Το φαινόμενο κατά το οποίο το καλοκαίρι μαυρίζει το χέρι από το μανίκι του κοντομάνικου και κάτω. Λέγεται έτσι επειδή συναντάται συχνά στους ταρίφες, που βγάζουν το χέρι έξω από το παράθυρο τους ζεστούς μήνες και τους το λιώνει ο ήλιος 8 ώρες τη μέρα.

- Πςςςς, πώς μαύρισες έτσι ρε;!
- Μπα, αρχίδια, μόνο ταριφόχερο έχω φτιάξει...

ιδιάζουσα περίπτωσις (από xalikoutis, 23/10/08)Ταριφόχερα μέιντ ιν Ίνγκλαντ. (από Cunning Linguist, 07/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπορέλι από το γνωστό παίχτη του Παναθηναϊκού. Σημαίνει μπορεί, αλλά χρησιμοποιείται για την αντίθετη ακριβώς έννοια, δηλαδή ότι δεν παίζει, αποκλείεται, με καμία δύναμη.

- Τσακίσου φέρε μου τσιγάρα απ' το περίπτερο.
- Και μπορέλι...

Χουάν Χοσέ Μπορέλι (από poniroskylo, 21/09/10)(από ironick, 20/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει απ' το τεφαρίκι και σημαίνει μια χαρά, μπεργκέτι, τσόντα, καύλα, τζετ, σούπερ κτλ.

Το πήγα στο μάστορα τ' αμάξι και μου το 'κανε τέφα. Σαν καινούργιο, σου λέω!

Βλ. και μέγκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει μάλλον από το (μ)περ(γ)κέτι και σημαίνει μια χαρά, τζετ, τσόντα, καύλα, καλή φάση, τέφα(ρίκι) κτλ.

- Ναι, πήγαμε τελικά και περάσαμε μπέργκετ. Έπρεπε να 'ρθεις!

Βλ. και σχετικά λήμματα μπεργκέτης, μπερ(ε)κέτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος, ειδικά όταν είναι μεγάλου μεγέθους.

- Σου λέω διαγραφόταν καθαρά η κρεατόβεργά του, χρυσή μου!

Βέργα (από GATZMAN, 03/02/09)Γυναίκα πάει να ευνουχήσει τσοχανταραίο που της αρπαξε την κόρη της για παστάκι (από GATZMAN, 03/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλακάκος, ο χαζούλης, ο αγαθόβλακας.

-Του είπα οτι ήταν συλλεκτικό και του το πούλησα 10 φορές πάνω απ' όσο το το πήρα! -Ε είσαι μαλάκας. Τον Τάκη το βλακούζο έπιασες κότσο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από το τζάμπα + την αμερικανική κατάληξη -ation. Σημαίνει χωρίς αντίτιμο, τζάμπα (τσάμπα), τζαμπέ.

Μας δώσανε κάτι διαφημιστικούς αναπτήρες, τζαμπέισον.

(από xalikoutis, 04/10/08)Μπορείς και να τρως τζαμπέισον. (από Galadriel, 02/04/09)

Σχετικά: τράκα, τζαμπαντάν. Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κάρφωμα, η μη επαρκής συγκάλυψη μιας πράξης.

Όπως την κοιτάγαμε σα λιγούρια, λογικό ήταν να γίνουμε χου.

Συνώνυμο: κάρτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάρφωμας, αυτός που φαίνεται τι κάνει αφού δεν έχει συγκαλυφθεί επαρκώς.

- Καλά ρε μαλάκα, στον Τάκη το χουίτη έδωσες τα λεφτά να μας φέρει το πράμα; Θα τον δέσουν!

Βλέπε και χου και τα σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακυρώνω, παρατάω, αφήνω στα κρύα του λουτρού.

  1. Τον περίμενα μέσα στο κρύο μέχρι τις 10 και δεν ήρθε. Με γείωσε ο μαλάκας.

  2. Ήταν να πάμε για ποτάκι, αλλά το γειώσαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified