Τονίζει ιδιαίτερα την ιδιότητα του «βλάχου» και ολοκληρώνει το σκηνικό (βλάχος + μπαστούνι).
-Ήρθε που λες αύτος ο μπαστουνόβλαχος απο το χωριό και ζήτησε να φάει σουβλάκια στα Goodys!
Τονίζει ιδιαίτερα την ιδιότητα του «βλάχου» και ολοκληρώνει το σκηνικό (βλάχος + μπαστούνι).
-Ήρθε που λες αύτος ο μπαστουνόβλαχος απο το χωριό και ζήτησε να φάει σουβλάκια στα Goodys!
Got a better definition? Add it!
(αλλιώς: γέρο-μολιμέντο). Αυτός που είναι πολύ γέρος και έχει ξεμωράνει τελείως. Συνήθως συνοδεύεται από γεροντικές ασθένειες όπως αυτή του parkinson και η επαφή του με το περιβάλλον είναι περιορισμένη.
Ο προηγούμενος Πάπας στα τελευταία του είχε γίνει σκέτο μολιμέντο! Και ήθελε να έχει και ferrari κι ολας!!
Δες και ραμολιμέντο.
Got a better definition? Add it!
Ονομάζονται κι έτσι και οι φίλαθλοι του (Μ)ΠΑΟΚ.
Σχετικά λήμματα: ΜΠΑΟΚ
Έχασε πάλι ο (Μ)ΠΑΟΚ από τον Ολυμπιακό και τα έκαναν γυαλιά καρφιά πάλι οι βούλγαροι.
Got a better definition? Add it!
Η χάρη (συνήθως παράνομη, κρυφή) που ζητάμε από κάποιον να κάνει για εμάς.
-Τα έκανα πλακάκια με την γραμματέα του υπουργού και είπε οτι εντάξει, θα μας το κάνει το ρουσφέτι.
Βλ. και κονέ, χαυλιόδοντας. Σχετικά: bluetooth, ρουσφετοπωλείο
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται σαν μονάδα μέτρησης σε κόντρες με αμάξια. 1 καρότσα ισοδυναμεί με το μήκος ενός αμαξιού.
Ο τύπος με το punto έριξε 3 καρότσες σε εκείνον με το golf μέχρι το φανάρι! Πάει γαμιώντας με την καινούρια τουρμπίνα που έβαλε!
Βλ. και κολόνα.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται αλλιώς και «άκρη»: η γνωριμία με κάποιο υψηλό πρόσωπο όπου θα κάνει κάτι ευνοϊκό (ρουσφέτι) για εσένα.
- Είχε βύσμα στον στρατό αυτός και τον έκαναν μετάθεση στην Αθήνα.
Βλ. και δόντι, κονέ, χαυλιόδοντας. Σχετικά: bluetooth, πολύπριζο, πολύμπριζο, ρουσφετοπωλείο.
Got a better definition? Add it!
Δηλώνει την κατάσταση που βρίσκεται κάποιος μετά από μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ η οποία συνήθως είναι ένα βήμα πριν το νοσοκομείο!
Άσε, χθες το πρωί που γυρίσαμε από το κλαμπ είχαμε γίνει όλοι αλοιφή! Μάλλον θα ήταν μπόμπα τα ποτά.
Για συνώνυμα δες λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Άδικα, άσκοπα. Εκφράζει θυμό, δυσαρέσκεια.
Με σταμάτησαν τις προάλλες οι μπάτσοι με το αμάξι και πλήρωσα 50 ευρώ γαμησιάτικα για τις ζώνες.
Got a better definition? Add it!
Αυτό που οι κάτοικοι της Νότιας Ελλάδας εννοούν το σουβλάκι σε ξυλάκι (μιας και τα ξυλάκια ονομάζονται ΚΑΙ καλαμάκια). Οι δε κάτοικοι της Βορείου Ελλάδας και κυρίως της Θεσσαλονίκης επιμένουν κατηγορηματικά οτι καλαμάκι λέγεται μόνο αυτό του frappe, γι' αυτό προτείνεται η αποφυγή της χρήσης αυτής της λέξης όταν βρίσκεστε σε σουβλατζίδικο στην Βόρεια Ελλάδα ή αν ο ιδιοκτήτης του κατάγεται απο εκεί.
-Ναι... θα μου βάλετε σας παρακαλώ 4 καλαμάκια με πατάτες παρακαλώ; ....όχι, οχι του frappe, σουβλάκια εννοω....
...Ναι.. σουβλάκια αλλά χωρίς την πίττα...... ουφ.. ναι σκέτα ξυλακια. Οχι, να έχουν και κρέας επάνω τα ξυλάκια..... Καλά άστο, βάλε μια μερίδα γύρο καλύτερα.
Got a better definition? Add it!