1. Γαμώ το καντήλι σου (χείριστη βρισιά).

  2. Σώθηκε το καντήλι του = τελειώνουν οι μέρες του, είναι ετοιμοθάνατος

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτολεξεί αντίδραση θιγομένου που κάποιος τον αποκάλεσε μπάρμπα, δηλαδή γέρο. Περί Αλγερίας και Τυνησίας πρόκειται νομίζω. Παρεμφερές με το «κυρ-Γιάννη», «κερί και λιβάνι».

- Ρε μπάρμπα;
- Μπαρμπαριά και Τούνεζι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νεαρό κορίτσι που είναι... να το πιεις στο ποτήρι. Τα τελευταία χρόνια η λέξη χρησιμοποιείται και για το νεαρό αγόρι.
Σε υπερθετικό βαθμό: μανουλομάνουλο.

- Δες ένα μανούλι που περνάει απ' όξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Δεν βλέπω μπροστά μου και σκοντάφτω.
  2. Ξετρελαίνομαι από τη χαρά μου και κλωθογυρνάω πάνω κάτω.
  3. Πέφτω με τα μούτρα στους έρωτες.

Επίθετο: ο κουντουρντισμένος.

  1. Κοίτα, κοίτα! Κουντούρντισε στην κολόνα. Χαράς στην αφηρημάδα. Σαν και τούτον κανείς.

  2. Κάτσε κάτω χριστιανέ μου επιτέλους! Κουντούρντισες πια σήμερα...

  3. Δεν κάθεσαι και λίγο στο σπίτι πια; Κάθε βράδυ κουντουρντάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ισχνός, όπως το ψάρι τσίρος, άνθρωπος. Λέγεται και τσιροπούλι.

Πφ! δεν μ' αρέσει ο τσίρος! χάθηκε νάχει λίγη κοιλίτσα;

Κωνσταντίνος Τσίρος (από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξεφτιλισμένος.

Κουρέλες, νομίζετε πως ήρθατε δω να μας μάθετε γράμματα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρήκαμε τον μπελά μας, μας πήρανε χαμπάρι και εκτεθήκαμε.

Δεν μπορούσες να κρυφτείς να μη σε δει; Τη βάψαμε τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουγατσομάχαιρο έχει σχήμα μισοφέγγαρου. Η φοιτητριούλα για την οποία φτιάχτηκε η έκφραση είχε μύτη καμπουριαστή σαν το μπουγατσομάχαιρο και την είχε και... ψηλά, επειδή ήταν κόρη καθηγητή της σχολής.

- Σωπάτε, σους. Έρχεται η μύτη μπουγατσομάχαιρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταλαιπωρημένος τύπος, ο καημενούλης, ο ένα μάτσο χάλια.

- Συνάντησα στον δρόμο σήμερα ένα κακοτράχαλο ανθρωπάκι... Με κοιτούσε, τον κοιτούσα, τον λυπήθηκα κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σπαρίλα, η βαρεμάρα.

- Τον έπιασε μουργέλα και δεν πάει πουθενά ούτε κάνει τίποτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified