Υποτιμητική έκφραση που αναφέρεται σε πρόσωπο ή σε κατάσταση.
Το «μισό» δίνει υπερθετικό βαθμό.
- Είσαι ένα αρχίδι και μισό, ρε!
- Πήρες την αύξηση που ζήτησες;
- Πήρα ένα αρχίδι και μισό!
Υποτιμητική έκφραση που αναφέρεται σε πρόσωπο ή σε κατάσταση.
Το «μισό» δίνει υπερθετικό βαθμό.
- Είσαι ένα αρχίδι και μισό, ρε!
- Πήρες την αύξηση που ζήτησες;
- Πήρα ένα αρχίδι και μισό!
Got a better definition? Add it!
Θετικός χαρακτηρισμός ανδρός. Ο έχων μεγάλα αρχίδια.
Ο μάγκας, ο ικανός, αυτός που δεν κωλώνει, ο ατρόμητος, ο άφοβος.
- Αρχιδάτος ο αδερφός σου, πέρασε με την πρώτη στις εξετάσεις!
Got a better definition? Add it!
Έκφραση δυσαρέσκειας μετά από επιμονή του συνομιλητή. Σημαίνει: με κούρασες, με ζάλισες, με φόρτισες.
- Πότε θα πάμε να δούμε το φόρεμα που σου είπα;
- Μου έπρηξες τα αρχίδια με το φόρεμα, πήγαινε μόνη σου!
Για παρόμοιες εκφράσεις δες και μας τα ζάλισες.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση υποτιμητική, που συμπληρώνει συνήθως μιαν άλλη φράση.
Λογαριασμοί, δάνεια, έξοδα και το μουνί της Χάιδως.
Got a better definition? Add it!
Απειλητική έκφραση.
Θα σε φτιάξω εγώ, θα σε τακτοποιήσω, θα σου δείξω εγώ, θα σε περιποιηθώ.
- Θα σε κάνω μάγκα εγώ, να μάθεις άλλη φορά να πειράζεις τη γυναίκα μου!
Got a better definition? Add it!
(συνήθως συμπληρώνεται από την φράση: ... που δεν γίναμε ευζώνοι!)
Συναντάται και σκέτο ως: χέσε μέσα.
Έκφραση απογοήτευσης, συνήθως αναφέρεται σε μια δυσάρεστη κατάσταση, αδιέξοδο.
Συνώνυμο: βράσε ρύζι.
- Πως πάνε οι δουλειές στο μαγαζί; - Χέσε μέσα Πολυχρόνη...!
Got a better definition? Add it!
Έκφραση βαθιάς απογοήτευσης, αδιεξόδου. Το ρύζι υποδηλώνει ανέχεια, φτώχεια, κακομοιριά...
- Αν δεν κάτσεις να διαβάσεις στις εξετάσεις, βράσε ρύζι...
- Αν δεν μαζέψω τα λεφτά μέχρι την Πέμπτη, βράσε ρύζι...
Got a better definition? Add it!
Θα μου κάνει φασαρία, θα μου κάνει καυγά, θα μου το ζητήσει επίμονα, θα επιμείνει.
(πιθανότατα τούρκικης προέλευσης)
- Μην τον κανακεύεις τον μικρό, γιατί θα μου βγάλει μαγλατά να του πάρω καινούριο ποδήλατο.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση με την κλασική ξενόφερτη κατάληξη -εξ.
Δηλώνει αρνητική, μειωτική, αδιέξοδη κατάσταση.
- Η κατάσταση είναι πουτσέξ!
- Ο μισθός μου είναι πουτσέξ και χρειάζομαι επειγόντως δεύτερη δουλειά!
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητική έκφραση συνήθως για γυναίκες με μεγάλη περιφέρεια.
Παρομοίωση σχετική με τρακαρισμένα αυτοκίνητα που έχουν ξεχειλώσει οι λαμαρίνες...
- Όμορφη κοπέλα η Πηνελόπη! - Τι όμορφη και κουραφέξαλα, δεν βλέπεις ότι έχει πάρει λίγο στο σασί...
Got a better definition? Add it!