Λέξη ίδιας κατηγορίας με το όπως και δήποτε, αλλά με συγκεκριμένη προέλευση. Νταξ, μη ρωτήσετε και από ποιο τεύχος Αστερίξ είναι, δεν κατέχω και τόοοοση άχρηστη πληροφορία...
- Θα πάρουμε κι άλλο ποτό;
- Χικ! Σωποδήποτε!!!
Λέξη ίδιας κατηγορίας με το όπως και δήποτε, αλλά με συγκεκριμένη προέλευση. Νταξ, μη ρωτήσετε και από ποιο τεύχος Αστερίξ είναι, δεν κατέχω και τόοοοση άχρηστη πληροφορία...
- Θα πάρουμε κι άλλο ποτό;
- Χικ! Σωποδήποτε!!!
Η λέξη στο πρωτότυπο εμφανίζεται ως farpaitement, αντί του parfaitement.
Got a better definition? Add it!
Το φέησμπουκ. Ίδιας κατηγορίας με το δωδ, το ψδ, το εσύ-σωλήνας. Αναγκαίος εξελληνισμός των λέξεων, για να μη νομίζουν οι βάρβαροι ότι έκαναν και κάτι στην τελική. Το γεια-πέντε απορρίπτεται ασυζητητί.
- Πέτυχα ένα νακιμού στο φατσοβιβλίο, το πήδηξα και ανέβασα και βιντεάκι στο εσύτσόντα.
- Εσύτσόντα;;;;
- Γιουπόρν.
- Γιου πορν;; Μπηκόουζ;!
Λέξεις σχετικές με το facebook: έχεις δει τη μούρη σου στο φέισμπουκ;, καραλάικ, λαϊκιστής, ξεκάνω φίλο, φατσοβιβλίο, φατσοτέφτερο, φέικμπουκ, φέις του φέισμπουκ, φεϊσμπουκάκι, φεϊσμπουκάρω, φεϊσμπουκάτος, φεϊσμπουκλού, φίλος στο φέισμπουκ, φουμπού.
Got a better definition? Add it!
Κατά τα πρότυπα του έτσι να κάνει ο κώλος σου!, ενστικτώδης αντίδραση όταν ακούγεται στην κατάλληλη πτώση (κυρίως κλητική) όνομα όπως Γιάννης, Φάνης κττ, έτσι ώστε να κάνει ρίμα με την έκφραση.
Συχνότατα προκαλείται στην συζήτηση, όταν παρίσταται κάποιος με το κατάλληλο όνομα ώστε να του θραυστούν οι όρχεις.
(Επακολουθεί βεντέτα.)
Got a better definition? Add it!
Μάλλον λευκαδίτικη λέξη της κατηγορίας μπουκέτο, κατακέφαλο και τα λοιπά συναφή.
Η διακριτότητα της έννοιας έγκειται στο ότι, όπως δηλοί και η θριαμβευτική λατινική ρίζα της λέξης, αποδίδει την ευχαρίστηση που αντλεί ο χορηγός του μπουκέτου, αλλά και την κατίσχυση έναντι του παραλήπτη.
Εν ολίγοις, όταν κάποιος φάει μπουκέτο μπορεί να αντιδράσει, αλλά όταν φάει τριομφίδι, μάλλον μετά, αφηγούμενος την κατάσταση, θα πει «μού 'δωσαν, μού 'δωσαν, αλλά έφαγα κι όλας...»
-...και μ' λέει «τ'ς γιαγιάς σ' το χάβαρο». Ε, και τ' σκάω ένα τριομφίδ' που είδε τον Άη-Σπ'ρίδωνα ανθρακωρύχο.
Παράρτημα προφοράς στο κάνε.
Got a better definition? Add it!
Γιαγιαδίστικη ατάκα που έχει περάσει στην αργκό.
Στην ορίτζιναλ εκδοχή, εξεστομίζετο υπό γραιός τινός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται προς τα εγγόνια αυτής μετά την τέλεσην πράξεως κοινώς χαρακτηριζομένης ως σκανταλιάς, ή και σανδαλιάς.
Εις την σύγχρονον εκδοχήν φτύνεται όταν κάποιος μας έχει πρήξει τα ούμπαλα, αλλά όχι ανεπανόρθωτα, καθώς, όπως φαίνεται και στο μουλτιμήντια που ακολουθεί, η φράσις μάλλον προξενεί τον πρόξενο στο προξενείο.
Και για να μην προξενηθούν παρανοήσεις, όπου πρόξενος, βάλε γέλωτας. Το προξενείο παραμένει ως έχει, για να μην χαλάσουν τα προξενιά.
- Μπλαμπλά γιούρο, μπλαμπλά Νικοπολίδης, σούξου-μούξου Ρεχάγκελ, μπούρου-μπούρου σιλικόνες, μπούρου-μπούρου τελείως στητά...
- (πιέσατε το κομβίον).
Got a better definition? Add it!
Η ακραία ξεφτίλα στο μπάσκετ στην αλάνα. Εκστομίζεται προσβλητικά όταν έχασε ο κολλητός μας στο μονό ή (σπανιότερα) η αντίπαλη ομάδα χωρίς να βάλει πόντο, χωρίς δηλαδή να σπάσει η παρθενιά.
Δεν γνωρίζω αν λεγόταν γενικά στην Ελλάδα ή αν εξακολουθεί να λέγεται, αλλά ήταν στάνταρ έκφραση στη Λευκάδα εδώ και καμιά δεκάρα χρόνια.
- Πάρε και το τελευταίο στη μάπα!! 11-0! Παρθένα σε πήρα!
- Αφού την πετάς και μπαίνει ρε κώλε... Ο Ντομινίκ Ουίλκινς ήταν σπίτι σου χτες;
- Άντε και γαμήσου ρε!! Πάμε ρεβάνς στα 16;
Got a better definition? Add it!
Το γνωστό και αγαπημένο χτυπητήρι, του οποίου η χρήση περιορίζεται στην παρασκευή. Τις υπόλοιπες μέρες έχει αργία. Χάχα, καλό ε;;;
– Πιάσε μία τη φραπογαλιέρα ρε, μπας και ανοίξει το μάτι μας ναούμ...
– Μωρ' εγώ να την πιάσω, αλλά είναι Τρίτη σήμερα.
Δες και μαλακιστήρι.
Got a better definition? Add it!
Το υπερχάιτέκ, υπερπανάκριβο και συνήθως υπεράχρηστο γκάτζετ.
Η ρίζα είναι από τη λέξη μπλιμπλίκι, που, όπως έχει επισημανθεί και σε έναν από τους ορισμούς, έχει γίνει όρος που συστεγάζει ό,τι το ηλεκτρονικό, με προσθήκη της κατάληξης -τρον που δίνει την αίσθηση τεν γήερς άφτερ τεχνολογίας (βλέπε Σύχνοτρον, Κύκλοτρον, Έσοπτρον και άλλα συναφή).
- Τι μπλιμπλίκιτρον είναι αυτό ρε θείο;;;
- Άσε μάστορα σου λέω, είναι ταυτόχρονα κινητό, τζιπιές, εφεφές, σέηκερ και επιταχυντής μποζονίων. Το αγοράζεις με τρεις χιλιαρίσκες από το Γερμανό και χρηματοδοτείς και τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τα μονοπώλια και τον Τσίπρα.
Got a better definition? Add it!
Κατ' επέκτασιν της έννοιας που παρουσιάζεται στον ήδη υπάρχοντα ορισμό και στο σχόλιο που τον ακολουθεί, μαρκούτσι είναι οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο δεν γνωρίζουμε ή δεν θέλουμε να κατονομάσουμε και το οποίο είναι απαραίτητα μακρόστενο.
Είναι άξιο μελέτης ότι ενώ η νεοελληνική είναι εξαιρετικά ασαφής γλώσσα σε σύγκριση, πχ, με τα γαλλικά, οι λέξεις τέτοιου τύπου αφθονούν, σε αντίθεση με τη γλώσσα αυτή, και εκφράζουν πιο συστηματοποιημένα τις διάφορες περιπτώσεις ακατονόμαστου αντικειμένου. Μάλλον έχει να κάνει με το ότι ξέρουμε να είμαστε σαφείς για τα πράγματα τα οποία δε γνωρίζουμε, αλλά βαριόμαστε να είμαστε σαφείς γι αυτά που (έχουμε την εντύπωση ότι) ο άλλος καταλαβαίνει χωρίς να καταβάλουμε προσπάθεια.
Έχω την εντύπωση ότι ένας εξαντλητικός κατάλογος των αντίστοιχων λέξεων στη γαλλική είναι chose, truc, bidule και machin, τα οποία χρησιμοποιούνται σχεδόν αδιακρίτως. Αντιθέτως, στα ελληνικά οι λέξεις μαρκούτσι, κέρατο, μαραφέτι, γκαρίτσαφλος, ματζαφλάρι, μαρτζαφλάρι, ή μαρτζαφλέρι, μαλακία, μπούμπιστρο, παπάρι, παπαράκι, παπάριτζερ, γκαβλιτσέκι, αρχίδι, αρχιδιά, πούτσα, πουπήγιο, μπλιμπλίκι, μπλιμπλίκιτρον, μπιχλιμπίδι, ματζούνι, μακρυνάρι, μπιρμπιτσόλι, κλαπατσίμπαλο, τα περιεκτικά ουσιαστικά τσουμπλέκια, τζάτζαλα-μάτζαλα, σέα-μέα, τσαμασίρια και μάλλον ακόμα πολλές άλλες, ταυτοποιούν πολύ καλύτερα το άγνωστο αντικείμενο και δίνουν ποικιλία στο λόγο.
Είναι εμφανές ότι πλειοψηφούν οι λέξεις με μια ασαφή υποτιμητική χροιά, οι οποίες τυγχάνει να είναι και οι κυρίως λέξεις πασπαρτού, που δεν αποδίδουν ιδιαίτερη ιδιότητα στο εν λόγω αντικείμενο.
Έχεις κάνα μαρκούτσι να σώσω το κέρατο που έπεσε στη χαραμάδα;
Got a better definition? Add it!
Επιστημονική μέθοδος διόρθωσης γραπτών κατοχυρωμένη από το Ελληνικό Πανεπιστήμιο.
Εργαστηριακές έρευνες έχουν αποδείξει ότι οι βοηθοί-μεταπτυχιακοί-διδακτορικοί φοιτητές διορθώνουν ασύγκριτα χειρότερα από τους καθηγητές. Καθώς, όμως, ο εχθρός του κακού είναι το χειρότερο, ο ανεμιστήρας έχει υποδειχθεί ως η χείριστη μέθοδος διόρθωσης, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι πρόκειται για το κάτω φράγμα αντικειμενικότητας.
Η καθεαυτού μέθοδος, ή τουλάστιχον το ντηκλάσσιφάιντ κομμάτι της, συνίσταται στο άπλωμα εν είδει τραχανά των γραπτών στο πάτωμα και την ακαριαία εκκίνηση του ανεμιστήρα. Τα γραπτά που μένουν στη θέση τους κόβονται, ενώ όσα μετακινούνται υπόκεινται σε μια αλεατορική κατανομή βαθμολογιών που υπερβαίνουν το πέντε (5).
Η ταχύτητα, που αποτελεί προφανές πλεονέκτημα της μεθόδου, δεν ανακλάται απαραίτητα στην αμεσότητα έκδοσης των αποτελεσμάτων, καθώς συνήθως τα γραπτά γίνονται αντικείμενο πειραματισμού για την εξέλιξη ή και την αντικατάστασή της.
Πάλι ανεμιστήρα διόρθωσε ο καργιόλης ρε πστ! Να διούμε πότε θα πάρουμε πτυχίο...
Got a better definition? Add it!