Πνευμετικός, ο (ουσ.). Ο ιερέας με κυριαρχικές τάσεις, δογματικές απόψεις και παιδοφιλικές αναζητήσεις.
- Να σας γνωρίσω τον Πάτερ Ιερόκαυλο, τον πνευμετικό μου.
Πνευμετικός, ο (ουσ.). Ο ιερέας με κυριαρχικές τάσεις, δογματικές απόψεις και παιδοφιλικές αναζητήσεις.
- Να σας γνωρίσω τον Πάτερ Ιερόκαυλο, τον πνευμετικό μου.
Got a better definition? Add it!
Καημενομανούλα, η (ουσ.). Η μητέρα που παρεξηγείται με ό,τι λες για θηλασμό, καισαρική, σωστό φαγητό, γιατί το παίρνει προσωπικά. (credit: evasive muse)
- Και με αρχίζει η Ναστάζια στις γνωστές μαλακίες: "Εγώ, δηλαδή δεν είμαι καλή μανούλα που δε θήλασα; Αφού μου κόπηκε το γαλα από μάτι. Η κάθε μανούλα κάνει το καλύτερο για το παιδάκι της".
- Τί να της πεις και συ της καημενομανούλας;
Got a better definition? Add it!
Σκονογαλού, η (ουσ.). Η μητέρα που είναι πορωμένη με τη φόρμουλα, η οποία επιμένει πως είναι καλύτερη από το θηλασμό. (credit: evasive muse)
-Κάτσε να δώσω λίγο βυζί στη μπουμπού στο παγκάκι, πριν σκάσει μύτη η Φρώσω με τα ψηλοτάκουνα και το Στόκκε.
- Α, την ξέρω, τρελή σκονογαλού η τύπισσα.
Got a better definition? Add it!
Σεντρα: εφυμισμός που δηλωνει οτι κάποιος προκαλεί εναν αλλον ή την παρεα του να βρεθουν για να παίξουν μπουνιές. Κυρίως μεταξυ εφήβων της Πάτρας. Πολλές φορές έχει ειρωνική χροιά σε παρέες που τσακώνονται
ετσι εισαι ρε σεντρα στο μολο σε προκαλω Σάββατο 8 το βράδυ μονος σου μονος μου, αμα δεν ρθεις εισαι πουστης.
Got a better definition? Add it!
Published
Το ψωλόζωνο ή ψωλοζώνη, ανήκει στην κατηγορία των ερωτικών βοηθημάτων, μετάφραση από το αγγλικό strapon, πλαστικό πέος με τη βάση του σε ζώνη για ποικιλία στο σεξ. Φοριέται από άντρες και γυναίκες, οι μεν ως ζωσμένοι παθητική φωνή οι δε(ν) ως ζωσμένες ενεργητική φωνή. Η όλη πρακτική περιγράφεται και ως στραπονιάρισμα, το ψωλοζωνάρισμα δεν συναντάται ακόμα.
- Ρε Μάκη τι είναι αυτή η Νάνσυ ρε συ;
- Τι έγινε ρε Τάκη;
- Πάνω στο σεξ φόρεσε ψωλόζωνο
- Γούσταρες στραπονιάρισμα;
- Α γαμήσου κι'εσυ....
Got a better definition? Add it!
Published
γράμματα χασάπη!%
Διαμαρτυρία χωρίς ουσία κατά τη διάρκεια τσόντας. Εποχή 1960-1980 και κάτι. Εκείνη την ευλογημένη εποχή τα σινεμά που παίζανε πορνό τσόντες κλπ, όπως και τα υπόλοιπα σινεμά, οι υπότιτλοι συγχρονιζόντουσαν με την ταινία χειροκίνητα. Ήταν σύνηθες ο χειριστής των μηχανών προβολής να ξεφεύγει ελαφρώς σε αυτόν τον συγχρονισμό. Δηλαδή οι θεατές βλέπανε τον ήρωα να λέει κάτι και οι υπότιτλοι να μην ήτανε συγχρονισμένοι. Και τότε φωνάζανε στον χειριστή της ταινίας κάποιοι. «Γράμματα χασάπη» Προφανώς σε μια τσόντα τα «γράμματα» ή αλλιώς οι υπότιτλοι δεν είχαν και πολλή σημασία, και συνήθως δεν υπήρχανε καν. Άρα το «γράμματα χασάπη» απαυθυνόταν πιο πολύ στους εύθυμους θεατές για κράξιμο άνευ ουσίας, αλλά με πολλή μεγάλη ανταπόκριση από το ευγενές κοινό. Εν ολίγοις. Οι τσόντες δεν έχουν υπότιτλους, γράμματα κλπ. Και αν έχουν, κανείς δεν τα διαβάζει επειδή είναι συγκεντρωμένος στην δράση. ## Κεφαλίδα ##
Got a better definition? Add it!
Published
Ο κάγκουρας.
Τα λεξάκια είναι οι κάγκουρες ή απλά μια παρέα από κάγκουρες.
Η λέξη προέρχεται από τα glx που συχνά χρησιμοποιούνται από τους κάγκουρες και τις παρέες τους. Αργότερα η λέξη άρχισε να χρησιμοποιείται γενικώς για τους κάγκουρες είτε οδηγούν glx είτε όχι.
GLX-ακια=λεξάκια
Αυτός εδώ είναι λεξάκι αλλά είναι καλούλης.
Μου μίλησε μια παρέα λεξάκια στο δρόμο.
Το αγόρι της είναι ένα πολύ γοητευτικό λεξάκι.
Got a better definition? Add it!
Ταυτόσημο, αλλά πιο μερακλιδικο, με το εμφανιζόμενο κείμενο συνδέσμου
Άσε, τράβηξα ντάμα από δώδεκα κι'επεσα στο λάκκο με τα τσιμπούκια.
Got a better definition? Add it!
Επιτατικά: τουρλομπήχτρα, κουφαλομπήχτρα.
Δε μας γαμιέται η τουρλομπήχτρα που θα μας κάνει και μάθημα ηθικής.
Got a better definition? Add it!
1) Κατ'αντίθεση προς τον μπήχτη, η γυναίκα που γαμιέται ασύστολα.
Είναι μεγάλη μπηχτρα. Τον αρπάζει στα 17 μέτρα.
2) (Πιο πρόσφατο και σπανιότερο, για σεξουαλικά απελευθερωμένη γυναίκα) Αντίστοιχο του μπήχτης: γυναίκα που την πέφτει σε όλους.
Got a better definition? Add it!