Προσφιλής έμμετρη έκφραση την εποχή που ήταν στη μόδα η μίνι και η μάξι φούστα. Λεγόταν εν είδει κουτσομπολιού και όχι βέβαια απευθείας στη μινιφορούσα, που έπρεπε να καεί στην πυρά επειδή νόμιζε ότι της πάει το μίνι.

Η έκφραση αυτολεξεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σουρτούκης (ο), θηλ. σουρτούκα: αυτός που βγαίνει συνεχώς βόλτα. Συνώνυμο: σουρτουκλεμές. Συνώνυμο της σουρτούκας: σοκακτσού. Σουρτουκιάζω: βγαίνω συνεχώς βόλτα, γυρίζω άσκοπα στους δρόμους, περιπλανώμαι.
Συνώνυμα: σουρτούκι (το), σουρτουκλεμές (ο)

Σουρτουκιάζει όλη μέρα, ο σουρτούκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα φαντασμένα κουνήματα, οι ξιπασιές, οι ψευτοπερηφάνειες (λέγονται και σουσουμίσματα).

Σουσούμης (ο): κουνιστός.

Σουσουμίζομαι: κουνιέμαι, περπατώ κορδωμένος για να επιδειχθώ.

Σουσουμίζω: κινώ, αναταράζω, κουνώ τα δέντρα για να πέσουν οι καρποί.

Με τέτοια σουσούμια πώς να μην την προσέξει κανείς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κιτρινιάρης, χλωμός.

Υπερθετικός: Ο χλεμπόνας, η χλεμπόνα.

Δεν κοιτάει τα μούτρα του στον καθρέφτη, ο χλεμπονιάρης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδιαφορώ, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, το φιλοσοφώ, το διασκεδάζω.

Το έριξε στο σορολόπ.

Άσ' τον μωρέ αυτόν τον σορολόπ (= μην ασχολείσαι με τον άστατο).

Ένα, δυο, τρία, ωπ! (από poniroskylo, 14/12/09)(από dryhammer, 26/05/14)

Δες και σορολόπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαζός, άμυαλος. Επίσης θηλ. σερσέμα και ουδ. σερσέμικο.

Ποιος ασχολείται με τον σερσέμη; Δεν έχουμε άλλη δουλειά να κάνουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν δουλεύει και περιμένει τα έτοιμα, τζαμπατζής.

Η καημενούλα έκανε γαμπρό αυτόν το σελέμη. Και είχε άλλα όνειρα για την κόρη της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαψάλης, ο: κοιμίστρας, νωθρός, τσαπατσούλης, ασουλούπωτος. Σάψαλος: υπερθετικό του σαψάλης.
Σάψαλο, το: πτώμα. Κοροϊδευτικά λένε τον γέρο με το ένα πόδι στον λάκκο.

  1. Θα σου κάνει νομίζεις δουλειά ο σαψάλης;

  2. Έγινα σαν σάψαλο = είμαι πτώμα από την κούραση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εξαπτέρυγο.

  2. Μτφ. ο έξυπνος.

  3. Μτφ. και ειρωνικά: ο κουτός. Συνώνυμο: τσαμπιόνι, το

- Τέτοιο ξεφτέρι και να μην προοδεύσει στη ζωή του δεν γίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δωροδοκείται, που δέχεται τον λουφέ (λουφές = δωροδοκία).

Γέμισε ο τόπος λουφετζήδες. Πώς θες να πάμε μπροστά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified