Το κωλόμπαρο της αισχίστης υποστάθμης.

Εκεί που το ποτό είναι φωτιστικό πετρέλαιο απ' την εποχή της ποτοαπαγόρευσης στο Ιράκ.

Εκεί που όταν μπεις είσαι μάλλον ο μοναδικός μή μόνιμος πελάτης, και πρέπει να χαιρετήσεις με ένα αδιόρατο κούνημα του φρυδιού τον Μπάμπη το σουγιά και το Χρηστάρα τον ξίδια που τα ακουμπάνε στην τσατσά για την καψούρα της Σουζάνας, βαφτισμένης Μαρίτσας, που κατέχει όλα τα κόλπα του έρωτα (ο χριστός κι η μάνα του...).

Εκεί που οι πουτάνες έχουν πατημένα τα -ήντα στα χρόνια ή/και τα κατονείκοσι στα κιλά, ενδέχεται να έχουν ζωγραφιστή ελιά στο μάγουλο, μιλάνε ελληνικά με άθλια επαρχιώτικη προφορά ή είναι η τρίτη διαλογή της εισαγωγής από πρώην ανατολικό μπλοκ, και υπό κανονικές συνθήκες θα σε πλήρωναν για να σου τραβήξουν μαλακία, αλλά μιας και πήγες εκεί σ' την πέφτουν με ατάκες (τις οποίες θεωρούν ακραία υπονοούμενα) του τύπου «πώς την έχεις σήμερα...τη διάθεση» και μετά ξεσπάνε σ' ένα γέλιο που έρχεται κατευθείαν από την καλύβα του δρακουμέλ, ή «τέλεις ποτό» αντίστοιχα. Όλαφ τά εν μέσω εις βάθος συζητήσεων περί του ό,τι νά 'ναι ή περί της πουτάνας κοινωνίας που από ακτινολόγους στην πρώην (πουτ)σοβιετική λαϊκή δημοκρατία της πουθανίας τις έριξε στο βούρκο και κυρίως πριν καταλάβουν ότι δέν πρόκειται να τις κεράσεις ποτό και ξινίσουν τα μούτρα τους και ενώ εσύ κοιτάς να τελειώσεις (;) το ποτό (;) σου και να πας στο επόμενο αντίστοιχο, για να χτίσεις την ανδρική φιλία σου με τον κολλητό σου που βγήκατε μαζί για ένα ποτό.

Ο γορίλλας έξω απ' το μαγαζί είναι αυστηρά όπσιοναλ και η ύπαρξή του εξαρτάται από τον τζίρο του μαγαζιού.

Θα τα βρείτε σε παρατημένες συνοικίες επαρχιακών πόλεων, στας εθνικάς οδούς, σε παρηκμασμένα λιμάνια.

Συγγενείς έννοιες: τελειωμένος, κατεστραμμένος. Απαντά και ως κατεστραμμενάδικο και ως μαςπηρανειδησόμπαρο.

Αφιερωμένο στο Σταύρο.

Ασσίστ: ΡΤΠ, τζήζας (...).

Μαλάκα πήγαμε στο Μπιγκ Μπεν τις προάλλες, έχασες. Το επικό τελειωμενάδικο. Η κόρη να κάνει κονσομασιόν και η μαμά με κόκκινη δερμάτινη ολόσωμη φόρμα να τσακίζει μοσχαροκεφαλή πάνω στο μπαρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένεκα η λαϊκή δοξασία-δεισιμαλακία ότι από το πολύ το τίκι τάκα τυφλώνεσαι, το ρήμα τυφλώνομαι μπορεί να κρύβει υπόνοια αυνανισμού, αν τα συμφραζόμενα το επιτρέπουν.

  1. - Τι έγινε, βρήκε γκόμενα αυτός;
    - Μπααα, το πάει ντουγρού για τύφλωση.

  2. από σχόλιο εδώ, να αυτοδιαφημιστούμε και λίγο:

έτσι κ αλλιώς στ @@ μου, αυτός θα τυφλωθεί στο τέλος. αν είναι να είσαι κομπλεξικός, κάν' το σωστά τουλάστιχον.

Bien mal acquis ne profite jamais. (από Vrastaman, 29/10/09)ε; (από BuBis, 29/10/09)πίσω και σας έφαγα κουφάλες! (από BuBis, 29/10/09)(από Vrastaman, 29/10/09)Για του λόγου το αληθές... (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφωνηματική έκφραση θαυμασμού, ικανοποίησης, και τα δύο, γενικά εξαιρετικά θετικών συναισθημάτων που μας διακατέχουν. Αποδίδει μια διάσταση Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές στην πραγματικότητα, με την επίκληση υπερ-πραγματικών δυνάμεων, μια διάσταση μαγικού ρεαλισμού.

Ασσίστ: μαυρόγιαννος, εδώ.

  1. - Έφτιαξα μουσακά και γαμεί!
    - Μαγεία!

  2. - Μου τά 'ριξε η Μαρία!
    - Μαγεία!

- Πως ήταν το πάρτυ χθές, έπαιξε τίποτα; - Μαγεία! (από BuBis, 03/11/09)(από jesus, 10/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση, και καλά παρασυνθηματική, κάποιου που του έχει βγει το όνομα ότι τη μπαίζει συστηματικά, ή που τον έκαναν τσακωτό να τη μπαίζει. Ρετσινιά. Αποφύγετέ το.

Παράβαλε το μνημείο του slang.edu παίχτης, και θενξ στον θείο χότζα για την έμμεση ασσίστ.

- Ωπ! Να κι ο παίκτης! Στις πόσες το τερμάτισες χτες;

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη της κοινής νεοελληνικής, προστατική του ρήματος κάνω, που στα λευκαδίτικα (χωριάτικα και μπρανελίτικα) έχει το στάτους λέξης που δεν παίζει κάποιο συγκεκριμένο ρόλο στην πρόταση, πλην την επίταση του νοήματος, δίνοντας έναν τόνο αγανάκτησης.

Μπαίνει κατά κανόνα (αν όχι πάντα) στο τέλος της φράσης και σημαίνει κάτι σαν «επί τέλους», «πλέον» και τα συναφή.

Όταν συνειδητοποίησα ότι πρόκειται όντως για την προστακτική του κάνω, τρίπαρα άσχημα με το πώς διάολο μπορεί να έφτασε να χρησιμοποιείται έτσι αυτή η λέξη.

Για ηχητικά με παραδείγματα προφοράς βλέπε το δεν πάω πόντο.

- Έλα, κάνε, μας γκάστρωσες!
ή - Ε, ά στο δγιάλο κάνε...
ή - Τι θες, μωρέ, κάνε, πρωϊνιάτ'κο;
ή - Ε, μα, κλjείζ' τ' μπόρτα κάνε...κιο μας έκοψε!
(το λ προφέρεται με την άκρη της γλώσσας πίσω από τα πάνω δόντια, αλλά το πίσω μέρος δεν ακουμπάει στον ουρανίσκο, αλλά είναι προς τα κάτω. το αποτέλεσμα είναι ένα ιδιότυπα παχύ λάμδα. στην πόλη είναι πιο παχύ απ' τα χωριά.)

με μπολντ το πλέον κλασσικό λευκαδίτικο υπερμπινελίκι (όταν δεν πέφτουν άγ' σπ'ρ'δόν' και άγ' γεράσ'μ', και κυρίως παναγίες φανερωμένες), μάλλον το πιο ακραίο που μπορεί να πει η μάνα μου χωρίς ενοχές:
- Κόπ'κε το νερό πάλ'...
- Μπα γαμώτο κάνε...και πώς θα πλjύνω γω τα 'γγειά; (<αγγεία: τα πιάτα, τα σκεύη. το παίζω λίγο βίκαρ εδώ, αλλά πάντα φανταζόμουνα αυτή τη λέξη να ξεκινάει με «γγ». Έτσι κι αλλιώς, στον ενικό λέμε «το γγειό»)
- Ε, μό 'χε πει ο δήμαρχος ότ' θα τ'νε φκιάξ' τ'νjύδρευσ', (σταυροκοπούμενος) να, μά τ' μπαναΐα γαμώ τ' φανρωμέν'μ...
- Ε μωρέ ξεπατωμένο, πώς βλαστ'μάς έτσ';; Ε, και καλά π' στού πε, εσύ τονε πίστεψες;

(η απόστροφος παριστάνει ι που δεν προφέρεται, απλά μένει να γιωτίζει το σύμφωνο που προηγείται, αντίστοιχα με το ь στα ρώσσικα. στην προφορά της πόλης όλα τα σύμφωνα προφέρονται σκληρά και όταν ένα φωνήεν εκλείπει γιατί δεν τονίζεται [κατά το αξίωμα «φωνήεν που δεν τονίζεται δεν έχει λόγο ύπαρξης»], το προηγούμενο παραμένει σκληρό και κατ' αντιστοιχία θα βάζαμε ένα ъ αν θέλαμε να το τονίσουμε. πχ, στην πόλη θα λέγαμε «Ε, μό 'χε πει ο δήμαρχος οτθατνε φκιάξ τνύδρευσ» και με μια πιο ένρινη προφορά, αντί για αυτό του παραδείγματος. Το j είναι για το λευκαδίτικο νjι και λjι, που είναι διαφορετικό απ' τα πελοπονησιακά και τα κρητικά.)

και ένα παράδειγμα από το νέτι:
- Μπα, μαρή κοπέλα μ'. Δε μ' λες κάνε, τ' αρνί σας το σφάξατε;
- Μπαααα, θειά μ'. Καρτερώ το μπαρμπα-Χρήστο το Μένιο. Η αφεντιά του μας το σφάζ' ούλες τσι χρονιές. Είναι φίλος, βλέπ'ς, με το ν'κοκύρ' μου. Του δίνει και τη (μ)προβιά κάθε χρόνο!

κ ευχές με τίνγκα μπρανελίτικη προφορά, από μία πλήρως καλτ μορφή της λευκάδας (από jesus, 26/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και στα πάτρια εδάφη για να προσδιορίσει κάποιον ο οποίος ξέρει καλά την πόλη του, τα σωστά μέρη, ξέρει, εν γένει, να κυκλοφορήσει.

- Πστ, άσε, θα σας πάω στα καλύτερα.
- Τσου ρε λοκάλι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της λέξης codec, ενός πατς που έχει να κάνει με την αποκωδικοποίηση αρχείων βίδεο στους κομπιούτορες και καθιστά δυνατή την εκτέλεσή τους από τον πλέυερ.

Και επειδή, όπως λέει ένας ξάδερφός μου, γιατί εγώ απ' αυτά δεν ξέρω, όλη η κενωνία βλέπει τσόντες στα πισιά, ε, το λογοπαίγνιο είναι μπανάλ και εύκολο.

- Ξέρεις που να βρω τσόντεκ να δω το μικρό σπίτι στο λιβάδι που το κατέβασα σε ντιβέξ;
- Ψάξε στο κόντεκς τελεία τζηάρ.
- Ααααχχχ, Νέλλυ μου θα σε δω πάλι...να ξέρεις εγώ πάντα σε αγαπούσα, κι ας σε έλεγε η Λώρα καργιόλα όλη την ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προβληματικό αυτοκίνητο στην γλώσσα των αυτοκινητόκαβλων. Κλασικός αγγλισμός για την περιουσία που προέκυψε ακίνητη. Συντάσσεται συνήθως με το «βγαίνω».

- Γάμησέ με ρε μαλάκα, σε άκουσα και πήρα γιουντάι, ότι και καλά έχει πάρει τα σώβρακα απ' τους γιαπωνέζους στην αξιοπιστία και κάθε δευτέρα πάω και ανοίγω το συνεργείο ναούμ'. Μ' έκαψες.
- Τι σου φταίει η γιουντάι ρε κλάμπανε αν σου βγήκε λεμόνι το αμάξι. Συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες.

Λεμόνι (από poniroskylo, 12/11/09)1958 Ford Edsel - θεωρείται η μητέρα όλων των λεμονιών (από Vrastaman, 12/11/09)"μετά από αυτό το λήμμα, το μόνο που μου μένει είναι η αυτοκτονία", είπε το λεμόνι (από BuBis, 12/11/09)btw, από τις πιο πετυχημένες διαφημίσεις  (από anchelito, 14/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα προερχόμενο από το (σ)ουσιαστικό κανίβαλος, ανθρωποφάγος. Δεν ξέρω αν έπεσε ποτέ σε ορίγκιναλ φάση, σημαίνον, δηλαδή, τρώω άτομα του ιδίου είδους (για τον γράφοντα βοοειδή και αμνοερίφια καθ' ότι υβρίδιο) και το ψιλοαμφιβάλλω.

Μάλλον η χρήση του ξεκίνησε με τον τηλεκανιβαλισμό (παράβαλε και την επικά σουρεαλιστική καΐλα των ογδόνταζ «τηλεκανίβαλοι») και τα ρηάλιτυ σόουζ. Εκεί, άνθρωποι με ψυχολογικά ή και άλλα προβλήματα και, το βασικότερο, άγνοια του τι τους συμβαίνει πραγματικά γίνονται αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης από άτομα σαφώς πιο έξυπνα (με μια διεστραμμένη έννοια του όρου) και πολύ μεγαλύτερα ψυχολογικά προβλήματα (με τάσεις αυτοεπιβεβαίωσης σε βάρος αυτού που θεωρούν κατώτερο, και κυρίως χωρίς ηθικές αναστολές, καριερίστες, αυτοί που θες για γαμπρούς σου εν ολίγοις) με σκοπό την τηλεθέαση και τα γκαφρά.

Από εκεί επεκτείνεται στην (ημι)δημόσια διαπόμπευση κάποιου ο οποίος αποδεδειγμένα αδυνατεί να καταλάβει ότι τον δουλεύουν μέσα στη μάπα του, κυρίως αφήνοντάς τον να εκτίθεται και οδηγώντας τον στο να εκτίθεται όλο και περισσότερο.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της κατάστασης, σε σημείο μάλιστα πρόκλησής της, είναι η εθελούσια συμμετοχή του κανιβαλιζόμενου, ο οποίος λόγω άγνοιας ή λόγω μεγαλομανίας κατά κάποιον τρόπο (ο παππούς μου νομίζω έλεγε «να μην κλάνουμε παραπάνω απ' τον κώλο μας») βρίσκεται έξω απ' την κατηγορία του.

  1. - Είχανε φωνάξει, οι μαλάκες, το παιδάκι στο τραπέζι και το κανιβαλίζανε. Γελάγανε οι κάφροι με την αναπηρία του παιδιού...

  2. - Έχει διαβάσει μισό βιβλιο φιλοσοφία για αρχάριους, ο βλάκας, και μας το παίζει Σαρτρ. Έκατσε χτες μαζί μας και του ρίχναμε πενηντάρικα για να μας μιλάει για το παράδοξο του είναι με παραπομπές στο μανιφέστο για την τριακοστή τέταρτη θέση του Φόυερμπαχ. Σκατά τά 'χει κάνει στο κεφάλι του. Κλάσαμε στο γέλιο.
    - Ρε σκατοκανίβαλοι αφήστε το παιδάκι ήσυχο.

από κουφώματα κ όχι από τηλεκανίβαλους, αλλά το τελευταίο είναι τόσο επικό που δεν μπορούσα... (από jesus, 15/11/09)Αρκάς, Ξυπνάς μέσα μου το ζώο. (από patsis, 15/11/09)

Παράβαλε και το λήμμα πικπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από ειδικός σύνδεσμος κατέληξε να εισάγει ερώτηση, προσεχώς και κλητήρας. Αντικαθιστά το δηλαδή ή το γιατί σε μονολεκτικές ερωτήσεις που ζητούν επεξήγηση (όσον αφορά το σκοπό, τα αίτια) στα λεγόμενα του προηγούμενου. Καμιά σχέση με την καταγεγραμμένη σημασία της λέξης στα αρχαία (όπου σήμαινε κάτι σαν καθώς, επειδή, αν θυμάμαι καλά, αλλά μόνο σε καταφατικές προτάσεις) και νέα ελληνικά, δηλαδή. Άβυσσος.

Σε δεύτερο χρόνο, επεξετάθη στην ερώτηση «ότι τι;», στην οποία πάλι ζητούνται εξηγήσεις, αλλά διαπιστώνεται εκ προοιμίου το μάταιο της δικαιολογούμενης πράξης ή της δικαιολόγησης.

Η απάντηση δύναται να εισάγεται με το ότι, κατά το (ορίγκιναλυ λάθος) σχήμα « - γιατί; - γιατί...», αλλά όχι υποχρεωτικά.

Να σημειώσω εκ των υστέρων ότι το λήμμα αναφέρεται στο την έχω του Χότζα που έχει την κακή συνήθεια να γράφει κάτι σεντόνες που περιέχουν τα πάντα και μας χαλάνε την πιάτσα.

  1. - Θα τον γαμήσω τον πούστη!
    - Ότι;
    - Την έπεσε στην Ελένη.

  2. - Και τον ρωτάω και αρχίζει τα μπούρου μπούρου μαλακίες και τα παπαριές μανίτσα μου.
    - Ότι τι;
    - Ότι και καλά ήταν μεθυσμένος και γι αυτό της την έπεσε και ένα κάρο μαλακίες.

  3. - Μου ζητάνε της παναγιάς τα μάτια για να με πάρουνε...
    - Ότι;
    - Ξένες γλώσσες, κουμπιούτερ και δεγκζερωγώτι... καμένος από χέρι είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified