Βλάκας. Ειδικότερα, χοντροκέφαλος αλλά και αγαθιάρης, αργόστροφος, αυτός που τα πιάνει δύσκολα αλλά παρόλ' αυτά επιμένει.

Ο Μπόζο ήταν κλόουν. Ο οποίος μετά διαφήμιζε γαριδάκια.

«... τωρα ολα τα παιδακια τρωνε Μποζο γαριδακια...»

Και επ' ουδενί έχει σχέση με τον υποψήφιο δήμαρχο του ΠΑΣΟΚ στην Κηφισιά Πάνο Μπόζο.

Μπόζος στα αρβανίτικα θα πει βαρελάς. Επίσης καμία σχέση.

Σχετικά λήμματα: βλήμαντρο, μυγοχάφτης

  1. - Καλά, μα τι μπόζος είσαι ρε αδερφάκι μου ... σαράντα φορές στό 'χω πει ... αν δεν έχεις επαφή στο τρίτο φύλο, πάσο ...

  2. Ο Μπρουναμόντι είναι μέγας μπόζος και το όνομά του πρέπει να αλλάξει από ρομπέρτο σε τ-ρομπέρτο... (Από το site του Roma Club Grecia)

(από poniroskylo, 06/05/08)(από poniroskylo, 06/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικός τύπος τσιμπουκιού με άρωμα και γεύση ευκάλυπτου και μέντας. Ενδείκνυται για τους κατά φαντασίαν ασθενείς που μας έχουν ζαλίσει τον έρωτα.

Προφανής η αναφορά στις κλασικές καραμέλες/παστίλιες ευκαλύπτου για το λαιμό.

- Ααααχχχ ... υποφέρω ... δεν έκλεισα μάτι όλη νύχτα ... ψηνόμουν στον πυρετό ... και η μύτη μου τρέχει ακατάπαυστα ... κι ο λαιμός μου έχει κλείσει τελείως ... και πονάω ολόκληρος ... και δέν έχω όρεξη καθόλου ...
- Ασπιρινούλα πήραμε;
- Πήρα, πήρα, τίποτε δεν έκανε ...
- Μήπως να πάρεις και αντιβίωση;
- Ααααχχχ, δεν μου γράφει ο γιατρός, ρώτησα ... αλλά δεν με πιάνει κιόλας ...
- 'Ε, άμα είναι έτσι, μία είναι η λύση ... πίπες ευκαλύπτου ... για το λαιμό, τουλάχιστον, είναι ένα κι ένα ...
- Α, να χαθείς, άκαρδε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαμόθρεφτο, το βουτυρόπαιδο. Άνθρωπος που μιλάει πολλά και δε λέει τίποτα. Σπαστικιά φωνή. Αδύνατο να βασιστείς επάνω του. Κομψευόμενος. Χωρίς να είναι αδερφή, το ντύσιμο του έχει συνήθως κάτι το αδερφίστικο.

Κλασικός τύπος φλούφλη ήταν ο Γκιωνάκης σε νεαρή ηλικία στις ταινίες του '60. Αλλά το είδος ευδοκιμεί και σήμερα.

Συγγενή λήμματα: λολοφιόγκος, λούλης, τσιχλιμπίχλης, λαλάκης, φλώρος

- Δε λέω, ευγενής είναι, καλές σπουδές έχει αλλά για φλούφλη τον έχω κόψει, ρε παιδάκι μου ... Δε νομίζω ότι θα τα βγάλει πέρα ...

(από poniroskylo, 05/05/08)(από poniroskylo, 05/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευφημισμός για το σεξ. Ασαφής όρος. Μπορεί να αναφέρεται σε ο,τιδήποτε από ένα απλό φάσωμα έως ένα χαλαρό φίκι-φίκι ως και ένα γαμήσι τρικούβερτο.

Είναι έκφραση που χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες. Πιο συγκεκριμένα, από κοπέλες καλών οικογενειών - λέμε τώρα - οι οποίες θέλουν να δείξουν ότι δεν έχουν, φυσικά, κανένα πρόβλημα με το σεξ αλλά, βέβαια, δεν δίνουν και πολύ μεγάλη σημασία σ' αυτές τις ανοησίες και, έτσι κι αλλιώς, η ανατροφή τους δεν τους επιτρέπει να μεταχειρισθούν, αν και τις ξέρουν, τις χυδαίες εκφράσεις που έχουν συνέχεια στο στόμα τους (μαζί με διάφορα άλλα πράγματα) εκείνες οι άλλες οι ξετσίπωτες. Έτσι, λοιπόν, λένε τα σαχλά και, μεταξύ τους τουλάχιστον, συννενοούνται.

Είναι μια έκφραση που οι κοπέλες αυτές μπορούν άνετα να χρησιμοποιήσουν μιλώντας π.χ. στην μεγάλη αυστηρή ξαδέλφη και, μάλλον, και στη μαμά. Την χρησιμοποιούν επίσης και σε παρέα όπου υπάρχουν και άντρες, αν νιώθουν μια σιγουριά - δηλαδή, ότι κάποιος από τους παρόντες δεν θα το χοντρύνει απότομα (βλ. και εδώ). Μπορεί να τη χρησιμοποιήσουν μιλώντας και προς τον γκόμενο/άντρα τους - και τότε πρέπει να εκληφθεί ως ένδειξη γουτσισμού.

Άντρες μεταξύ τους δεν χρησιμοποιούν αυτή την έκφραση, απ' όσο ξέρω. Ένας άντρας που την μεταχειρίζεται μιλώντας σε γυναίκες είναι γενικώς φλούφλης και, πιθανώς, γυναικοθόδωρος και καληνυχτάκιας. Ή, η άλλη περίπτωση, το πάει λάου-λάου για να γαμήσει στα μουλωχτά.

Είναι πάντα τα σαχλά και ποτέ το σαχλό. Στον ενικό, απαντάται πιο σπάνια και πάντα με την αόριστη αντωνυμία κανένα/κάνα σαχλό

  1. - Αχ, Μαριέττα μου, χίλια συγνώμη, θ' αργήσουμε λίγο το μεσημέρι ... όχι, όχι, μια χαρά είμαστε, κανένα πρόβλημα ... απλώς, ο Κωνσταντίνος με το που ξύπνησε το πρωί ήθελε πάλι σαχλά ... και του λέω, πρέπει να ετοιμαστούμε, αγάπη μου, μας περιμένει η Μαριέττα για λαντς, αλλά ξέρεις οι άντρες, ένα πράμα έχουν στο μυαλό τους ...

  2. - Αλέξη, μ' αγαπάς;
    - Μωρό μου, βέβαια ... γιατί ρωτάς; - Ε, να ... γιατί είναι πάνω από ένας μήνας τώρα που έχουμε να κάνουμε κανένα σαχλό ... (γούτσου-γούτσου) ... θέλεις να πάμε μέσα σε λίγο ...
    - Μανούλα μου, τώρα αρχίζει το ματς ... πιο ύστερα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύποι πίπας. Τα δύο άκρα του φάσματος. Το ιδανικό και το απευκταίο.

Αν κανείς δεν κατάλαβε ακόμη για τί πράμα μιλάμε - που δε νομίζω - ας πει απλώς τις δυο λέξεις με τρόπο κάπως εξεζητημένο, δηλαδή με το στόμα προτεταμένο για τη Χονολουλού και τραβηγμένο προς τα πλάγια για την Ταγκανίκα. ΟΚ, μέχρι εδώ; Τώρα μπορείτε να φανταστείτε και τι συμβαίνει στη μια περίπτωση και τι στην άλλη όταν έχετε συγχρόνως και κάτι σχετικά ευαίσθητο στο στόμα.

Για μια σωστή Χονολουλού βοηθούν πολύ τα τσιμπουκόχειλα. Η Ταγκανίκα κατατάσσεται στα επικίνδυνα σπορ π.χ. τσιμπούκια ο τίγρης.

Η έκφραση μια Χονολουλού, μια Ταγκανίκα περιγράφει καταστάσεις όπου οι συνθήκες και τα συναισθήματα αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη.

Η αρχική αναφορά είναι από παλιό ανέκδοτο, μάλλον κρύο.

  1. Νομίζει ότι η πίπα είναι δαγκωτή. Άσε τη μασέλα κι έλα! Σε θέλω με τα ούλα σου! Μην λες Ταγκανίκα και τσατσάρα. Για προσπάθησε με: Χονολουλού, λουλούδι, χνούδι. (Από παλιό τεύχος του ΚΛΙΚ)

  2. - Ρε γαμώτο, πολύ μ' έχει μπερδέψει ο καινούργιος ο προϊστάμενος ... μια έτσι και μια γκιουβέτσι με πάει... μια Χονολουλού, μια Ταγκανίκα
    - Έλα τώρα, κάνεις και πως δε σ' αρέσει ... σε ξέρουμε και σένα ... μια ζωή τράβα μου το μούσι και φώναζε με παλιοκόριτσο ...

Προφητικό τραγούδι (από Khan, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κοινό τροπικό επίρρημα έτσι και το μάλλον κοινό πήλινο σκεύος γιουβέτσι -και το νοστιμότατο φαγητό που παρασκευάζεται μέσα σ' αυτό- δεν έχουν καμία σχέση, πέραν της ομοιοκαταληξίας. Αλλά, η ομοιοκαταληξία αυτή ήταν αρκετή για να φέρει τις λεξούλες κοντά και να τις κάνει τη σύγχρονη εκδοχή του «ήξεις - αφήξεις».

Το έτσι και το γιουβέτσι συνδυάζονται σε τρεις κυρίως εκφράσεις που έχουν μεταξύ τους λεπτές νοηματικές διαφορές.

Η έκφραση «μια έτσι, μια γιουβέτσι» σημαίνει «μια ζεστό, μια κρύο» -κάτι σαν σκοτσέζικο ντους- και χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις και άτομα ευμετάβλητα και απρόβλεπτα.

Η έκφραση και έτσι και γιουβέτσι δηλώνει, συνήθως, κάποιον που θέλει να τα 'χει καλά και με τη μια μεριά και με την άλλη, λέει πράγματα που νομίζει ότι θα ικανοποιήσουν αμφοτέρους και, φυσικά, αντιφάσκει.

Σπανιότερα λέγεται και το ούτε έτσι ούτε γιουβέτσι για να περιγράψει κάτι μεσοβέζικο που προσπαθεί να τα κάνει όλα και καταλήγει να μην κάνει τίποτα καλά.

  1. Όπως ξέρουν οι “τακτικοί αναγνώστες” (χα, χα, χα… μ’ άρεσε αυτή η έκφραση “κονσέρβα”), ετούτο το blog είναι, “μία έτσι, μία γκιουβέτσι”. Πάνω που πας να πεις, “σοβαρός άνθρωπος αυτός ο Παραμυθάς”, σου ανάβει κάτι τύπου, “τρία πουλάκια κάθονται” και αλλάζεις γνώμη. (Από blog)

  2. - Δεν μπορείς να βασιστείς σ' αυτά που λέει. Μια έτσι, μια γιουβέτσι.
    - Ναι, ρε γαμώτο, το ξέρω. Και δεν μπορώ με τίποτα τους ανθρώπους είπα-ξείπα, ήξεις-αφήξεις, έτσι-γιουβέτσι.

  3. Υποσχέθηκε «σκληρή αντιπολίτευση προς τον κ. Ψωμιάδη», τον οποίο επέκρινε για την τακτική με την οποία πολιτεύεται, τακτική «κι έτσι και γκιουβέτσι», όπως είπε. (Δηλώσεις Β. Πατουλίδου, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 22/12/06)

  4. Στα τεχνικά χαρακτηριστικά του πάντως, το Accupower αναφέρει ότι δίνει τροποποιημένη ημιτονοειδή κυματομορφή, από ότι ξέρω είναι μια νέα ενδιάμεση μπάσταρδη κατάσταση, ούτε έτσι ούτε γιουβέτσι, ούτε καθαρά τετράγωνη μορφή αλλά ούτε και καθαρά ημιτονοειδή μορφή. (Από το avsite.gr)

Βλ. και: ...κι έτσι., έτσι, έτσι!, ετς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπου έχει ίσως σχέση με τον Τζίμη τον Τίγρη, κάπου και με τον τίγρη που είχε βάλει έναν καιρό η ΕSSO στη μηχανή μας. Τώρα πια, χρησιμοποιείται με δύο σημασίες.

Στην πρώτη, την πιο στρέιτ, εκδοχή αναφέρεται σε κάποιον/-αν που έχει έφεση στις πίπες - μια πουτσογλείφτρα, μια ψωλορουφήχτρα τέλος πάντων, που και γουστάρει να κάνει τσιμπούκια και τα κάνει καλά. Γενικότερα, μπορεί να χαρακτηρίζει μια πηδούκλω που το λέει η καρδιά της.

Η δεύτερη σημασία είναι πιο ψαγμένη. Περιγράφει μια κατάσταση στην οποίαν φάγαμε/θα φάμε μεγάλη ήττα και το ζόρι δεν πάει άλλο. Αν νομίζετε ότι ο λάκκος με τα κωλοδάχτυλα είναι τρομακτικός, σκεφτείτε τη φάση όπου εσείς έχετε βγάλει το καυλί στη μόστρα και ο τίγρης έχει ανοίξει το στόμα ... συνεννοηθήκαμε, θα έλεγα.

Για να τονισθεί ακόμη περισσότερο πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα - ή, ενδεχομένως, και πόσο καλές είναι οι πίπες - λέγεται και το τσιμπούκια ο τίγρης με σήμα το λιοντάρι. Το λιοντάρι, εν προκειμένω, παραπέμπει στα διάσημα κάποτε Έμπλαστρα Λέοντος - που όντως είχαν σήμα κατατεθέν ένα λιοντάρι.

Και καλά το λιοντάρι. Κυκλοφορούν και διάφορα άλλα - ιδού μια μικρή επιλογή.

Τσιμπούκια ο τίγρης, λοιπόν:

  • με σήμα το ελεφαντάκι
  • με σήμα τον Ψινάκη
  • με σήμα το κουταλοπήρουνο
  • με σήμα την ξανθιά
  • με χαρτόσημο του δημοσίου

    Ως σύνταξη, το τσιμπούκια ο τίγρης παραπέμπει επίσης και σε κλασικές εταιρικές φίρμες συμπαθών επιτηδευματιών όπως π.χ. Οξυγονοκολλήσεις ο Ονούφριος και Σασί-Σαζμάν ο Σοφοκλής. Μένοντας στον κλάδο της πίπας, όμως, υπάρχουν και τα:

  • Τσιμπούκια με δόσεις ο Θεοδόσης

  • Πίπες, τσιμπούκια, γαμήσια ο Ανάργυρος

    Αυτό το τελευταίο εκφέρεται στο ρυθμό του κοκακόλα καφεδάκι σποράκι ροξάκι παιδιά.

  1. - Πώς την είδες τη φάση, καρντάσι; Σωστή; - Σωστότατη. Έπιασε το κλαρίνο με τη μία, ανάσα δεν πήρα...
    - Αφού στο 'χα πει ρε... Τσιμπούκια ο τίγρης η κοπέλα... Πρώτη ρουφογκαβλέτα.

  2. (Από το surlulu.com)
    «Ο Λευτέρης αρχίζει προπονήσεις, και δικαιούται μια καλή πίπα, οπότε δεν έχω αντίρρηση – ποτέ δεν έχω τέτοιες αντιρρήσεις επειδή ως προσωπικότητα είμαι τσιμπούκια ο Τίγρης ούτως ή άλλως.»

  3. - Πώς ήταν τα θέματα, ρε; Έγραψες τίποτε;
    - Άσε μεγάλε, τσιμπούκια ο τίγρης... Δια μίαν εισέτι φοράν...

  4. - Πώς με βλέπεις στο Γιούρο το καλοκαίρι; Μου δίνεις τύχη;
    - Πώς να σε δω, ρε δύστυχε ... Τσιμπούκια ο τίγρης με σήμα το λιοντάρι σε βλέπω... Αυτά τα πράματα μια φορά γίνονται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καφενείο / καφετέρια, συνήθως συνοικιακό, όπου επικρατεί πλήρης ανία και αποχαύνωση (δες και εδώ). Από τα χάπια και κατ' αναλογία προς το καφέ σαντάν.

- Έλα, οι άλλοι είναι Ετουάλ - πάμε ν' αράξουμε ... - Όχι, ρε μαλάκα, πάλι καφέ αρντάν ... τι να κάνουμε ... να κόβουμε φλέβεςόλοι μια παρέα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικός αγώνας κακής ποιότητας. Κλωτσοσκούφι. Ειδικότερα, ματς σκληρό και άτεχνο.

Οταν τον πρωτοείδα, ο νεαρός Χατζηπαναγής δεν μου γέμισε το μάτι. Χαρακτηριστικη ήταν η αφύσικα λευκή σαν σεντόνι επιδερμίδα του και το μακρύ σγουρό μαλλί του. Κατά τα άλλα τίποτε το ιδιαίτερο.

Ο αγώνας άρχισε και μαζί του και η γνωστή κλωτσοπατινάδα. Ωσπου πήγε η μπάλα στα πόδια του Ρώσου. Και ξαφνικά...το μπαμ! Ανάσταση! Επιφοίτηση! Αποκάλυψη! Poetry in Motion. Ο άνθρωπος κεντούσε. Καλλιτέχνης με τα όλα του.

Τη μπάλα χτύπα! (από Galadriel, 25/02/09)Τη μπάλα λέμετε! (από Galadriel, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυγάς, συμπλοκή, ξύλο. Λέγεται για καυγάδες στους οποίους χώνονται πολλοί και επικρατεί μεγάλη σύγχυση. Χέρια, πόδια φεύγουν προς όλες τις κατευθύνσεις αλλά -και είναι σημαντικό αυτό- συνήθως δεν βρίσκουν στόχο. Διότι η κλωτσοπατινάδα είναι ένας καυγάς όπου γίνεται απίστευτη φασαρία αλλά, τελικά, μικρή ζημιά. Έτσι, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως ειρωνικά.

Μεταφορικά, λέγεται και για φραστικούς διαξιφισμούς έντονους μεν αλλά χωρίς ουσία, όπου οι απ' έξω εντυπωσιάζονται χωρίς να καταλαβαίνουν ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα.

  1. Μπορεί να δοθήκαν αμοιβαίες εξηγήσεις αμέσως μετά την... κλωτσοπατινάδα στη φυσούνα του γηπέδου της Τούμπας, όμως το επεισόδιο Κονσεϊσάο-Νικοπολίδη θα έχει και συνέχεια. (Από αθλητικό site)

  2. Ας είμαστε ειλικρινείς. Εμείς οι άνδρες έχουμε, κατά βάση, πολύ απλά γούστα, σε ότι αφορά στο τι βλέπουμε στη τηλεόραση. Ταινίες δράσης, ποδόσφαιρο, καμιά τσοντούλα και φυσικά κλωτσομπουνίδι. Σε όλες τις μορφές του. Boxing, Tae kwon Do, MuaiTai και φυσικά Κ-1 και Κ-1 mma. Όπου mma σημαίνει mixed martial arts. Σε απλά ελληνικά κλωτσοπατινάδα μέχρι τελικής πτώσης ή επί το αρχαιότερο, «παγκράτιο». (Από blog)

  3. Επιτέλους! Είδα έναν ποδοσφαιρικό αγώνα και τον φχαριστήθηκα. Όχι τόσο για το επίπεδο της μπάλας που παίχτηκε όσο γι’ αυτά που ακολούθησαν μετά τη λήξη του αγώνα. Οι ποδοσφαιριστές πλακώθηκαν στο ξύλο. Σύρραξη, μπουνίδι άγριο και κυνηγητό, σφαλιάρα που πήγε σύννεφο ... Μ’ άρεσε η κλωτσοπατινάδα, γιατί μου θύμισε κάτι που είχα ολωσδιόλου ξεχάσει: ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι τελικά. (Από blog)

  4. Μπουρδουκλωνόμαστε όλο και περισσότερο στην δημόσια κλωτσοπατινάδα των υπέρλαμπρων αστέρων Θέμου και Μάκη με τα παχιά τα λόγια και τα ακόμη παχύτερα πορτοφόλια, που έχουν μεγάλη σχέση με την show business και την επιχειρηματικότητα και λιγότερη με την δημοσιογραφία και ξεχνάμε ποιο είναι πραγματικά το ζητούμενο πλέον. (Από το reporter.gr)

Κλωτσοπατινάζ. (από Galadriel, 25/02/09)Άστο κάτω αυτό ρε. (από Galadriel, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified