Οι μαυροτσούκαλοι κακοκουρεμένοι (sic) γερμαναράδες στις ελληνικές ταινίες της χούντας, έκραζαν σε ανεκδιήγητα γερμανικά Jawohl Herr Kommandant ακόμα και σε λοχίες, που σπρώχνανε με τον υποκόπανο λός-λός και σνέλλ και πλέον ού...
Οι αξιωματικοί δεν είχαν ανάγκη προσφυγής εις την γλώσσα του Σίλλερ, αφού είχανε όλοι τους κλασσική παιδεία και ως εκ τούτου ομιλούσαν απταίστως τη νεοελληνική (!)
Θυμίζει το κουιζ:
Ναυαγεί η μάνα κι η κόρη σ' ένα ερημονήσι.
Ναυαγεί εκεί κι ένας νέγρος μετά απο 6 μήνες.
Μετά απο 3 μήνες η μάνα τον φωνάζει «θείο» κι η κόρη «παππού».
Πώς γίνεται;
Απάντηση: Δε γίνεται, αλλά τις έχει αλαλιάσει και τις δυο στον πούτσο και λένε ο,τι να' ναι...
Διάφορη έννοια «οι Καλησπεράδες/καλησπέρηδες» (μουσουλμανική αίρεση σαν τους μπεκτασήδες/τουρκ. μουμ-σουϊρεν=σβηστά κεριά, που λέγεται οτι καταλαμβάνονταν απο ένθεη μανία κάνοντας παρτούζες στους ναούς τους)!
Κι όμως, δε γίνεται αλλιώς (sadly)...
Αν σκεφτεί κανείς οτι υφίστανται και χταποδιέρες (τριάγκιστρα αλιείας) ή «νύχια» (γάντζοι πεταχτοί ρυμουλκών για σκάλωμα σε βράχια ή πλοίο) ήταν το λιγότερο επώδυνο παράδειγμα (!)
Γαμεί! Βλ. και αντιστοιχία στο parochial=πασέ/απηρχαιωμένος/κλεισούρα/στενόμυαλος/επαρχιωτίστικος
Επίσης παίρνω παρτούζα = μοιράζομαι πουτάνα ή τσιγάρο (βλ. ιταλιστί fumare de la mignotta).
Φχαριστώ! Επίσης υπήρχε και η κλασσική επιδεικτική κίνηση-άπλωμα τραχανά των κερμάτων στο κάτω μέρος της οθόνης που σήμαινε = μην μ' ενοχλήσετε-θα παίζω για ώρες...
Όσο για τα πτύελα, εκσφενδονίζονταν κατά ριπάς και απο θαυμαστές αποστάσεις, αν όμως ήθελες να κάνεις πραγματική ζημιά στο μπούστη, έσταζες κέτσαπ-μουστάρδα στα κουμπιά (που αχρηστεύονταν), απ' τα παλιοσάντουιτς που σε τάιζε (!)
Εξ άλλου το μουσικόν τεμάχιον, συντεθειμένον εκ πλείστων ειδών, δίκην ανοσίου συνοικεσίου καλείται παρτιτούζα (βλ. κάθε μαλάκα που λέει στην όποια Μπήλιω οτι η μουσική του είναι το «πάντρεμα» ροκ+καραγκούνας ή έχει «στοιχεία» απο μπλούζ + ρεμπέτικο δηλ. η πούτσα με τη βούρτσα και το τρόλει με το βόλεϊ).
Ναι, είναι ευφημισμός της κωλόμπας, συγκεκομμένο κυκλοφορεί και ως «λο», υποκοριστικόν «λομπίσκος» (!)
Περσινός κωλομπαράς-φετινός πούστης!
Είναι που λέει:
-Είστε μονάρχις;
-Εεε...βασικά εξαδάκτυλος!
Βλέπε-άκου-κάνε μόκο=θα σου ξηγηθώ μπαγιόκο...
Όντως ιταλοπρεπές, κυκλοφορεί ευρέως Πάτρα-Ιόνιο, αλλά κατά κόρον χρησιμοποιείται Ζάκυθο μεριά, όπως και τα πίκουλα (μικρά παιδιά) κι έχει καταστεί πανελλήνιο (π.χ. Άσιμος «... δε χαμπαριάζετε ρε μόμολα ...»
Βλ. και έκφραση «Εβίβα το κορόιδο» (δηλ. μοντάρεται πλεκτάνη εις βάρος αφελούς)
Βλ. και έκφραση: Ζωντανό το πέταξες!
Ο Καββαδίας στη «Βάρδια» το αναφέρει ως «τούμπανος» (μεγάλη κατσαρίδα) βλάττη του γένους periplaneta americana, που αναγκάσθηκε να φάει ακαριαία ο τροφοδότης του ρωσικού στρατού πατέρας του, ενώπιον κάποιου στρατηγού που την παρατήρησε μέσα σ' ένα ψωμί, προκειμένου να τον πείσει οτι ήταν σταφίδα απ' το χωριό του, για να σώσει το κεφάλι του!
Επίσης, έχει χρησιμοποιηθεί και ο όρος «κουμπάρα», διότι σου κάνει επίσκεψη (λέει) και ξεκουμπίζεται όποτε θέλει αυτή...
Συνώνυμα: Παππούς, σκύθης κλπ.
Λήμμα-ορισμός σπουδή σε ρε ελάσσονα!
Helene, je m' appelle Helene...
Στόοοοστ!
Εκ του ρήματος «γκώνω». Λέγεται και πίγκωσα, συνώνυμα: Την τύλωσα, την πέτσωσα, την έκανα ταράτσα κ.α.
Χαν: Τέτοια γράφεις και κολλάει ο κοσμάκης και δεν αδειάζει να δουλέψει... Καρακαταζασπέκουλα!
Φχαριστάω και αντισπεκάρω Βράστα μπράδα!
Στόστ ο Χάν! Που το βρήκες μπρε σεϊτάνη;
Συνώνυμο: Γαμόσπιτος (ο)
Βλ. και θρυλική εξ αμάξης στιχομυθία:
-Γαμώ τη μάνα σου!
-Χαρά στο κουράγιο σου!
Φχαριστώ τζιγιερίμ! Πο-πο ζοριλίκια οι κοκκινοτρίχηδοι! Σκέτοι Ζορό!
Πράγματι, πρόκειται για ορισμό-λήμμα quintuple diamond!