Ο μικρότερος σε μέγεθος βόλος.

τζιτζιλόνι > μπίλια > γκαζά --> γαλατάς

Τα τζιτζιλόνια -άλλως και τζιτιζιλονάκια- ήταν πολύ μικρά για νά' χουν πρακτική αξία στο παιχνίδι - τι βάρος είχαν και τι να χτυπήσεις μ' αυτά και να πάει έστω και μια πιθαμή παραπέρα; Αλλά ήταν πολύ όμορφα, συχνά με φωτεινά νερά μονόχρωμα μέσα στο γυαλί. Είχαν και συναισθηματική αξία και γιατί συνήθως είχαμε λιγότερα από δαύτα και διότι η άγραφη σύμβαση ήταν ότι τα τζιτζιλόνια τα έδινες τελευταία σ' αυτόν που κέρδιζε - έπρεπε, δηλαδή, νά' χεις χάσει σχεδόν όλους τους άλλους βόλους σου για να σου πάρουν και τα τζιτζιλονάκια.

Απαντάται και ως η τζιτζιλόνα και σημαίνει γενικώς την αγοραστή γυάλινη μπίλια.

- Το κίτρινο το τζιτζιλονάκι, το αλλάζεις; Πέντε μπίλιες θα σου δώσω.
- Το πουλάω. Πενήντα λεπτά. Κι άμα θες.

(από poniroskylo, 16/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεγαλύτερος σε μέγεθος βόλος. Κάτι μεταξύ μπίλιας και ογκόλιθου. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Αμερική λεγόταν boulder που σημαίνει ογκόλιθος, κροκάλα.

τζιτζιλόνι > μπίλια > γκαζά --> γαλατάς

Οι βόλοι αυτού του μεγέθους ήταν κυρίως πήλινοι και άσπροι - εξ ου και η ονομασία. Συχνά, μέσα στο άσπρο υπήρχαν και νερά, φλέβες σε άλλο χρώμα.

Οι γαλατάδες ήταν εντυπωσιακοί αλλά στο παιχνίδι είχαν περιορισμένη χρησιμότητα. Ήταν πολύ ογκώδεις να τους έχεις για αμάδες και δεν είχε νόημα να τους έχεις στόχο γιατί δύσκολα μπορούσες να τους κουνήσεις χτυπώντας τους με άλλες μπίλιες. Τους βάζαμε όμως για σημάδια - μάνα στο μπαζ-παραμπάζ και μπάστακα στο δελτάκι. Είχαν και μια ειδική αποστολή: όταν η γκαζά σου σχεδόν ακουμπούσε σ' ένα βόλο-στόχο είχες, κατόπιν συμφωνίας, το δικαίωμα την επόμενη φορά να σταθείς όρθιος και να ρίξεις τη μπίλια σου κατακόρυφα -το λεγόμενο ματάκι- και γι' αυτή τη δουλειά ο γαλατάς ήταν τέλειος και μπορούσες να τον χρησιμοποιήσεις αντί της γκαζάς, επίσης κατόπι συμφωνίας.

Ο μικρός ήρωας μπορούσε να ανταλλαγεί. Ως σκληρό νόμισμα! Με γκαζές, βόλους γαλατάδες, κλασσικά εικονογραφημένα, Καραγκιόζηδες, παραμύθια, Πηνελόπη Δέλτα, Ιούλιο Βερν και -στις καθώς πρέπει συνοικίες- ακόμη και με τη Διάπλαση των Παίδων. (Από blog)

(από poniroskylo, 16/04/08)(από poniroskylo, 16/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά, μεταλλικό σφαιρίδιο.

Κουρσούμια λέγονται, μεταξύ άλλων, οι μπίλιες των ρουλεμάν, τα σκάγια για τις σφεντόνες και οι μεταλλικές γκαζές. Έχουν και μια εφαρμογή στους ναργιλέδες.

Μεταφορικά, κουρσούμι είναι κάτι βαρύ, συμπαγές, δυσκίνητο, ακόμη και δύσπεπτο. Μπορεί να σημαίνει και κάποιον χαζό, που δεν παίρνει πολλές στροφές.

  1. Σ' αυτο το παιχνίδι παίζαμε και με "κουρσούμια", δηλαδή μπίλιες σιδερένιες από ρολιμάν. Υπήρχαν και απο αυτές πολλές στο εργοστάσιο της Αμπραβανέλ που έκανε οβίδες. (Από το διαδίκτυο).

  2. - Αμάν αυτό το τηγάνι για τις ομελέτες ... ασήκωτο είναι ... κουρσούμι σκέτο.

  3. PS: Το gothic 3 τζαμάτο παιχνίδι αλλά κουρσούμι από απαιτήσεις, θέλει πάνω από 1.5gb ram για να μην lagαρει... (από διαδικτυακό forum).

  4. - Πολύ σκορδαλιά έφαγα το μεσημέρι ... κουρσούμι μού 'κατσε ... βαρυστομάχιασα άσχημα ... πιάσε μια Σουρωτή.

  5. Καλά, τι κουρσούμι ειν' αυτός ο αδερφός σου, ρε ... μία ώρα του εξηγούσα, τίποτα δεν κατάλαβε ...

(από poniroskylo, 16/04/08)(από poniroskylo, 16/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος αξιοπρεπής - τζέντλεμαν, με την πραγματική έννοια.

Ντόμπρος και λίγο βαρύς, χωρίς περιττά λόγια.

Καλοντυμένος, ίσως και ακριβά ντυμένος, αλλά ποτέ επιδεικτικός.

Χωρίς μικρότητες, δεν τσιγκουνεύεται τα λεφτά. Δεν είναι απαραίτητα κονομημένος αλλά ξοδεύει γενναιόδωρα χωρίς όμως να κάνει επίδειξη.

Μια γυναίκα μπορεί να είναι κιμπάρισσα. Ένα πράγμα - ρούχο, έπιπλο, κόσμημα - μπορεί να είναι κιμπάρικο. Η ιδιότητα του κιμπάρη είναι το κιμπαριλίκι - μια αρχοντιά, τέλος πάντων.

  1. Ωραίος άνθρωπος ο πεθερός σου, κιμπάρης... Λίγα λέει, πολλά καταλαβαίνει... Και παλτουδιά κασμίρι... Κι αυτή η αλυσιδίτσα που έφερε για το μωρό 22 καράτια είναι, ξέρω εγώ από τέτοια...

  2. Τι να σου πω, αγόρι μου... Δικό σου είναι το σπίτι είναι και δικιά σου και η τσέπη... Αλλά αυτό είναι άλλο πράμα, κιμπάρικο... Κάνει κάτι παραπάνω αλλά τ' αξίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για φοιτητή. Παραπέμπει στο φυτό.

  1. Όλοι οι φοίτουλες πλακώνουν τους φραπέδες μήπως και τους έρθει η Θεία έμπνευση και περάσουν κανένα μάθημα, γιατί όλο το εξάμηνο το βγάζανε σε καφετέριες. (από το διαδίκτυο)

  2. Καθίστε ρε παιδιά, κάθε μέρα από εκεί περνάω και δεν έχω δει και τίποτα το αξιόλογο στο Πολυτεχνείο της Πατησίων. Ή εγώ είμαι στραβός και μου λένε ψέματα ότι βλέπω άψογα ή απλά υπάρχουν πολύ λίγες που είναι όμορφες. Αντιθέτως Ζωγράφου θα βρείς αρκετές κοπέλες που να σου αποσπάσουν τη προσοχή από τα μαθήματα (γιατί ως γνωστόν είμαστε και φοίτουλες). (από το forum στο polytexneio.gr)

Got a better definition? Add it!

Published

O πιο μικρός, ο πιο ασήμαντος, η τελευταία τρύπα του ζουρνά. Ο οποίος, παρόλαυτα, επιμένει να έχει άποψη και επιμένει να τη λέει, συνήθως σε ακατάλληλες στιγμές. Αν το μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι κώλοι είναι μια φορά απαξιωτικό, το να σε πούνε πορδή του κάβουρα είναι δέκα και βάλε. Διότι, τι κώλο έχει ο κάβουρας; Ή αλλιώς, τι είν' ο κάβουρας, τι ειν' η πορδή του;

Λέγεται και χαϊδευτικά σε πιτσιρίκια - ας πούμε, αν έχουμε να κάνουμε με καμμιά Σουρπουήτσα που είναι μικρομέγαλη.

- Εγώ, θείε, είμαι της γνώμης ότι αυτά τα χαρτιά πρέπει να τα δώσετε. Η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ ...
- Άιντε, βρε κι εσύ, πορδή του κάβουρα ... πετάγεσαι ... ακόμα δε βγήκες απ' το αυγό κι έμαθες κι από χρηματιστήρια ... Ο θείος ξέρει τι πρέπει να κάνει ...
- Ναι, βέβαια, ξέρει ... (την τύφλα του ξέρει ... ο εγκλωβισμένος ... ο καταστρεμμενίδης ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την γνωστή ευαισθησία με την οποίαν η γλώσσα αντιμετωπίζει τους εναλλακτικά ικανούς, η λέξη κουφαηδόνα χαρακτηρίζει έναν τύπο διαφορετικά οξυήκοου ανθρώπου. Δεν είναι ότι δεν ακούει - απλώς, ακούει αλλιώς και, πιο συγκεκριμένα, ακούει άλλα απ' αυτά που του λέμε. Όμως - επειδή, ίσως, δεν θέλει να παραδεχθεί ότι έχει κάποιο πρόβλημα ακοής - απτόητος απαντά σε αυτό που νομίζει ότι είπαμε, και μάλιστα δια μακρών. Δηλαδή, κελαϊδάει σαν αηδόνι. ΟΚ, κουφό αηδόνι - και ποιός μπορεί να είναι σίγουρος ότι δεν υπάρχουν;

Για κάποιο λόγο, η λέξη κουφαηδόνα είναι ηπιότερη από τη λέξη κουφάλογο.

Απαντάται και ως κουφαηδόνι.

- Καλά, ο θείος ο Νίκος είναι και η πρώτη κουφαηδόνα ... «Πάμε αύριο για μύδια» του λέω ... «γιατί βρίζεις, παιδί μου;» απαντάει. «Δεν υπάρχει λόγος να μεταχειρίζεσαι τέτοιες λέξεις, ειδικά στους μεγαλυτέρους σου». Και λέει και λέει και λέει και μου πήρε κάνα πεντάλεπτο να καταλάβω ... διότι, με τι μοιάζουν τα μύδια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το cookie στον υπολογιστή. Υποκοριστικό, το μπισκοτάκι.
Πληθυντικός, τα μπισκότα, τα μπισκοτάκια

Πώς βρίσκετε το μπισκότο:
Ακολουθείτε τη διαδρομή:
Documents and Settings > Όνομα υπολογιστή > Cookies

Εγώ πάντως τέτοιο μπισκοτάκι δεν βρίσκω πουθενά στον υπολογιστή μου και, συνεπώς, ο ΙΕ εξακολουθεί να είναι μουλαρωμένος. Ο FF μία χαρά παίζει :-((

ούτε εγώ το έβρισκα. Έκανα το εξής:
έχω ΙΕ7. Πήγα στα Tools > Internet Options > General > Browsing History > Settings > View Files. Εκεί θα εμφανιστούν τα μπισκοτάκια.

(Από συζήτηση σε forum)

Got a better definition? Add it!

Published

Οι δημόσιες σχέσεις, ως επάγγελμα.

Τα γραφεία δημοσίων σχέσεων λέγονται και γραφεία πι-αρ. Οι ασκούντες το επάγγελμα λέγονται πι-αρ-τζήδες.

Εκ του αγγλικού PR, συντομογραφία του public relations.

Συγγενές λήμμα: κονέ

Χτες πήρα ένα e-mail από την υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων -πι-αρ κάπως έτσι τους λένε αυτούς- ενός ραδιοφωνικού σταθμού η οποία μετά από τα ομολογουμένως πολύ κολακευτικά της σχόλια για το Blog και το PodCasting μου μου σέρβιρε μια πρόταση για συνεργασία. (Από blog)

Η πουστιά έχει αναχθεί σε επιστήμη και ενίοτε μπερδεύεται με το Πι Αρ. (Από blog)

Η εταιρεία δαπανούσε τεράστια ποσά όχι μόνο για διαφήμιση και χορηγίες (χρηματοδοτώντας αθλητές, καλλιτέχνες αλλά ακόμα και πολιτικούς...) αλλά επίσης τεράστια και άγνωστα ποσά για «δημόσιες σχέσεις». Ένα μικρό παράδειγμα «πι-αρ»: στα γραφεία των εφημερίδων, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα καταφθάνουν δώρα, δωράκια και δωράρες (στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, φυσικά, τα δώρα των εταιρειών προς δημοσιογράφους θεωρούνται διαφθορά, όχι στην Ελλάδα.) (Από blog)

Απογοήτευση για τους «πι-αρ-τζήδες»: αυτοί θεωρούσαν πως το κουπόνι θα ήταν το έναυσμα για μαζικές αγορές βιβλίων μεγάλης αξίας, αλλά διαψεύστηκαν οικτρά. (Από blog)

Του Αρκά (από patsis, 20/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χώρος όπου κανονίζονται ρουσφέτια με αντάλλαγμα ψήφους, χρήματα ή άλλα ρουσφέτια. Μπορεί να είναι το πολιτικό γραφείο βουλευτή, τα τοπικά γραφεία κόμματος ή κάποιο Υπουργείο ή δημόσια υπηρεσία. Μπορεί, κατά συνεκδοχή, να αναφέρεται και σε έναν ολόκληρο πολιτικό σχηματισμό, ειδικά όταν βρίσκεται στην εξουσία και προβαίνει π.χ. σε συλλήβδην διορισμούς ημετέρων.

Ρουσφετοπώλης είναι αυτός που κάνει ή μεσολαβεί για τα ρουσφέτια.

Σχετικά λήμματα: δόντι, βύσμα, κονέ

- Τους έχει σιχαθεί η ψυχή μου όλους ... Βάλανε τους πρασινοφρουρούςσε όλα τα πόστα οι μεν, ήρθανε οι άλλοι και μας άλλαξαν τα φώτα στο bluetooth ... Δεν είναι κόμματα αυτά, ρε ... ρουσφετοπωλεία έχουν καταντήσει ...

Βλ. και χαυλιόδοντας, bluetooth

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified