Εκεί που πάνε οι έρωτες όταν πεθάνουν.

Χώρισα χθές με τον Γιώργο... Εξάλλου δεν ένιωθα τίποτα πια... Άλλος ένας στο ερωταφείο.

(από Galadriel, 07/03/09)Απίστευτη σπατάλη εύρους συχνοτήτων, ήτοι δημόσιας περιουσίας. Ερωτοδικείο, New Channel, δεκαετία του \'90. (από patsis, 18/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ορισμός που χρησιμοποιείται από κατοίκους μεγάλων πόλεων για να περιγράψει τους βλάχους συγγενείς τους ή μη, οι οποίοι συνήθως μυρίζουν τυρόγαλο και γίδα και κόβουν όλα τα φωνήεντα.

- Ο Λάμπης, το τυρόγαλο, περιμένει να ανοίξουν ξανά οι σχολές για να γυρίσει στην Αθήνα, έχει πάει στο χωριό του στη Λάρισα και δεν λέει να ξεκουνήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O τύπος που κοντά του δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς, μόνο να τον ακούς. Συνήθως τον πετυχαίνεις στα σκυλάδικα να χορεύει ζεϊμπέκικο με το τσιγάρο στο στόμα και του βαράνε όλοι παλαμάκια και οι γκόμενες σχίζουν για πάρτη του κυλότες. Κανείς δεν ξέρει τι δουλειά κάνει αλλά όλοι οφείλουν να ξέρουν πότε χέζει, και άλλες παρεμφερούς εμβέλειας πληροφορίες, γιατί είναι κοσμική περσόνα.

- Κική, κοίτα αυτόν το γκόμενο που σηκώθηκε να χορέψει τη ζεμπεκιά. Λιώνω! Τον θέλω!
- Χμμ, σιγά τον παρταρχίδια! Κάθε φορά που παίζει αυτό το σκυλοτράγουδο στις πίστες τρέχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για άντρες πολύ κοντούς και μικροκαμωμένους που όμως, επειδή τους πειράζει πολύ αυτό, την έχουν δει πολύ «γαμώ και δέρνω» και είναι πάντα έτοιμοι για τσαμπουκά.

- Θανάση μου, πάμε να φύγουμε ΤΩΡΑ. Μόλις είδα τον πρώην μου να κάθεται στο μπαρ κι έτσι και μας δει θα θέλει να σε πλακώσει.
- Ποιος; Αυτή η περίληψη; Σιγά, δεν μπορεί να μου κάνει τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aυτός που, στις πορείες, τα συλλαλητήρια και κάθε είδους συγκέντρωση διαμαρτυρίας τα δίνει όλα, με τόσο πάθος που νομίζει ότι βρίσκεται στο γήπεδο.

- Πάρε τον τύπο στην πρώτη σειρά με τη σημαία που φωνάζει μόνος του: Η αλληλεγγύη το όπλο των λαών. Τι βλάκας!
- Τον έχω δει ώρα. Ο γηπεδικός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για παράφραση του γαλλικού «faux bijoux» που σημαίνει το μη αυθεντικό κόσμημα, και περιγράφει το ψεύτικο, απότοκο πλαστικής επέμβασης, στήθος.

-Πάντα το ζήλευα το στήθος της Ελένης... -Κι εγώ, μέχρι που έμαθα ότι είναι φο-βυζού!!!

Ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική. (από Vrastaman, 31/07/08)

βλ. και κονάτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τούρτα γενεθλίων στα θεσσαλονικιώτικα. Χρησιμοποιείται χιουμοριστικά από τους Νότιους, θίγοντας την τάση των Θεσσαλονικέων να λένε κάθε τί φαγώσιμο, «μπουγάτσα».

- Ρε μαλλλάκα, μην ξεχάσεις να πάρεις μια μεγάλλλη μπουγάτσα με κεριά για τα γενέθλλλια του Μιχάλλλη το Σάββατο!

(από Khan, 13/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του όρου «φουστανελάς» ο οποίος περιγράφει συνοπτικά τον τσολιά με ιδιαίτερες σεξουαλικές προτιμήσεις, τον γκέι τσολιά.

Η κυρά Μαρία καμαρώνει που μπήκε ο γιος της στην Εθνική Φρουρά... Δεν ξέρει μάλλον ότι είναι πουστανελάς.

(από patsis, 08/07/13)(από Khan, 21/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψεύτικη πορδή, ή η κλανιά που ακούστηκε ή μύρισε λιγότερο απ' όσο προοριζόταν.

- Ε εε μαλάκες, μαλάκες, ακούστε!

«Πρτ.»

- Καλά γι' αυτό μας διέκοψες; Για μια πορδήθεν; Άκου πως γίνεται κανονικά:

«ΠΠΠΠΠΠΡΠΡΡΡΡΡΡΡ!!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τις λέξεις ντόπα και man. Έτσι χαρακτηρίζουμε έναν άντρα ο οποίος παίρνει αναβολικά και συγκεκριμένα κρεατίνη. Τα μπράτσα του μοιάζουν με χοιρομέρι και ο σβέρκος του με μπούτι αλόγου.

- Ρε κοίτα πώς είναι αυτός απέναντι!! Τεράστιος. Τον ξέρεις;
- Ναι ρε είναι ο ντόπερμαν του Joe Weider.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified