Κοινώς, το τσιγάρο.

Πιάσε τον καρκίνο λιγουλάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καυτή γυναίκα - κατά προτίμηση κοντή και τούμπανο.

Πω πω πω!!! Τι καυλοράπανο είναι αυτό που βλέπω;;

(από Galadriel, 06/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά οι οπαδοί της Ν.Δ., αλλά και ειδικότερα αυτοί που έχουν καβατζωθεί σε όλον τον Δημόσιο Τομέα (αλλιώς: τα γαλάζια παιδιά).

- Έχουν κυριεύσει όλο το Υπουργείο τα στρουμφάκια.

(από GATZMAN, 29/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ένας άνθρωπος που έχει ξεπεράσει τα επίπεδα ενός απλού μαλάκα.
  2. Αθάνατη ελληνική έκφραση των ελληνικών cult ταινιών των 80's.

- Πού πας με αυτό το σαράβαλο ρε ολυμπιονίκη μαλάκα;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος όπου συχνάζουν με τις ώρες τα starbuckακια.

- Πού θα πάμε για καφέ;
- Πάμε στην starbuckούπολη να βρούμε και τους άλλους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορία ομοιόμορφων trendy νέων ηλικίας 13-18, συνήθως από Β. Π., που λιώνουν στα Starbucks της γειτονιάς τους με τις ώρες (συν. έχουν μαλλί κουνουπίδι).

Αυτά τα starbuckάκια είναι τόσο ίδια μεταξύ τους, που δεν ξεχωρίζεις το ένα από τ' άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχετίζεται με τον ορισμό «γύφτος», αλλά δείχνει μια εντονότερη προσβολή προς το πρόσωπο του αναφερόμενου.

- Δεν πάει άλλο με τις τράκες του, τα έχει ξεφτιλίσει όλα-
- Αφού τον ξέρεις τι παλιόγυφτας είναι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Συνομοταξία ανθρώπων της φυλής των Ρομά (αλλιώς απλά τσιγγάνος).

  2. Ο τελείως ξεφτίλας άνθρωπος, ο βρωμιάρης, ο τσιγγούνης, ο άνθρωπος χωρίς τρόπους κλπ.

Εμφανίζεται συχνά και ως γύφτουλας.

- Πάλι στην τράκα την έβγαλε ε; - Αφού είναι γνωστός γύφτος!!

(από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified