Κλανιά με έντονη μυρωδιά.

Γιαννιώτικη λέξη. Τον γκιολέ γενικώς τον αμολάμε, αλλά στα Γιάννενα επίσης τον ντενιάρουν.

- Ντένιαρα έναν γκιολέ, βρώμσε όλο το σπίτ. (Από το λεξικό στο www.tzedes.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο.

ΛΟΑΤ = Λεσβίες, Ομοφυλόφιλοι, Αμφισεξουαλικοί, Τρανσεξουαλικοί.

Ή, κατ'αλλους, αριστεροκάβαλες, αδερφές, εμ σαμπού εμ κοντίσιονερ, τραβέλια.

Το ΛΟΑΤ είναι ένας περιληπτικός όρος για όλα τα άτομα που δεν είναι απολύτως ετεροφυλόφιλα, στρέιτ και κατασκευάσθηκε ως αντίβαρο ακριβώς στους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς που μεταχειρίζονται για τα άτομα αυτά οι στρέιτ. Ορισμένοι προσπαθούν να τον καθιερώσουν αλλά χρησιμοποιείται ελάχιστα - ακόμη κι από τις κοινότητες που περιγράφει - και είναι τόσο αδέξιος όρος γλωσσικά που μάλλον θα παραμείνει αδόκιμος εσαεί.

Είναι απευθείας μετάφραση από το αγγλικό LGBT = Lesbians, Gay, Bisexuals, Transsexuals - όπως μετάφρασεις είναι και πολλοί άλλοι όροι αυτού του χώρου - π.χ. βγαίνω και βερς.

Ως λέξη, το ΛΟΑΤ μπορεί να μην είναι πιασάρικη αλλά η σημαία των ΛΟΑΤ τα σπάει.

  1. Ποια λέξη ταιριάζει καλύτερα Ομοερωτοφοβία- Homophobia ή ΛΟΑΤ φοβία / LGBT phobia ? Ο όρος «LGBT phobia-ΛΟΑΤ φοβία» περιλαμβάνει ταυτόχρονα λεσβίες, γκέι, αμφισεξουαλικές-ους και τρανσέξουαλ. Πιστεύουμε πως, όταν ένας όρος περιλαμβάνει πολλές και ποικίλες συμπεριφορές χάνει την βαρύτητα της σημασίας του. Ο όρος «Homophobia-Oμοερωτοφοβία» είναι πιο γνωστός, και έχει γίνει αποδεκτός στο λεξιλόγιο ενός μεγάλου αριθμού χωρών της Ευρώπης. (Από κείμενο της ΟΛΚΕ)

  2. Το Φεστιβάλ Περηφάνιας είναι ένας παγκόσμιος θεσμός των ΛΟΑΤ. Στην Ελλάδα ξεκίνησε μια ολοκληρωμένη διοργάνωσή του κατά τα διεθνή πρότυπα το 2005. Γιορτάζουμε και διεκδικούμε, χαιρόμαστε τον έρωτα και ζητούμε σεβασμό για την διαφορετικότητα ... (Από λεσβιακή ιστοσελίδα)

Η σημαία των ΛΟΑΤ (από poniroskylo, 06/06/08)Φεστιβάλ Περηφάνειας ΛΟΑΤ 2008 (από poniroskylo, 06/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρίτο πρόσωπο πληθυντικού στον παρατατικό του ρήματος γαμιέμαι- στον υπερθετικό βαθμό, εννοείται. Η εξεζητημένη κατάληξη -συγκριτικά με τον, ας πούμε, στάνταρ τύπο γαμιόντουσαν- και σε συνδυασμό με την επιμήκυνση της λέξης, δείχνει ότι αυτοί στους οποίους αναφερόμαστε όχι απλώς το έκαναν αλλά το έκαναν με ένταση, με διάρκεια και κατ' εξακολούθηση. Μιλάμε για ξέσκισμα κανονικό.

Η σωστή εκφορά είναι γαμιοντουσ -τά-ντενε. Δηλαδή, μικρή παύση μετά το -σ- και τονισμός με μεγάλη έμφαση της συλλαβής -τά-.

Αν θέλουμε να αναφερθούμε σε γαμήσι λίγο ηπιότερο, ο συγκριτικός βαθμός είναι γαμιοντουστάντε - μια σχετική σμίκρυνση με την παράλειψη του τελικού -νε.

Η πατρότητα του γαμιοντουστάντενε, σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές, αποδίδεται στον Γιάννη Ζουγανέλη από την εποχή του «Αχ Μαρία». Μπορεί να ακούγεται τραβηγμένο - κυριολεκτικά και μεταφορικά - αλλά η αλήθεια είναι ότι εντάσσεται ωραιότατα σε μια μακρά γλωσσική παράδοση που ειδικά το γ' πληθυντικό του παρατατικού το θεωρεί πρόκληση και πρόσκληση για δημιουργική αναρχία. Όλοι οι τύποι στην λίστα αυτή απαντώνται και δεν είναι κατασκευασμένοι:

  • γαμιόνταν
  • γαμιόντανε
  • γαμιούνταν
  • γαμιούντανε
  • γαμιένταν
  • γαμιέντανε
  • γαμιόντουσαν
  • γαμιόντουσανε
  • γαμιόσαντε
  • γαμιούσαντε
  • γαμιόσανε

Και πιθανότατα να υπάρχουν και άλλοι.

Ακριβώς τα ίδια ισχύουν και για το ρήμα πηδιέμαι, δηλαδή: πηδιόντουσαν πηδιόντουστάντε πηδιοντουστάντενε.

- Καλέ, με ξέρεις εμένα ... έχω ανοιχτό μυαλό όσο νά 'ναι ... αλλά αυτό το πράμα δεν τό 'χα ξαναδεί ... καλέ, αυτές οι ξένες οι μεθυσμένες μπροστά στα μάτια του κόσμου πηδιοντουστάντενε ... παιδί μου, σαν τα σκυλιά στους δρόμους γαμιοντουστάντενε οι ξέκωλες ... μετά συγχωρήσεως, δηλαδή ... φωτιά, φωτιά θα ρίξει ο Θεός να μας κάψει ...

(από patsis, 23/10/09)Ίσως κάτι παρόμοιο να συμβαίνει και με το "γαμιούνταν" (από Khan, 17/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνω για πρώτη φορά, ευθαρσώς και με δική μου πρωτοβουλία, ότι είμαι ομοφυλόφιλος, και από κει και ύστερα δεν το κρύβω πια.

Τώρα πού και πώς το δηλώνω εξαρτάται από το ποιος είμαι, τι δουλειά κάνω, τι κύκλο έχω κλπ. Μπορεί να το εξομολογηθώ διακριτικά στη μαμά μου, μπορεί να στήσω ένα blog ή μπορεί να απαιτήσω δική μου τηλεοπτική εκπομπή.

Η έκφραση είναι, βεβαίως, αγγλισμός -- come out (of the closet). Κι αν σε κάποιον δεν αρέσουν οι εκπλήξεις, θέλει προσοχή πώς ανοίγεις τη ντουλάπα.

Από τη στιγμή που κάποιος έχει βγει, είναι, προφανώς, έξω (out).

Σχετικά λήμματα: δηλωμένη, κραγμένη, τελειωμένη, κοπέλα τελειωμένη, ξεφωνημένη, την τρίζει την όπισθεν, βερς, μποτομιέρα και περί τα 472 ακόμα λήμματα στο σάιτ.

  1. Οι ομοφυλόφιλοι διεθνώς χρησιμοποιούν την αγγλική φράση «βγαίνω από την ντουλάπα». Είναι μια έκφραση που έχει να κάνει με το να καταλαβαίνεις και να αποδέχεσαι τα συναισθήματά σου και να τολμάς να επικοινωνείς με άλλους ομοφυλόφιλους. (Βαγγέλης Γιαννέλος στην Ελευθεροτυπία, 05/02/02)

  2. Φτου και βγαίνω απ' την ντουλάπα - Οι περισσότεροι gay είναι μέσα στην ντουλάπα. Δεν μιλάνε σε κανέναν για τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό και πολλές φορές δεν το αποδέχονται ούτε οι ίδιοι μέσα τους. (Από το http://voltsekgayworld.blogspot.com)

  3. Είδα φως και... βγήκα!

Οκ... πάει κι αυτό!
Επίσημα η παρέα μου έχει ένα γκέι φίλο!!! (εμένα ντε...)
Ω, ναι! Επίσημα το ξέρουν όλοι οι καλοί μου φίλοι!!!
Τώρα περιμένουμε αντιδράσεις...
(τικ, τακ, τικ, τακ...)

Ελπίζω να μην περιμένουν να τους κάνω ντραγκ σόου τις απόκριες ή να με φωνάζουν όποτε πάνε για ψώνια ως τον στυλίστα τους...!!!
(από http://apsoy.blogspot.com)

εδώ έχει πολλούς που βγαίνουν από την ντουλάπα (από jesus, 04/06/08)(από jesus, 16/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξυπνάω στραβά. Πάρα πολύ στραβά. Στον υπερθετικό στραβά και βάλε και κάτι ακόμη. Λέγεται όταν κάποιος σηκώνεται από το κρεβάτι μούρτζουφλος και γρουσούζης και με όλους και όλα να του φταίνε. Άνθρωπος που ξυπνάει με αυτή τη διάθεση στην εμφάνιση είναι, φυσικά, σαν ανάποδο γαμώτο.

Ιατρικώς εξακριβωμένο: όταν ξυπνάς με τον κώλο ανάποδα η υπόλοιπη μέρα πάει χάλια.

Ευρέως διαδεδομένη πλάνη: το πρόβλημα παρουσιάζεται μόνον το πρωί, ή ακριβέστερα το μεσημέρι, μετά από ξενύχτι ή/και ύπνο σε άβολο κρεβάτι ή/και απότομο ξύπνημα. Λάθος. Συχνά ο άνθρωπος σηκώνεται με τον κώλο ανάποδα έχοντας κοιμηθεί τον ύπνο του δικαίου τέσσερα ζευγάρια ώρες. Ανεξήγητο. Λένε ότι μπορεί νά 'χει να κάνει με τους βιορυθμούς. Άσε δε που είναι κι ο μεσημεριανός ύπνος. Ήπιες δυο ούζα το μεσημέρι, την έπεσες για ολίγον τούφεν σλάφεν στις τέσσερις, ξύπνησες στις εφτά και τέταρτο εγγυημένα με τον κώλο ανάποδα.

Η λογική τής έκφρασης ίσως να είναι ότι αν κάποιος ξυπνήσει έτσι είναι τόσο αγενής που με το καλημέρα σας μας δείχνει τον κώλο του. Ή, η έκφραση μπορεί να θέλει να δείξει ότι το πράμα έχει στραβώσει τόσο που ο κώλος έχει φύγει απ' τη θέση του κι έχει κάνει 180 μοίρες στροφή. Ωραία εικόνα.

- Α, να ... ξύπνησε κι ο Χαράλαμπος ... Καλώς τονε τον Χαραλάμπη ...
- Μμμμμμμ ...
- Κοιμήθηκες καλά Χαραλαμπάκη; Ξεκουράστηκες, παιδί μου;
- Καφέ ... Καφέ δεν έχει, ρε μάνα; ... Έναν καφέ δεν είστε άξιες να φτιάξτε δυο γυναίκες ...
- Πουλάκι μου, θα κάνουμε τώρα ... Κούλα, κορίτσι μου, κάνε έναν καφέ τον αδερφό σου ...
- Το κινητό ... πού το βάλατε το κινητό μου, γαμώτο ...
- Μη μιλάς έτσι παιδάκι μου ... πού το άφησες χτες; - Ακόμα να γίνει εκείνος ο καφές, ρε Κούλα ...
- Καλημέρα και σε σένα Χαρούλη ... με τον κώλο ανάποδα σηκώθηκες πάλι ... και μη μιλάς έτσι στη μαμά να μην ανοίξω κι εγώ το στόμα μου και σε πάρει κάνας διάολος μεσημεριάτικα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την τούρκικη λέξη iş bitirici, όπου iş=δουλειά και το δεύτερο συνθετικό προκύπτει από το bitirmek=τελειώνω. Ωσεκτουτού, ο άνθρωπος που τελειώνει δουλειές.

Ο ισμπιτιριτζής είναι αυτός που ξέρει όλες τις άκρες, βρίσκει πάντα τον τρόπο, μονίμως ελίσσεται και ποτέ δεν κωλώνει. Μπορεί να το κάνει ως επάγγελμα - είναι αυτός που θα μαζέψει σ' ένα πρωί και τις δώδεκα βεβαιώσεις για τις οποίες ο κοινός θνητός θα παιδευτεί χαλαρά δυο βδομαδούλες. 'Η, μπορεί να είναι ο καλός συνταξιούχος θείος που ξέρει πού θα βρει υδραυλικό ανήμερα της Παναγίας. Είναι ο completer/finisher, που λένε και οι μανατζαραίοι, και, σε σπάνιες περιπτώσεις, είναι και ο πολιτικός που κάτι κάνει τέλος πάντων και δεν λέει μόνον παπαριές.

Ο ισμπιτιριτζής είναι το μόνο εγγυημένο αντίδοτο στην γραφειοκρατική παράλυση, τον σταρχιδισμό και την πανθομολογούμενη έλλειψη υδραυλικών και καλοριφερτζήδων. Και ένας προσωπικός, αποκλειστικός, 24/7 ισμπιτιριτζής, είναι, πέρα από βίλες, κότερα και δίμετρες, η πλήρης καταξίωση και το απόλυτο στάτους σύμπολ.

  1. (Ελευθεροτυπία, 28/12/1998)
    EΔΩ ανθεί το μπαξίσι και βασιλεύει ο «ισμπιτιριτζής» - άγνωστο επάγγελμα στην Eυρώπη. Eίναι ο «ισμπιτιριτζής» αυτός που τελειώνει δουλειές με το αζημίωτο, δουλεύοντας νύχτα-μέρα. Xωρίς αυτόν θα είχε παραλύσει η οικονομία και δεν θα κουνιόταν δραχμή. Aν απεργούσαν οι «ισμπιτιριτζήδες» θα φτάναμε σε οικονομική κρίση χωρίς προηγούμενο.

  2. - Αφού σε είπε ο Βλάσης ότι θα τονε φτιάξει τον λέβητα μέχρι το Σαββατοκύριακο, μην ανησυχείς, θα γίνει... Αυτός ισμπιτιριτζής άνθρωπος είναι, θα τον βρει τον τρόπο και θα την τελειώσει τη δουλειά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μπύρες. Οι πολλές μπύρες. Κατά συνεκδοχή και η ζυθοποσία παρατεταμένης διάρκειας, οπωσδήποτε με παρέα.

Η κατάληξη της λέξης παραπέμπει στα σπιρίτσουαλς, τα θρησκευτικά τραγούδια των μαύρων του αμερικάνικου Νότου. Ίσως να υποδηλώνεται ότι η ζυθοποσία είναι στις μέρες μας τελετή με θρησκευτικό χαρακτήρα και όταν γίνεται με τη δέουσα ευλάβεια δημιουργεί και ανάλογη έξαρση. Τραβηγμένο μου ακούγεται αλλά, ποτέ δεν ξέρεις.

Σχετικά λήμματα: μπυρόνι, μπυρωίνη, μπυροκοιλιά, μπυροκοιλιακοί

- Θά 'ρθεις; Πάμε για μπυρίτσουαλς...
- Όχι πάλι, ρε μαλάκα, έλεος... Κάθε βράδυ αυτή η δουλειά γίνεται... Έχει ξεχειλώσει η μπάκα...
- 'Οχι ρε παιδάκι μου, σήμερα είπαμε σεμνά...
- Ναι, ξέρω... Και χτες είχαμε πει σεμνά...
- Ε, σεμνά ήτανε... Τέσσερα άτομα και ούτε είκοσι μπύρες δεν ήπιαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαλύω μία σχέση, χωρίζω με τη/τον γκόμενα/-ο.

Υπονοείται σαφώς ότι εγώ πήρα την πρωτοβουλία και χειρίσθηκα το θέμα με την δέουσα αποφασιστικότητα.

Συνήθως απαντάται σε χρόνους μελλοντικούς π.χ. θα τον στείλω, ετοιμάζομαι να την στείλω ή παρελθοντικούς π.χ. την έστειλα, τον έχω στείλει εδώ κι ένα τρίμηνο και βρήκα την υγειά μου. Η χρήση στον ενεστώτα είναι σπάνια - αν και το παράδειγμα 2 είναι πραγματικό.

Σχετικά λήμματα: δίνω τα βάγια, σέντρα σουτ, σιχτίρ πιλάφι, σουτάρω, τζάζω.

  1. - Η Φιφή μας τελείωσε. Την έστειλα. Είχε παράλογες απαιτήσεις.
    - Τι απαιτήσεις;
    - Ε, ξέρεις, να βγαίνουμε, να μιλάμε... Και με το βεβαρυμένο αγωνιστικό πρόγραμμα που είχα στο pro η σχέση οδηγήθηκε μοιραία σε αδιέξοδο. Ωραίο μωρό αλλά, πραγματικά, δεν είχα καθόλου χρόνο.

  2. - Παιδιά, μη μου βγάλετε φύλλο τρεις-τέσσερις γύρους. Όχι, δεν υπάρχει πρόβλημα. Απλώς, τώρα μού 'στειλε sms η Γιάννα και είναι από κάτω με το αυτοκίνητο... Λοιπόν, κατεβαίνω, τη στέλνω και επιστρέφω δριμύτερος εντός δέκα, OK;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, κάτι που έχει τη δυνατότητα να ανταπεξέλθει σε κάθε είδους καιρικές συνθήκες. Η έκφραση χρησιμοποιείται εκτεταμένα στην πολεμική αεροπορία και στον κλάδο του αυτοκινήτου - π.χ. αεροσκάφη, ελικόπτερα αλλά και ελαστικά παντός καιρού.

Μεταφορικά, η έκφραση χρησιμοποιείται και για να χαρακτηρίσει:

  • Κάποιον που είναι εξαιρετικά ανθεκτικός και προσαρμόσιμος, κυρίως αν η εμφάνιση του δεν προϊδεάζει για κάτι τέτοιο. Έτσι, επιδοκιμαστικά αναφερόμαστε στη γιαγιά παντός καιρού η οποία είναι λοκατζής και ανεβαίνει χαλαρά στον Όλυμπο στα 75 αλλά και τα μωρά παντός καιρού τα οποία κάνουν σκι από τα πέντε και ελεύθερο κάμπινγκ χύμα στο κύμα, πέφτουν, χτυπάνε, ξενυχτάνε και δεν καταλαβαίνουν Χριστό.

  • Ή, κάποιον ο οποίος ελίσσεται και βολεύεται με όλες τις καταστάσεις - πολιτικές, επαγγελματικές, στις προσωπικές του σχέσεις. Στην περίπτωση αυτή, ο χαρακτηρισμός παντός καιρού λέγεται απαξιωτικά και είναι σχεδόν σύνωνυμος του ΟΦΑ.

  1. - Παιδάκι μου, είσαι με τα καλά σου; Θα πάτε με το φουσκωτό στη Σκόπελο και θα πάρεις μαζί και την Κωνσταντίνα, πέντε χρονώ μωρό; Σε πήρε ο Θεός τα μυαλά;
    - Γιατί ρε μάνα; Ανάγκη δεν έχει ... αφού είναι παντός καιρού το παιδί ... και θα φοράει και σωσίβιο ...

  2. - Καλά, ρε πστ ... μέχρι χτες θα τον τρελάνουμε τον ήλιο σίγουρα ναι και τώρα bluetooth; ... Δεν παίζεται το άτομο ...
    - Ε, δεν τον ξέρεις το Νικολάκη ... παντός καιρού προδιαγραφές έχει ... χρόνια τώρα γραμματέας της κλαδικής των ΟΦΑ ...

(από poniroskylo, 25/05/08)(από poniroskylo, 25/05/08)(από poniroskylo, 25/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπου Φυσάει ο Άνεμος.

Χαρακτηρισμός για άτομα που αλλάζουν τις πολιτικές τους απόψεις και την κομματική τους τοποθέτηση ώστε να βρίσκονται πάντα στο στρατόπεδο των νικητών.

Είναι απαξιωτικός χαρακτηρισμός καθώς υπονοεί ότι πρόκειται για ανθρώπους ανερμάτιστους και καιροσκόπους.

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το ποσοστό των γνησίων ΟΦΑ στην Ελλάδα δεν υπερβαίνει το 3% - τόσο υπολογίζεται ότι είναι το ποσοστό των ψηφοφόρων που μετατοπίζονται από το ένα μεγάλο κόμμα στο άλλο στις εκλογές. Αν και μικρό, αυτό το 3% είναι σημαντικό διότι ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις.

Άλλοι πάλι λένε ότι το πραγματικό ποσοστό των ΟΦΑ είναι πιο κοντά στο 97%. Απλώς, επειδή και όλα τα κόμματα αλλάζουν θέσεις και απόψεις όπως βολέψει, οι ατομικές συμπεριφορές γίνονται ένα με τις συλλογικές και δεν κάνουν εντύπωση.

  1. Πάντως προς το παρών οι 'τσάμπα μάγκες΄ καλοπερνάνε, είναι οι βολεμένοι, οι έχοντες τα μέσα, οι καπάτσοι του κόμματος ΟΦΑ (Όπου Φυσάει ο Άνεμος) και άσε εμάς στα 60 μας να κυνηγάμε μια σταθερή δουλειά με βιογραφικό σαν τετράδιο ... (Από forum)

  2. Αυτό ήταν που με… γοήτευε πάντα στο Ελλαδιστάν: η… σταθερότητα ιδεών και στάσεων ζωής.

Αυτό, δηλαδή, που ονομάζεται “καιροσκοπισμός” ή “οπορτουνισμός” ή στην καθομιλουμένη “ΟΦΑ” [Όπου φυσάει ο άνεμος] ή, ακόμα καλύτερα, ‘Ό,τι πιούμε, ό,τι φάμε κι ό,τι αρπάξει ο κ@λος μας”.

Και δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτή την… κινητικότητα απόψεων και στάσεων ζωής γιατί μόλις σταματήσουμε θα σωριαστούμε στο έδαφος, όπως οι ναυτικοί μετά από λίαν τρικυμιώδες ταξίδι μόλις πατήσουν το πόδι τους στη στεριά.

Καλή ψήφο αδέλφια! (Από forum)

σκίτσο από το βιβλίο του Τάκη Καλονάρου "Η ευτυχία του να είσαι Έλληνας" (από xalikoutis, 23/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published