Θα μου κάνει φασαρία, θα μου κάνει καυγά, θα μου το ζητήσει επίμονα, θα επιμείνει.

(πιθανότατα τούρκικης προέλευσης)

- Μην τον κανακεύεις τον μικρό, γιατί θα μου βγάλει μαγλατά να του πάρω καινούριο ποδήλατο.

(από HardcoreGR, 20/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλητική έκφραση.

Θα σε φτιάξω εγώ, θα σε τακτοποιήσω, θα σου δείξω εγώ, θα σε περιποιηθώ.

- Θα σε κάνω μάγκα εγώ, να μάθεις άλλη φορά να πειράζεις τη γυναίκα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση υποτιμητική που απευθύνεται σε πρόσωπο που μόλις εισέρχεται στον χώρο που βρίσκεται ο ομιλών.

Σε μερικές περιπτώσεις αναφέρεται στην αργοπορία εκείνου που έρχεται...

- Καλησπέρα μάγκες!
- Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο. Τι ώρα είναι αυτή που ήρθες ρε;

Βλέπε και καυλώστονα!.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική έκφραση που δηλώνει τον παλιό φαντάρο, που κοντεύει να απολυθεί.

Ακόμα πιο επιτατική από την φράση παλαίουρας.

- Εγώ είμαι καραπαλαίουρας ρε, με τον Κολοκοτρώνη μαζί παρουσιαστήκαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του ρήματος αντιλαβού. Συνήθως ακολουθείται από ερωτηματικό. Πιθανότατα μπήκε στην καθομιλουμένη από τη φράση της Θείας Λειτουργίας: "Αντιλαβού, σώσον, ελέησον και διαφύλαξον ημάς, ο Θεός, τη ση χάριτι..."

  1. Καταλαβού μανδάμ;

  2. Καταλαβού ή να στο ξαναπώ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεαρός άβγαλτος, που γυρίζει μόνος ή με ομοϊδεάτες σε μέρη με κόσμο και κοιτάζει λιγωμένα τις όμορφες γυναίκες. Κατά κανόνα είναι δειλός και δεν εκδηλώνεται προς το άλλο φύλο. Χωρίς να ενοχλεί, πλην του αδιάκριτου βλέμματός του, χλευάζεται συνήθως από τους άλλους άνδρες.

- Δες τον καβλάμπουρα πως ξερογλείφεται για την Ποπίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παλιό καλό χιλιάρικο επί εποχής δραχμής.

Το προσωνύμιο οφειλόταν στο καφέ χρώμα του και η ανάγκη που επέβαλε τη χρήση υποκοριστικού ήταν το γεγονός ότι αποτελούσε τη βασική μονάδα μέτρησης τότε, ειδικά στις μεγάλες αγορές (κυρίως στις προ πεντοχίλιαρου και δεκαχίλιαρου εποχές).

Συνώνυμο: χήνα

- Με τρακόσια καφετιά δικό σου το αμαξάκι, άλλο σκόντο δεν σου κάνω...

(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολικά χαμηλοκώλα γυναίκα, που όταν κλάνει σηκώνει σκόνη!

- Δες ρε την κλανόσκονη που μ' έφτυσε δυο μέτρα άντρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Το χαρτονόμισμα των 5.000 δρχ, (πεντοχίλαρο) λόγω της απεικόνισης του ήρωα του 1821.

Στον πληθυντικό αντί για "κολοκοτρώνηδες" συνηθιζόταν η φράση "κολοκοτρωναίους"

Συνώνυμο: πετσετάκι

- Με πέντε κολοκοτρωναίους θα γίνει δικό σου το εξάρτημα!

(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολόκληρη έκφραση: Μου τά 'κανες κομπόστα

Συνώνυμο με το: μου τά 'πρηξες, με κούρασες

Απευθύνεται σε φορτικούς ανθρώπους, που μιλούν διαρκώς για το ίδιο θέμα...

- Κώστα, μου τά 'κανες κομπόστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified