Κοροϊδευτικά: αυτός που κάνει body building και καταλήγει να έχει τόσους μυς που να μοιάζει με ντουλάπα. Ο σφίχτης ή σφίχτερμαν.

-Κοίτα εκεί την παρέα με τα μπιλντέρια! Είναι τρία άτομα και πιάνουν χώρο για έξι. Κανονικά δεν πρέπει να του αφήνουν να μπαίνουν σε μικρά μπαράκια! -Θα 'ναι κολλητοί του πορτιέρη, δεν τον είδες και αυτόν πως ήταν; Σφίχτης και αυτός.

(από jesus, 23/02/10)(από electron, 05/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω, αποχωρώ. Κυρίως απευθύνεται με άσχημο τρόπο σε κάποιον, προτρέποντάς τον να φύγει και να μας αφήσει στην ησυχία μας.

Σχετικά λήμματα: την κάνω, την κανά, παίρνω τον πούλο, τζους, ξεμπαζώνω

-Δεν σε αντέχω άλλο ρε, μας έχεις πρήξει από την ώρα που ήρθες, άντε άδειασέ μας την γωνιά γιατί θα τσακωθούμε πολύ άσχημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, ο gay, η αδερφή, ο πούστης.

- Kαλά, δεν τον βλέπεις πώς κουνιέται ο ντιγκιντάγκας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επανάληψη των λεγόμενων, το να λες συνέχεια το ίδιο πράγμα και να επιμένεις σε αυτό χωρίς ούτε να μπορείς να το αιτιολογήσεις αλλά ούτε και να ακούς την αντίθετη άποψη.

(τηλεόραση:)
- Θα γίνουν προσλήψεις, θα ρίξουμε την ανεργία στο 1%, θα κάνουμε αυξήσεις, θα πέσουν οι φόροι! - Καλά καλά παλιομαλάκες, λες και δεν σας έχουμε μάθει πια με αυτή την καραμέλα! Κάθε 4 χρόνια πλούσιους μας κάνετε παλιοξεφτίλες! Δεν σας ξαναψηφίζω ρε που να μου κοπεί το χέρι!

Δες και βάζω την κασέτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερηφανεύομαι. Από την υπερηφάνεια που έχει ο κόκορας ανάμεσα στις κότες.

-Έλα Μιχάλη, τόσο καιρό μας κοκορεύεσαι για τα μπράτσα που έχεις κάνει στο γυμναστήριο. Ε, καιρός είναι να πιάσουν τόπο. Έλα να βοηθήσεις να ανεβάσουμε τον καναπέ στον 5ο γιατί στο ασανσέρ δεν χωράει με τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευπαρουσίαστη κοπέλα, η όμορφη και σέξυ.

- Πωπω, η Κατερίνα από το σχολείο είναι αυτή ρε; Που ήταν γεμάτη σπυράκια και σώμα σαν άντρας; Πώς έγινε έτσι τούμπανο ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίοδος αγαμίας.

- Καιρό έχω να σε δω, πώς και χάθηκες, βρήκες γκόμενα; - Τι γκόμενα ρε, με δουλεύεις; Μεγάλη ξηρασία. Έχω να πάω με γυναίκα 5 μήνες. Ευτυχώς που υπάρχει και το filmnet και την βγάζουμε και μόνοι μας.

βλ. και αναμουνή, ξεραΐλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπανιστήρι, η ηδονοβλεψία. Λέγεται και «κάνω μάτι».

- Αν την ρίξεις την γκόμενα θα με αφήσεις να πάρω μάτι; - Τι λες ρε ανώμαλε, αντί να βρεις και εσύ καμία μπας και ξελαμπικάρεις, θες να πάρεις μάτι.

Λυσιστράτη. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη σε κόμικς, Τ. Αποστολίδη και Γ. Ακοκαλίδη. (από patsis, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βόλτα ο οποία έχει ως σκοπό την επίσκεψη σε πληθώρα οίκων ανοχής.

- Πάμε καμιά μπουρδελότσαρκα;
- Γιατί θες να γαμήσεις;
- Όχι μωρέ, για την πλάκα μας μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση που συναντάται συχνά σε φοιτητές που μαζεύονται σε ένα σπίτι και πίνουν μπάφους όλο το βράδυ.

Εκτός από το συνεχές στρίψιμο και κάπνισμα, συχνά απασχολούνται με ασχολίες που δεν απαιτούν σκέψη, όπως η παρακολούθηση τηλεόρασης (συνήθως ηλίθιων εκπομπών και όχι ταινιών), μουσικής και πιο συχνά από όλα λιώσιμο στο playstation.

Αναφέρεται και ως λιώσιμο ή άραγμα.

- Θα έρθεις το βράδυ στον Μιχάλη, ψώνισε σήμερα και έχουμε κανονίσει να μαζευτούμε για μπαφοκατάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified