Κάποιος ή κάτι που είναι για πέταμα, άχρηστο ή άσχημο.
- Πήγα και πήρα αυτή την οθόνη που είχα βρει στην αγγελία και είναι για τα μπάζα, μια θολούρα βλέπεις μόνο! - Ε τι περίμενες με 50ευρώ που έδωσες;!;
Κάποιος ή κάτι που είναι για πέταμα, άχρηστο ή άσχημο.
- Πήγα και πήρα αυτή την οθόνη που είχα βρει στην αγγελία και είναι για τα μπάζα, μια θολούρα βλέπεις μόνο! - Ε τι περίμενες με 50ευρώ που έδωσες;!;
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός όρος που χρησιμοποιείται για άνδρες κάθε ηλικίας που πρόσκεινται στο στυλ «μπυροκοιλιά, αξύριστο του βρομιάρη, αθλητική εφημερίδα παραμάσχαλα, φραπέ στο χέρι και κωλοχωρίστρα τριχωτή που φαίνεται κατά τη διάρκεια της επίκυψης ή και χωρίς αυτήν».
- Ο Γιάννης ο Ελληνάρας πήγε στο survivor να κάνει τι; Να πιει φραπέ με τους πελεκάνους;;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παράφραση της αντίστοιχης κλητικής προσφώνησης του ανδρικού φύλου «ρε μαλάκα» μεταξύ τους, η οποία προορίζεται για χρήση από το γυναικείο φύλο.
1) (διάλογος ανδρών) - Ρε μαλάκα, έχεις τίποτα να φάμε ή θα ξεσκιστούμε πάλι στις πίτσες;;
2) (διάλογος γυναικών)
- Μωρή τσούλα, έχεις μαντηλάκια ντεμακιγιάζ ή θα αναγκαστώ να κοιμηθώ με τον σοβά στη μούρη;;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απαντάται κυρίως στο θηλυκό γένος και αναφέρεται σε γυναίκα που περνά τα -συνήθως χαμηλά- στάνταρ του ανδρός.
- Η Μαρία θα φέρει και μια φίλη της το βράδυ.
- Καλή;
- Αξιαγάμητη!
Βλ. και γαμισάμπλ, κρεβατάμπλ, γαμήσιμος, ευγάμητος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ξένος, ο αλλοδαπός, κυρίως οι νεαρές αλλοδαπές τουρίστριες.
Και μέχρι το επόμενο καλοκαίρι που θα ξανάρχονταν τα ξενάκια, τα καμάκια τις πόλης πέρναγαν τις ώρες στους στο καφενείο, παίζοντας μπιλιάρδο, χαρτιά και λέγοντας ιστορίες των κατακτήσεών τους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κοιτάω, παρατηρώ, κοιτώ επίμονα.
Κοίτα πώς σε κοζάρε αυτή εκεί στη γωνία τόση ώρα, άντε πήγαινε μίλα της!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ξεχωρίζω. Όταν δεν μπορώ να κρύψω κάτι όσο και να προσπαθώ.
- Κοίτα αυτούς εκεί ρε πώς μας κοιτάνε. - Ω ρε γαμώτο, ασφαλίτες είναι. - Λες ε; - Σίγουρα σου λέω, κάνουν μπαμ. Ετοίμαζε την ταυτότητα, θα έρθουν για εξακρίβωση!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κάτοικος των Ιωαννίνων. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Γιαννιώτες βλέποντας την αντανάκλαση του φεγγαριού στην λίμνη της πόλης τους και νομίζοντας πως έχει πέσει μέσα, τρέξαν με παγούρια να αδειάσουν τη λίμνη και να πιάσουν το φεγγάρι. Τον χαρακτηρισμό αυτό μέχρι και σήμερα τον θεωρούν υποτιμητικό.
- Γεια σου ρε Παναγιώτη Παγουρά! - Καλά ρε Γιώργο, να με κορόιδευε κανείς άλλος να το δεχόμουν. Αλλά όχι και συ ρε που είσαι από το Αγρίνιο!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που δεν είναι ευχαριστημένος ποτέ και με τίποτα. Δεν χάνει ευκαιρία να γκρινιάξει, να κλαφτεί και να κατηγορήσει την μοίρα του για ό,τι συμβαίνει.
- Θα πάω για καφέ με τον Τάκη θα 'ρθεις; - Με αυτόν τον κλαψομούνη; Θα αρχίσει πάλι πως δεν έχει γκόμενα, λεφτά, όρεξη, πως δεν του αρέσει ο καιρός, η δουλειά του, ο καφές και ο κόσμος στην καφετέρια! Άσε προτιμώ να κάτσω μόνος μου καλύτερα.
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όρος που χρησιμοποιείται ανεξαρτήτως φύλου και ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου κάποιος είναι ιδιαιτέρως θορυβώδης.
- Τι τσιρίζεις μωρή καραμούζα;;; Σου είπα, αν δεν το βουλώσεις δεν πάμε πουθενά!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified