Λέγεται κατά την αποφώνηση εξαιρετικά απίθανης και άχρηστης πληροφορίας, την οποία το μυαλό των ακροατών είναι καταδικασμένο να συγκρατήσει μέχρι τέλους. Συνδέεται άμεσα με την κοινωνία του υπερπληθωρισμού της πληροφορίας και το γεγονός ότι ο εγκέφαλος του νεοέλληνα είναι εξαιρετικά πρόθυμος να αρχειοθετήσει άχρηστες πληροφορίες, τις οποίες και ανασύρει σε ανύποπτο χρόνο, και για ποικίλες χρήσεις (αστειατορισμός, εξυπνακισμός, τριχοφυΐα).
Η άχρηστη πληροφορία που παρατίθεται στο παράδειγμα με στοιχειώνει από την κηδεία της λέιντυ ντι.

(προηγείται νορμάλ συζήτηση, όταν κάποιος διακόπτει για να πει:)
- Το βρετανικό πρωτόκολλο απαιτεί όταν κηδεύονται γαλαζοαίματοι η πομπή να προχωράει με ρυθμό 50 βημάτων το λεπτό.
- Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας.

Άχρηστες πληροφορίες επί κυβέρνησης Σύριζα. (από Khan, 03/02/15)40 Τρόποι Να Δέσεις Την Πασμίνα Ή Το Μαντήλι Σου (από soulto, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Και για την ερώτηση των 50 χιλιάδων ευρώ θα παραμείνω στην κατηγορία οπτικά.
- Τα φιλιά μας στους όμορφους Αμπελόκηπους!
- Γυαλιά μπάρμπα είναι η ονομασία που έχουν δώσει οι μπλακ μπράδερς μικροπωλητές στα γυαλιά πρεσβυωπίας. Η χρήση της έχει, παρ' όλ' αυτά, γενικευτεί.
- Συγχαρητήρια, κερδίζετε μια τοστιέρα.

- Τι έγινε πατέρα; Καβατζάραμε τα 50 κι άρχισαν να μακραίνουν τα χέρια; Τιραμόλα μου εσύ!
- Τι λες ρε βλαμμένο, τα γράμματα είναι μικρά.
- Καλά, καλά. Γυαλιά μπάρμπα θες κι εσύ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντά με δύο τελείως ετερόκλητες σημασίες.
Πρώτον, για να δηλώσει ότι ο ντιτζέι στο μαγαζί είναι τόσο γιατομπούτσο, που άμα δεν πιεις, δεν την παλεύεις μία. Και δεύτερον, αντί του «θα τον πιούμε», δηλαδή όταν βιώνεται το χρονικό ενός προαναγγελλόμενου πέοντα.

Αποτελεί εμφανή παραποίηση ονόματος γνωστού διατρίψαντος περί την καλλιτεγνείαν, του οποίου θα διατηρήσουμε την ανωνυμία.

  1. - Γιατί τραβιόμαστε σ' αυτό το σκατόκλαμπο κάθε φορά με τον ντιτζέι πιέστο, δεν μπορώ να το καταλάβω. Πιάσε μια γύρα σφηνάκια, κολλητέ.

  2. - Αύριο παίζουμε με το Ξανθό Γένος.
    - Καλά, ντιτζέι πιέστο. Κερνάει καπότες ο Πούτιν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτηνή απομίμηση του αναψυκτικού που σπονσοράρει τον άη-Βασίλη και τα σχετικά παιδικά όνειρα. Η συγγένεια των αναψυκτικών συνήθως περιορίζεται στο χρώμα, την ύπαρξη ανθρακικού, την υπερεπάρκεια ζάχαρης και την αδιαμφισβήτητη θρεπτική αξία.

- Έλα ρε βλάκα, πάρε την κόκα φόλα μπας και γλυτώσουμε κάνα φράγκο. Λες και θα καταλάβει κανείς τη διαφορά να πούμε. Σαββάτο πεθαίνεις, Κυριακή, Δευτέρα θα σε θάψουνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση συνώνυμη της «ξηγάω τ' όνειρο», με την κύρια σημασία αυτής, όπως τη διαμόρφωσε το έργο του Φρόυντ: πάμε για ένα γρήγορο εδώ δίπλα, χωρίς καν να περάσουμε από το στάδιο «μπίρι-μπίρι-τι ωραία μάτια που έχεις-δείπνο με κεριά-εκτιμώ πολύ τη μάνα σου-κττ».

- Τι μπουτάρες είν' αυτές μάνα μου, πάμε στους θάμνους να σου δείξω το ηλιοβασίλεμα;
- Α να χαθείς πρόστυχε!

Να σε πετύχει ο έχων το κτήμα, να σου κόψει τον κώλο πίσω από τον θάμνο του. Για να μην πω τίποτα πιο φοβιστικό. (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που δηλώνει σε ακραίο βαθμό την ταύτιση απόψεων ομιλούντος και χρήστη της φράσης, αναμεμιγμένη με άφατο θαυμασμό.

Απευθύνεται κατά κύριο λόγο μεταξύ ανδρών χωρίς διαβλεπόμενη παρεξήγηση προθέσεων και μπορεί να συνοδευτεί και από αντρίκιο εναγκαλισμό.

Εναλλακτικά, πέφτει και ως ατάκα απελπισμένου πεσίματος, αλλά μάλλον θα πρέπει να σταματήσει να χρησιμοποιείται έτσι.

Ο Γκρίσα Περελμάν μιλάει για τα μαθηματικά που του χάρισαν το βραβείο (μετάλλιο Fields το 2006) και τα φράγκα που αρνήθηκε:
- Και κάνεις σέρτζερυ στο μάνιφολντ, και κάνεις ρεζολούσιον στη σινγκιουλάριτυ και ορίζεις τη μετρική στο μηδέν-συν άπειρο, και...
- Σταμάτα να μιλάς και φίλα με!

Το άσμα της Πωλίνας μετά απο συνάντησή της με Πέρελμαν. (από vikar, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη παιδικής ηλικίας και πολύ περιορισμένης εμβέλειας. Απ' ό,τι φαίνεται, το φαινόμενο ενδημεί στη Λευκάδα, ενδεχομένως και στην πόλη της Λευκάδας και ούτε καν στα χωριά (ή μόνο σε κάποια από αυτά, τα κοντινά στην πόλη).
Η κατσίκα συνίσταται στο να πιάνεις το ποδήλατο από το τιμόνι και τη σέλα, να τρέχεις από δίπλα του σπρώχνοντάς το και, μόλις αυτό αποκτήσει μια ικανοποιητική ταχύτητα (δεν είπαμε να συναντήσει και τον Μιρ), να το αφήνεις να νιώσει ελεύθερο, διανύοντας την πιο μεγάλη δυνατή απόσταση.
Εξασκεί τις ηγετικές ικανότητες, την αίσθηση ανισορροπίας και τους διχίλιαρους και τριχίλιαρους μυς του μπαμπά. Εάν φτάσει να εξασκεί και τους δεκαχίλιαρους, πα να πει ότι το παραγάμησες, μπόμπιρα, όλα τα πράματα θέλουν και ένα μέτρο, και μάλλον θα βρέξει Παναγίες.

- Πώπω, μαλάκα μου, κοίτα κατσίκα που έκανε ο Γιαννάκης! Ακόμα πηγαίνει το προράιντερ!!!!
- Και γαμώ τις κατσίκες! Πάμε στα μπιλιάρδα του Κομπίτση να μας πει καμιά μαλακία να γελάσουμε;
- Φύγαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως φυσική συνέχεια του σκίσε με ναύτη ν' αλλάξω ράφτη (βλέπε και το διάλογο που ακολουθεί του λήμματος), παρουσιάζουμε το πουλί του ναύτη, το οποίο λαμβάνεται σε καταστάσεις μεγάλης ήττας, φόλας και άλλα τέτοια.

Είναι απορίας άξιον πώς είναι δυνατόν να συνυπάρχουν στην γλώσσα φράσεις όπως το «ε, καλέ, ναύτη» και η φήμη φλώρικης θητείας που έχει το ναυτικό, με ατάκες τέτοιου τύπου, όπου το πουλί του ναύτη επικρέμαται ως δαμόκλειος πέοντας πάνω από το κεφάλι του δύστυχου ηττηθέντος, χωρίς να δημιουργείται καμία σύγχυση.

Πόλεμος πάντων πατήρ, που έλεγε και ο Ηράκλειτος, ο Ησίοδος έξυσε το μούσι του, παιδί, πιάσε μια μουσακά ακόμα. Ας αποδεχτούμε τις αντιφάσεις των οποίων η νεοελληνική διάλεκτος βρίθει και ας τρέξουμε γυμνοί στα λιβάδια σαν τα χίπια.

- Έδωσα και κει βιογραφικό, και αλλού και παρ' αλλού. Μόνιμη απάντηση: «θα σας πάρουμε εμείς τηλέφωνο».
- Τι να πω ρε φίλε... Τόσα χρόνια σπουδές μπίζνες αντμινιστρέσιον στην Αγγλία, και να μην μπορείς να βρεις μια δουλειά της προκοπής...
- Άσε, θα μου κόψει και η οικογένεια την επιχορήγηση... Το πουλί του ναύτη θα πάρω. Μάλλον με βλέπω γκαρσόνι.

"ε καλέ ναύτη" (από jesus, 20/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορολογία που προέρχεται κατευθείαν από τους υπολογιστές. Στην ορίτζιναλ εκδοχή έχει να κάνει με την συσσώρευση δεδομένων από τον υπολογιστή, με σκοπό όταν ξεκινήσει η κυρίως διαδικασία (προβολή μέσου ή κάψιμο δωδ. πχ) να είναι εξασφαλισμένη η συνεχής και απρόσκοπτη ροή δεδομένων.

Στην καθημερινή γλώσσα έχει περάσει ως η απαραίτητη διαδικασία απραξίας που προηγείται μιας οποιασδήποτε κυρίως διαδικασίας. Από τη διαφορά φάσης ανάμεσα στην ανάθεση καθήκοντος και την εκτέλεσή του, μέχρι τον απελπιστικό χρόνο που χρειάζονται κάποια άτομα όταν ξυπνάνε το πρωΐ.

- Πάρε το μαλάκα τηλέφωνο νωρίς, γιατί αυτός θέλει τρεις ώρες να μπαφεριάσει πριν κουνήσει τον κώλο του. Δεν πρόκειται να φύγουμε ποτέ αν τον περιμένουμε να νιώσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί το στρινγκ και το τάνγκα να έχουν τόση σχέση όση ο Στίνγκ με τον Τράγκα, αλλά αμφότερα έχουν ακόμη μικρότερη με το περιοδόβρακο.
Βασικό του χαρακτηριστικό είναι ότι διαγράφεται βασανιστικά πάνω στα κολλητά παντελόνια και μέσα απ' τ' αέρινα φορέματα. Καλύπτει ό,τι θεωρείται από ιατρικής τε και εμπειρικής απόψεως κώλος φτάνοντας στις παρυφές του μπουτιού, και σκεπάζει τα κωλομάγουλα χωρίς να αφήνει αμφιβολίες.
Πλέον απαντάται συστηματικά μόνο σε μη μεσογειακούς λαούς (κεντρική ευρώπη κατά κύριο λόγο, ούναμουχαθείτε άκωλες) και στους μεσογειακούς εξαιρετικά σπάνια, και πάλι με αίσθημα ενοχής από την περιοδοβρακοφορούσα.
Εκτός και είναι φέτα, μπαζόλα και τα λοιπά συναφή επαγγέλματα από τη μία, ή του κατηχητικού από την άλλη. Αν είναι και τα δύο, μάλλον δεν έχει απασχολήσει ποτέ κανέναν τι εσώρουχο φοράει.

Μαλάκα, καλό κωλαράκι αυτή η Γερμανίδα. Πώς κι έτσι!
— Ναι ρε συ, αλλά αυτό το περιοδόβρακο είναι παπαροκτόνο σκέτο να πούμε...

(από ironick, 28/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified