Πρόκειται για το γνωστό ανδρικό όνομα, το οποίο όμως μεταλλάσσεται και προερχόμενο από τη λέξη «σαβ-ουρογάμης», περιγράφει συνοπτικά το άτομο που πηδάει ό,τι κινείται στον κόσμο τούτο, από γάτα μέχρι τον κακάσχημο γείτονα με το όνομα «Λάκης». Χρησιμοποιείται τόσο για άνδρες όσο και για γυναίκες.

- Αχ, ο Γιωργάκης δεν είναι τέλειος;;;
- Μπορώ να σε λέω Σάββα;;;;;;;;!!!!!!!!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της φράσης Για τον πούτσο (Gia Ton Poutso).

Σχετικά λήμματα: GTB

- Μη του δίνεις σημασία ρε, το άτομο είναι GTP.

- A... καλά, αυτό το αμάξι που λες είναι GTP και ο άλλος το παίζει και μούρη.

(από GATZMAN, 17/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φλώρος, το μαμμόθρεφτο.

Άντε ρε μαλακομπούκωμα από 'δώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Unpektable. Αγγλιστί. Ο «άπαικτος» χρησιμοποιείται όμως με πιο ειρωνικό τόνο.

Εντάξει ρε φίλε, είπαμε... Eσύ είσαι unpektable!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία χρησιμοποιείται κυρίως από άντρες για άντρες, όχι απαραίτητα βέβαια, όταν αυτοί γκρινιάζουν ή παραπονιούνται σαν γκόμενες.

- Τι λες να πάμε Ψυρρή σήμερα;
- Πάλι εκεί μωρέ την άλλη φορά ήταν τίγκα στους κάγκουρες κλπ.
- Πώωωω, πάλι τσινάει η πουτανίτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του γκομενοφύλακα, αλλά αναφέρεται στην περίπτωση που οι γκόμενες είναι πολλές. Μάλιστα η παρουσία του γκομενοβοσκού αποτρέπει τους άλλους άνδρες να την πέσουν στα κορίτσια που τον συνοδεύουν, ενώ συχνά δίνει αναφορά στους γκόμενους των κοριτσιών, εξού και το «βοσκός», τις φυλάει από το φλερτ των άλλων ανδρών.

Σχετικό λήμμα: μουνοβοσκός, γκομενοφύλακας

- Κοίτα τον ρε με πόσες γκόμενες κυκλοφορεί!
- Όχι ρε, γκομενοβοσκός είναι ο τύπος,τις φυλάει για να μην τους την πέσουν αληθινοί άνδρες.

"Μα ναι κύριε ιδιοκτήτα μου, το θέλω το χωράφι, βοσκός είμαι - τί εννοείτε που είναι οι κατσίκες; αυτές που έχω εδώ να τις φυλάω δεν σου γεμίζουν το μάτι;" (από Galadriel, 27/02/09)

Σύγκρινε: χαρεμάκιας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για αυτούς που τον πουτσοπαίζουν, γενικά που είναι πέρα βρέχει και στον κόσμο τους.

Υ.Γ. Γιορτάζουν την Καθαρά Δευτέρα.

- Άντε καλή Σαρακοστή ρε Λία και χρόνια σου πολλά, μην ξεχάσω...
- Ευχαριστώ, αλλά γιατί;
- Ε βρε αδερφάκι μου, όλον τον χρόνο πετάς τον αετό. Αμόλα καλούμπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς = μπουζούκι. Ο «έχω πάντα δίκιο», το αγύριστο κεφάλι, ο ξερόλας.

- Ρεε μην επιμένεις, ο μεγάλος σεισμός στην Αθήνα είχε γίνει το 2000 όχι το 1999.
- Πωωω, ρε φίλε, τι μπουζούκι είσαι εσύ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιούν οι γκόμενες για τους άντρες, επειδή ή τις φτύνουν, ή δεν ανταποκρίνονται πια στον ρόλο του «άντρα κυνηγού» ή τέλος πάντων δεν τις διεκδικούν όπως θα ήθελαν. Πάντως, και πέρα από αυτές τις προϋποθέσεις, οι κοπέλες χρησιμοποιούν τον όρο αυτό συνθηματικά όταν θέλουν να αναφερθούν σε άντρες.
Παράγωγα: υπέρκοτάρα (μούναρος), κοτέτσι (βλέπε τουμπανίαση -με άντρες όμως), κόκορας (όταν η κότα συνοδεύεται από κάποια, η κάποια είναι ο κόκορας)

- Κοίτα την κότα που μπήκε τώρα! Υπερκοτάρα!
- Αυτή η κότα νομίζω είναι κότα ηθοποιός, την έχω δει στην τηλεόραση.

Ένα από τα κόμματα στις εκλογές του 2009 (από Khan, 05/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς = φουντούκια. Βλέπε ημοκοράς, μόνο που για να το προσδιορίσουμε καλύτερα είναι οι τύποι, τύπισσες που τα μαλλιά τους συνήθως είναι σγουρά ή κατσαρά και δεν τους κάθονται όπως θα ήθελαν και, προσοχή, ποτέ δεν κυκλοφορούν μόνοι τους. Να σημειωθεί ότι ο όρος χρησιμοποιούταν και πριν την ύπαρξη του όρου ημοκόρος για τους brit – popάδες που σύχναζαν στο decadence και στο pop. Γενικά οι alternative, εναλλακτικοί τύποι.

- Αυτή δίπλα είναι η παρέα με τους κεφτέδες που τους πετυχαίνουμε όλο στο booze;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified