published
Ψυχοπνευματική κατάσταση που χαρακτηρίζει τον Έλληνα και έχει να κάνει με απλά οργανωτικά θέματα καθώς επίσης και με θέματα αλληλοσεβασμού.
Του έχω πεί χίλιες φορές να μήν παρκάρει μπροστα από το γκαράζ μου αλλα ο αρχιδισμός του δεν έχει όρια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κίνημα που εμφανίστηκε στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα στα τέλη της δεκαετίας του '70. Γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του '80 και εκτοτε συνεχίζει να υφίσταται σε λανθάνουσα μορφή μέχρι τις μέρες μας. Εκφράστηκε κυρίως μέσω εικαστικών παρεμβάσεων της συζύγου στην διακόσμηση της σαλονοτραπεζαρίας του τυπικού αστικού σπιτιού της δεκαετίας του '80. Βρήκε επίσης πεδίο έκφρασης στα μουσικά και ενδυματολογικά δρώμενα της εποχής.
-Ωραίο το σύνθετο που αγόρασε η Κούλα.
-Έλα μωρέ... ένα γυφτομπαρόκ ήτανε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Καβλιτζέκι (το). Χαρακτηρισμός αντικειμένων σφηνοειδούς συνήθως μορφής με μήκος τουλάχιστον τριπλάσιο του πλάτους. Την λέξη χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε τέτοιου είδους αντικείμενα όταν τα χρειαζόμαστε, αλλά είναι λίγο πιο μακριά απ' ό,τι φτάνει το χέρι μας.
(ο μάστορας προς το παιδί για όλες τις δουλειές...)
- Πιάσε αυτό το καβλιτζέκι να το βάλω στη θέση του να τελειώνουμε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified