Ακόμη πιο σουρεαλιστική εκδοχή του κλασικού 'μάσάει η κατσίκα ταραμά;'
Η απάντηση είναι:
- Πατινάρει ... και πετάει και πάγο ...
Άλλο συνώνυμο:
- Σπινιάρει η γάτα στο γιαούρτι;
- Σπινιάρει ... και κάνει και τούμπες ...
Ακόμη πιο σουρεαλιστική εκδοχή του κλασικού 'μάσάει η κατσίκα ταραμά;'
Η απάντηση είναι:
- Πατινάρει ... και πετάει και πάγο ...
Άλλο συνώνυμο:
- Σπινιάρει η γάτα στο γιαούρτι;
- Σπινιάρει ... και κάνει και τούμπες ...
Got a better definition? Add it!
Published
Φιλάκια.
Λέξη που πρέπει να χρησιμοποιείται αποκλειστικά από μαμάδες προς παιδάκια - άντε μέχρι τριών χρονών.
Οποιαδήποτε άλλη χρήση πρέπει να αποφεύγεται.
Η χρήση μεταξύ ενηλίκων σ' ένα τρυφερό είναι δείγμα προχωρημένου γουτσισμού. Τον οποίον γουτσισμό κάθε υγιώς σκεπτόμενος άνθρωπος οφείλει να αποκηρύξει. Μετά βδελυγμίας.
Η χρήση μεταξύ ενηλίκων σε ερωτικές στιγμές είτε είναι απλώς σαχλή είτε, στα σωστά χείλη (με πιάνεις;) μπορεί να γίνει και πολύ πρόστυχη.
Αχ παιδάκι μου, χτύπησες το δαχτυλάκι σου; Η μαμά θα το κάνει μάκια να περάσει.
Από το τραγούδι 'Μάκια μάκια' (στίχοι: Γ. Γιαννακόπουλος, μουσική: Τ. Μωράκης, πρώτη εκτέλεση Άννα Φόνσου - oh, yes)
Έλα φίλα με κι εσύ
Η ντροπή μισή μισή
Μάκια μάκια μάκια μάκια
Στα χεράκια στα λαιμάκια
Μάκια μάκια μάκια μάκια
Περί φιλιού: γαλλικό φιλί, γλωσσίδι, γλωσσόφιλο, κυνοδοντόφιλο, μάκια, μάτσα μούτσα, μουτς, μπαγαποντολειχία, πιπιλιά, τριπλογλώσσι, φάκια, φιδάκια, φιλάκι;, φιλάκια φιλικωτά, φιλάκιας, φιλί της ζωής, Φιλοπίππου, φιλώ, χυσόφιλο, χχχ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έχω οργασμό.
Μπράβο. Συγχαρητήρια. Το ζήτημα είναι τί οργασμό έχεις. Διότι υπάρχουν πολλά είδη. Ιδού μια μικρή επιλογή από το Διαδίκτυο.
Βλέπε άνωθι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άλλη μια Τούρκικη έκφραση που έχει περιέλθει σε αχρηστία στην Τουρκία αλλά επιζεί στην Ελλάδα, κυρίως σε προσφυγικές οικογένειες.
ουζούν = ψηλός
αντάμ = άνδρας
αχμάκ = χαζός
ολούρ = είναι
Και όλο μαζί: ψηλός και χαζός.
Ταιριάζει κουτί σε κρεμανταλάδες μανταχαλαίους, αδέξιους και αργόστροφους.
- Ρε παιδάκι μου, τι 'ναι αυτός ο Κράουτς της Λίβερπουλ; Πού τον βρήκανε; Δίμετρο σέντερ φορ και μια κεφαλιά να μη μπορεί να πάρει; Όλο αγκώνες βάζει, όλο φάουλ κάνει. Κι από πάσα, μη τα συζητάς...
- Εμ, τι περιμένεις, ουζούν αντάμ αχμάκ ολούρ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κάμερα κλειστού κυκλώματος, σαν κι αυτές που υπάρχουν για να κόβουν κίνηση στα αεροδρόμια, έξω από επαύλεις, στις ρεσεψιόν μεγάλων ξενοδοχείων, στα mall, σε διασταυρώσεις, στην Εθνική Οδό - βασικά, παντού.
- Ρε μαλάκα, ξέρεις τι διάβασα; Στην Αγγλία, λέει, βγάλανε κάτι μπανιστηροκάμερες που βλέπουν μέσα απ' τα ρούχα ... μη τυχόν και κρύβεις κάτι ...
- Εμ, κάτι ήξερε η γιαγιά μου που έλεγε "παιδάκι μου, καθαρό σώβρακο κάθε πρωί γιατί δεν ξέρεις ποιος μπορεί να το δει ..."
Σχετικά: μπανιζοκοζαρίζω, μπανίζω, μπανιστήρι, παίρνω μάτι
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ορίτζιναλ. Η μητέρα όλων των εκφράσεων που προσδιορίζουν κάποιο μέρος που και έτη φωτός μακριά είναι και που κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς βρίσκεται - αν και τώρα τελευταία λέγεται ότι ο Μάκης ξέρει...
Στου διαόλου τη μάνα καταλήγουμε διότι
α) κάποιος ανόητος μας έδωσε τη λάθος διεύθυνση
β) ο/η συνοδηγός δεν ξέρει να διαβάζει το χάρτη
γ) κάποιος από την παρέα είχε ιδέα να πάμε σε μια καλή ταβέρνα για την οποίαν του είχαν πει
δ) η αποκέντρωση του κρατικού μηχανισμού σε αυτή την περίπτωση λειτούργησε πέραν πάσης προσδοκίας.
Απαντάται και η ρωσσότροπη εκδοχή «στου διαόλου τη μανίτσκαγια». Όπου, εκτός όλων των άλλων, κάνει και κρύο.
Συνώνυμα: στου διαόλου το κέρατο, στου διαόλου τον πούτσο, στου διαόλου τον κώλο, στου διαόλου το ξεσταύρι
- Ρε πούστη μου, δεν είναι κράτος αυτό ... μια κωλοβεβαίωση για το οικόπεδο ήθελα ... στου διαόλου τη μάνα μ' έστειλαν σ'ένα γραφείο ... και μετά μου λένε πρέπει να την καταθέσω και στο υποθηκοφυλακείο ... τρέχα πάλι, μαλάκα, στου διαόλου τον κώλο ... γαμώτο, δηλαδή
Βλ. και αλησμονιά, τέρμα Θεού, αρχές Αλλάχ
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τρώω τούμπα, συνήθως από γλύστρα ή παραπάτημα, και απλώνομαι φαρδύς-πλατύς στο έδαφος.
Λέγεται επίσης πολύ και όταν κάποιος πέφτει από ποδήλατο.
Γενικά, αναφέρεται σε πέσιμο απροσδόκητο και θεαματικό που, σε πρώτη φάση τουλάστιχον, προκαλεί τη θυμηδία των παρισταμένων. Οι συνέπειες μπορεί να είναι οδυνηρές αλλά ποτέ τραγικές.
Αν πούμε «το αγόρασε το οικόπεδο σε καλή τιμή» σημαίνει ότι ο παθών τη γλύτωσε χωρίς πολλά πολλά. Αν πάλι πούμε «ακριβά το πήρε το οικόπεδο» σημαίνει ότι χτύπησε μάλλον άσχημα.
Συγγενή λήμματα: μπίστος, σαβούρδα, τρώω σάρα, σαούλι, σούπα
- Πρόσεχε τώρα που θα βγεις, γλυστράει. Τώρα που ερχόμουν είδα έναν που σαβουρντίστηκε ... δυο στρέματα οικόπεδο αγόρασε ... εκεί, Πρίγκηπος Νικολάου και Ιπποδρομίου που είναι και λίγο κατηφορικά ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τσιγκλάω. Ερεθίζω κάποιον με πειράγματα. Περιπαίζω, μάλλον εκνευριστικά.
Πολλές φορές, το τσίγκλισμα και τα πειράγματα λειτουργούν ως κίνητρο για να κάνει κάποιος αυτό που θέλουμε - κατ' επέκταση κουλαντρίζω φτάνει να σημαίνει και 'ωθώ κάποιον σε κάτι, τον πείθω, τον φέρνω στα νερά μου'.
Σε ορισμένες χρήσεις, το κουλαντρίζω αποσυνδέεται από τα πειράγματα και σημαίνει απλώς 'φέρνω βόλτα, κάνω κουμάντο' - όπως λέει ο ορισμός τού didikong. Τότε λέγεται και για ανθρώπους και για καταστάσεις.
- Καλά, αναλόγως φτηνά τη γλυτώσατε στην Τούμπα, βρωμοσκούληκα ... 3-0, τζάμπα πράμα ...
- Μη με κουλαντρίζεις, ρε πούστη γύφτε ... δεν έχω όρεξη σήμερα.
Καλά, είναι μεγάλη πουτάνα η Αφροδίτη ... τον κουλαντρίζει μια χαρά τον δικό της και της κάνει όλα τα γούστα ... γιατί, του λέει, τι παραπάνω έχει ο Χατζηπαπάρας και πήρε στην κερία του Λουί Βουϊτόν και θα την πάει το Πάσχα και Ταϊλάνδη ... ε, κι ο μαλάκας έρχεται στο φιλότιμο και τα σκάει κανονικά ...
Μη σκας, ρε Μαράκι, για τα λεφτά ... κάπως θα το κουλαντρίσουμε το πράμα μέχρι να μου δώσει ο Χατζηφαρδέλας τα χρωστούμενα ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στη λόγια γλώσσα, όλεθρος, απώλεια - ιδιαίτερα, απώλεια προσφιλούς προσώπου.
Στην τρέχουσα, η λέξη βασικά σημαίνει αναστάτωση, το έλα να δεις, σε διάφορες λεπτές αποχρώσεις ανάλογα με την περίσταση.
Ο συγκριτικός και ο υπερθετικός βαθμός σχηματίζονται, σε όλες τις αποχρώσεις, με τις εκφράσεις 'κακός χαμός' και 'χαμός στο ίσιωμα', αντίστοιχα.
- Και μπαίνει μέσα ο αδερφός της ... την ώρα που είχε αρχίσει να τη χαμουρεύει ... και τον αρχίζει στα σάτα κιούτα... χαμός στο ίσιωμα, σου λέω.
- Ε, μαλάκα, δεν ήρθες χτες ... χαμός έγινε το βράδυ στο μπητς μπαρ ... το μόνο που σου λέω ... ο ψηλός έβαλε στο τέλος κι ένα σκουμπρί στον κώλο του κι έκανε τη γοργόνα.
- Άσε ρε που θα πάω Belair Σαββατιάτικα ... εδώ καθημερινές και γίνεται ο κακός χαμός ... διαδήλωση.
"Χαμός με τα εισιτήρια για Τσέλσι: Το... έλα να δειςέγινε για τα λιγοστά εισιτήρια που κυκλοφόρησε η ΠΑΕ Ολυμπιακός, για τον εντός έδρας αγώνα με την Τσέλσι. Όπως είχε ανακοινωθεί, αυτά θα κυκλοφορούσαν την Δευτέρα, μόνο για μέλη του συλλόγου και μάλιστα, οικονομικά ενήμερα. Το αποτέλεσμα ήταν, από το πρωί, πάρα πολλοί να επισκεφθούν το σάιτ του Ολυμπιακού και ειδικότερα την ενότητα για αγορά ηλεκτρονικού εισιτηρίου. Έγινε χαμός, έπεσε ο σέρβερ και υπήρξε γκρίνια από τον κόσμο, που τηλεφωνούσε στα γραφεία για να ενημερωθεί για το τι γίνεται." (από αθλητικό website).
Σχετικό: πατημός
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμότατο μαγικό φίλτρο. Όποιος το πίνει εξαφανίζεται από μπροστά μας.
Ενδείκνυται η χορήγησή του σε τύπους μας τά 'χουν ζαλίσει μέχρι εκεί που δεν πάει διότι μιλάνε πολύ, λένε μαλακίες κ.λπ. Επίσης σε μωρά που τσιρίζουν.
Ενίοτε, το πίνουμε και οι ίδιοι αυτοβούλως για να αποφύγουμε κάποιον ενοχλητικό (βλ. ανωτέρω), για να μη μας κάνουν τσακωτούς κ.ο.κ.
Το εξαφανιζόλ συντάσσεται πάντα με το ρήμα 'πίνω'. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η φράση 'το πίνω' αρκεί - το εξαφανιζόλ παραλείπεται ως ευκόλως εννοούμενο.
- Πιες το ρε Δημητράκη να ησυχάσουμε ... μας τά 'χεις κάνει νταούλια απ' το πρωί.
- Πού το ακούμπησες το εξαφανιζόλ, Βασούλα ... να το πιω μία πριν έρθει η σπασαρχίδω η ξαδέρφη σου ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified