Ο παχύς και ογκώδης άνθρωπος.
Πού να κουνηθεί και να τρέξει ο βίσονας!
Ο παχύς και ογκώδης άνθρωπος.
Πού να κουνηθεί και να τρέξει ο βίσονας!
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς άνθρωπος.
Πήγε και παντρεύτηκε αυτόν τον βοϊδαλά.
Got a better definition? Add it!
Η κοπριά και μεταφορικά ο άχρηστος άνθρωπος, ο παχύς, καθώς και το άχρηστο αντικείμενο. Ετυμολογία: φουσκίον < φυσκίον: υποκοριστικό του φύσκη.
Φουσκί έχει καταντήσει από το πολύ φαγητό.
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς άνθρωπος, πιο σύνηθες στο θηλυκό: πατσόλα.
Είσαι φεμ-μπόι για τον πούτσο, είσαι για τα μπάζα πατσόλας. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Πολιτικά ορθός τρόπος για να πεις κάποιον παχύ ή και ογκώδη. Σλανγκίζεται περαιτέρω ως εύχοντρος.
Την ίδια στιγμή στον χώρο της συνάντησης εμφανίστηκαν τέσσερις «εύσωμοι» κύριοι, μαζί με τον γνωστό κ. Μάκη Ψωμιάδη, περιφερόμενοι άπαντες έξω και γύρω από τον χώρο, όπου αυτή διεξάγονταν. Αντιλαμβανόμενοι οι διοικούντες της ΠΑΕ και ο Γενικός Αρχηγός την παρουσία των συγκεκριμένων κυρίων δήλωσαν κατάπληξη και αγανάκτηση, αρνούμενοι να συνεχίσουν υπό αυτό το καθεστώς τη συζήτηση με τον κ. Βλάχο. Αυτομάτως απεχώρησαν από τον χώρο της σύσκεψης, ενώ ο κ. Βλάχος απεχώρησε μαζί με τον κ. Μάκη Ψωμιάδη και την «εύσωμη» συνοδεία τους. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ χοντρός και ογκώδης άνθρωπος. Βλ. και θωρηκτό Ποτέμκιν.
- Πώς το καταφέρνει το θωρηκτό ο Μάκης; Σαν τη Μητρόπολη με τον Άγιο Λευτέρη είναι. - Με τη μέθοδο κλάσε να προσανατολιστώ, μάλλον.
Got a better definition? Add it!
Αμφίβολης (βασικά κακής) ποιότητας σεξιστικό λολοπαίγνιο που σημαίνει τον παθητικό ομοφυλόφιλο που του αξίζει χρυσό μετάλλιο για τα ρεκόρ στις επιδόσεις του ή τον ολυμπιονίκη με χαμηλό επίπεδο (του κώλου).
Βρήκε τον εαυτό του στην ενόργανη γυμναστική και έγινε ο πρώτος κωλυμπιονίκης.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που ακολουθεί το μουσικό είδος dark wave.
Γκοθάδες, μεταλάδες, νταρκγουειβάδες, σκοτεινοί τυποι, δράκουλες κ.ο.κ. Όλοι συμφωνούμε, Καλά θα κάνουν να αλλάξουν γρήγορα το λευκό στα apps! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Αμφιβόλου ποιότητας λολοπαίγνιο, που χρησιμοποείται στο πλαίσιο μπαρμπαδοχιούμορ, για διάφορους λόγους, όπως λ.χ. για να χαρακτηρίσει τους Ολυμπιακούς αγώνες ως έχοντες χαμηλό επίπεδο (του κώλου) ή για να εξάρει τα όμορφα οπίσθια αθλουμένων ή για να στιγματίσει τους αγώνες ως "προάγοντες τη woke ατζέντα" των ανωμαλάκηδων, πάντα κατά τους χρησιμοποιούντες την έκφραση.
Got a better definition? Add it!
Ο ανώμαλος, αυτός που έχει παρεκκλίσεις.
Got a better definition? Add it!