Το πουρό που το παίζει νέος. Μερικά χρόνια πριν στις ειδήσεις έγιναν πρώτο θέμα τα ρέιβ πάρτυ. Τότε υποτιθέμενη μητέρα παραπονιόταν στην τηλεόραση με γυρισμένη πλάτη και από κάτω οι σουπερατζούδες γράφανε: μάνα ρέιβερ. Σε λίγες μέρες άρχισε να κυκλοφορεί στην καθομιλουμένη ο χαρακτηρισμός πουρέιβερ.

Ο κύριος Γιώργος ο δικηγόρος είναι τελείως πουρέιβερ. Τον έχεις δει πώς βγαίνει τα βράδυα ντυμένος;

(από patsis, 07/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό στυλ τύπου τρέντυ.

Δες πώς πάνε στο σχολείο! Όλα τρεντυφατσουλάκια.

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκουμπίσου, σπάσε, στρίβε.

Μας τά 'πρηξες, άντε πάρε τη βόλτα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που αργεί να πάρει μπρος, ο καθυστερημένος

  2. Αυτός που αργεί να πάρει μπρος ερωτικά

- Άσε, να μου λείπει το βύσσινο. Θα το ξημερώσουμε με τον βραδυφλεγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικεία πρόκληση απευθυνόμενη σε φιλικό αντρικό πρόσωπο για πλάκα με μίμηση προφοράς ...ανατολικού μπλοκ.

- Ντιμίτρι κεράσει πουτό;

(από Khan, 29/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παίρνω, τσαντίζομαι χοντρά.

Συφιλιασμένος: ο οργισμένος.

Εκεί που καθόμασταν και τα λέγαμε, μου το σκάει το παραμύθι. Όχι πως δεν ενδιαφέρεται για μένα, λέει, αλλά θέλει και δανεικά. Γκρρρ! συφιλιάστηκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελαίνομαι, δεν βλέπω μπροστά μου από τα απίθανα που ακούω
Επίθ.: σαλταρισμένος.

Άσε, σαλτάρισε ο τύπος με τις εξηγήσεις που του έδωσε η γκόμενα.

(από GATZMAN, 21/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια γυναίκα χάλια μαύρα.

Όσο να βαφτεί και να χτενιστεί καρακατσουλιό είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα πουτανέ και πονηρή συνάμα.

Είναι αυτή μια καρακαηδόνα! Ωχ μανούλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φιλεύσπλαχνος και φιλάνθρωπος με τα λεφτά των άλλων (περί το 1960 φιλάνθρωπός τις ονόματι Καραμουρτζούνης έστηνε στις άκρες των πεζοδρομίων χτιστούς κουμπαράδες για να συλλέγει τον οβολό των περαστικών και να κάνει αγαθοεργίες).

- Για τι με περνάς καλέ; Καραμουρτζούνης είμαι εγώ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified