txc-γεύση του μένους https://youtu.be/Eo5azksAfBE?t=2m31s
Αν δεν κάνω λάθος η ρουνιά είναι η υδρορροή, το λούκι παροχέτευσης ομβρίων, όχι η ροή του νερού.
Μάλλον από εκεί προέρχεται, έπρεπε να το γράψω με υ , ας το διορθώσει ο δχστής παρακαλώ. Ο πατέρας μου το χρησιμοποιούσε και αν κάτι καταστρεφόταν ! - Γιαννιό παιδί μου μπράβο ! Το ποσύναξες το ποτήρι ! (Έριξα το ποτήρι κάτω κι έσπασε).
Κοινότατο όντως, το ξέρω με την έννοια "με το τίποτα", "για πλάκα", χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, με πενιχρά διαθέσιμα μέσα. Πρέπει να το 'χω δει και σε κείμενο, πλην όμως έμμενταλ...
Ε ναι, το πιθανότερο.
Το θυμάμαι από τα παιδικάτα μου στη γειτονιά. (Από την εποχή που είχε γειτονιές και τα παιδιά παίζανε στο δρόμο ή σε τίποτα αλάνες)
Κι αυτό κοινότατο κι ως τώρα αθησαύριστο
Ο νόμος και η ποινή του «εν χρω» κουρέματος επέστρεψε κατά τη διάρκεια της επταετίας, εποχή του κινήματος των μπίτνικς και των χίπις. Με διαταγή του υπουργού Παιδείας Θεοφύλακτου Παπακωνσταντίνου όσοι νεαροί «μπίτνικς» ήταν μακρυμάλληδες και συλλαμβάνονταν από την αστυνομία, θα υφίσταντο κούρεμα εν χρω.[3] Ο μετέπειτα διοικητής της ΕΣΑ, συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς, αποκαλούσε τους νεαρούς Αριστερούς και τους τεντιμπόηδες, «άπλυτους μακρυμάλληδες», «διακονιάρηδες και αποδιοπομπαίους» και όπως έλεγε, ο σκοπός δεν ήταν να τους κόψει τα μαλλιά αλλά «να τους κόψω την νοοτροπίαν, ήτις είναι καταστρεπτική δι’ αυτούς και διά την Ελλάδαν»
εδώ για την προέλευση και την ιστορική συνέχεια. Άμα τιμάς τους προγόνους σου...
Η ομοιότητα του χαρακτήρα του Χάρρυ Κλυν με τον γνήσιο τραμπάκουλα Μιχάλη Ταμήλο είναι τρομακτική.
Από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη, (Μυθ)ιστορία των βαρβάρων προγόνων των σημερινών ευρωπαίων: << Οι ωραίοι λαοί είναι οι νόθοι λαοί. Όλοι οι μιγάδες άλλωστε είναι ωραίοι. Έχετε δει κουβανέζα ή βραζιλιάνα μουλάτα; Θα σας κοπούν τα πόδια, αν είστε μερακλήδες. (Η μουλάτα και το μουλάρι, που είναι λατινική λέξη, έχουν την ίδια ρίζα. Και οι δύο λέξεις σημαίνουν μιγάς, ανάμεικτος)>>
Εδώ η επιβεβαίωση, στη σελ. 15 του λεξικού:
αγιζότη, η: μικρά ποσότης πυρίτιδος, χρησιμοποιουμένης άλλοτε ως έναυσμα των διά πυρολίθων εκπυρσοκροτούντων όπλων (Λεξ. της Ακαδημίας Αθηνών), (ağız otu).
Ετυμολογία: ή *κρεμομανταλάς < κρεμώ + μανταλάκι + -άς) ή κρεμανταλάς < κρεμώ + τουρκ. dal (=κλαδί) + -άς [1]
Ευκλεής ο Δον Μήτσος!
Ασυστόλως εμπνευσμένος, αυθαδώς παραθέτω συνέχειαν του έπους, δίκην
«Πάνω σ’ έναν ξένο τοίχο».
Στο λιμανάκι σαυρογαμοκαβρωμένος
έμπαινε κι έβγαινε – στο τέλος μεθυσμένος
«Γλυκιά μου νύστα, τον Μορφέα βρες στα βάθη σου»
ψέλλισε κι έγειρε στη σκοτεινιά της άβυσσου,
σε μαψωλείο του βυθού όλο το βράδι
σαυρογαμοκαραβοκύρης στο σκοτάδι.
Με το ξημέρωμα και την δροσιά της αύρας
να σαβουρογαμόκαβρος – φωτιά και λαύρα!
Σκάει μύτη ζόρικος, με βλέψεις για καράβι.
Καβρομαχία και καβροκαβγάς ανάβει.
Οι καβρομάχοι αγκομαχούν στο λιμανάκι
μα ξάφνου: «Σύρμα! Καταφτάνει το μουνάκι!»
«Ώρα καλή, σαυρογαμοκαραβοκύρη»
λέει του, κι ήταν να το πίνεις στο ποτήρι.
«Γεια σου και σένα» λέει στον σαβουρογαμόκαβρο
να τού καλμάρει τον θυμό, τον λαύρο κάβρο.
Κοιτάζονται όλοι, τι να πουν… Τέρμα τα μίση!
Σαύρα, σαβούρα… Η αγάπη ας μιλήσει.
Μαζί σαλπάρουν στο καράβι φιλιωμένοι,
Κι όλοι το ξέρουν το καράβι ποιος το σέρνει.
< παλαιοτουρκικό yorι που σχετίζεται με το ρήμα yürümek (=βαδίζω, προχωρώ) και δίνει το ρήμα yorgalamak / ουσ. yorga = πλαγιοτροχασμός, δλδ τρόπος καλπασμού κατά τον οποίο το άλογο σηκώνει ταυτόχρονα τα 2 πόδια της ίδιας πλευράς, πράγμα που σημαίνει λιγότερο ταρακούνημα για τον αναβάτη. Το γιοργαλίδικο άλογο λέγεται και αραβάνι < περσ. αρχής τουρκ. rahvan = καλπασμός. Έχει κάτι βίντεα στο συσωλήνα αλλά βαργέμαι.
Βάζω αυτό που έλεγα παραπάνω στα σχόλια.
Θύμα σε μιά κατάρευση, κατά τη μάχη στο Φλερύ, έμεινε γιά ώρες θαμμένος μ' ένα συνάδελφο. Ο τελευταίος ξεσχίστηκε απ' το γοφό ως την κοιλιά΄ στο κεφάλι του Γκιέζεκε έπεσε ένα δοκάρι, ύστερα χτύπησε ακριβώς στο γοφό του άλλου. Το κεφάλι του πληγωμένου ήταν ελεύθερο' εκείνος φώναζε και, σε κάθε του κλάμα, το πρόσωπο του Γκιέζεκε πλημμύριζε αίμα. Σιγά σιγά, τα άντερα του συνάδελφου ξεπετάγονταν κι απειλούσανε να τον πνίξουν. Αναγκασμένος να τα χώσει πάλι μέσα, για ν' αναπνέει, ο Γκιέζεκε άκουγε, κάθε φορά, το ουρλιαχτό του άλλου που τον ξεκούφαινε. Μας τα εξιστορεί με πολλή καθαρότητα και λογική: - Κάθε νύχτα, λέει τελειώνοντας, μου ξανάρχονται στο μυαλό. Πνίγομαι και το δωμάτιο γεμίζει γλιστερά άσπρα φίδια και αίμα...
- Ω, κάνει ο Άλμπερτ, αφού το ξέρεις, δεν μπορείς ν' αντιδράσεις? Ο άλλος κουνάει το κεφάλι: - Θάναι άχρηστο, ακόμα κι αν μένω ξύπνιος. Έρχονται μόλις βραδιάσει...
Ε.Μ. Ρεμάρκ Επιστροφή, εκδ. Δωρικός.
Εγώ ξέρω λίγη κιθάρα, ο Παπαδάκος τι ξέρει; Παίζει τερματοφύλακας και τις περισσότερες φορές χάνουμε, αλλά η Λένα και η Νανά δεν έχουν ιδέα από ποδόσφαιρο ώστε να καταλάβουν τι χωνί είναι ο Παπαδάκος. Εγώ του είπα του Άγγελου ότι πρέπει να αλλάξουμε τερματοφύλακα για να νικήσουμε κάποτε την έκτη, την προηγούμενη φορά χάσαμε γιατί ο Παπαδάκος έφαγε μια χλιαρή κεφαλιά κι έτσι έγινε το τρία-δύο, ήταν μεγάλη αδικία. Τα κορίτσια δεν τα καταλαβαίνουν αυτά, νομίζουν ότι ο Παπαδάκος είναι αυτό που δείχνει στους άλλους.
Χ. Βακαλόπουλος, «1965 μ.Χ.», από τις Νέες Αθηναϊκές Ιστορίες, Εστία, 1989
Εναλλακτικά, τζιτζιλομίτζιλα.
Δε νομίζω ότι αξίζει να γίνει νέος ορισμός γι αυτό, οπότε απλά θα αναφέρω εδώ το "τσαμπατσούμπα" το οποίο μπορούμε να πούμε ότι είναι μεγεθυντικό του τσάμπα αντίστοιχο του γκολ-γκολούμπα, ψωλή-ψωλούμπα κτλπ.
Επιχειρηματίας είμαι, μάλλον αποτυχημένος. Πετυχημένος είμαι μόνο σαν τεχνικός. Όσο για τόλμη ήμουν συμπαραγωγός στην «Ηλέκτρα» (σ.σ. ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη από το 1962). Κέρδισα μάλιστα στο Φεστιβάλ των Καννών το πρώτο βραβείο για την ποιότητα του ήχου, έχοντας συναγωνιστές Αμερικανούς, Άγγλους και Γερμανούς. Απόπειρες έγιναν. Μόνο που για να γίνονται συχνότερα πρέπει να αντέχει ο μπεζαχτάς. Και δεν αντέχει πάντα.
Φιλοποίμην Φίνος: Σαν σήμερα πεθαίνει ο «πατριάρχης» του ελληνικού σινεμά
Μπράβο, ο αγαπημένος μου ορισμός, παρακαλώ συνεχίστε! Είμαι φαν του πολυτονικού και μ' αρέσει αυτό το παιχνίδισμα ανάμεσα στη δημοτική και την καθαρεύουσα σε στυλ Εμμανουήλ Ροΐδη.
Και επί ελληνικού εδάφους λένε τσόπερ τα custom. (πχ λέει το τσόπερ μου και σου δείχνει ένα Virago)
Others instead of others; Friday's milk
Επίσης το πιο αγοραίο "κιτρινιάρα". Έχω ακούσει και ταρίφες να αποκαλούν ο ένας τον άλλον έτσι κατά την οδήγηση (Που 'σαι μωρή κιτρινιάρα!).