Έκφραση για να δείξουμε ότι κάποιος λέει αρλούμπες και πίπες.
- Επιτέλους, φέτος είναι η πρώτη φορά που μπορούμε να πούμε ότι η Ολυμπιακάρα μας πήρε ένα πεντακάθαρο πρωτάθλημα!
- Αυτά έλεγε κι ο Ηρακλής και τον κάνανε τσιμέντο!!
Έκφραση για να δείξουμε ότι κάποιος λέει αρλούμπες και πίπες.
- Επιτέλους, φέτος είναι η πρώτη φορά που μπορούμε να πούμε ότι η Ολυμπιακάρα μας πήρε ένα πεντακάθαρο πρωτάθλημα!
- Αυτά έλεγε κι ο Ηρακλής και τον κάνανε τσιμέντο!!
Got a better definition? Add it!
Ο μπονιόνιος είναι ο σύγχρονος τέντυ-μπόι. Άτομο που σηκώνεται από το κρεβάτι στις 2:00 μμ και παίρνει τηλέφωνο τους άλλους μπονιόνηδες για να πάνε για καφέ ή μπιλιάρδο.
Κατά περίεργο τρόπο «μαγνητίζει τη σύγχρονη γυναίκα που όλως περιέργως -όσο περνάνε τα χρόνια- θέλει τον άνδρα κατοικίδιο (βλ. Πασχάλης).
Η εξωτερική του εμφάνιση είναι η τελευταία λέξη της πουστοφλωριάς.
Συνώνυμα: ανεπρόκοπος, κοπρόσκυλο, χαραμοφάης, μόνο να τρως και να χέζεις είσαι, κλπ.
- Έλα ρε Αγαμέμνονα, πού είσαι; Έχεις εξαφανιστεί τελείως.
- Πού νά 'μαι ρε συ Μένιο, από τη σχολή στη δουλειά και από δουλειά στη σχολή. Τα έχω δει όλα κολυώμενα...
- Καλά ρε θηρίο, πώς τα προλαβαίνεις όλα ρε συ; Καλά, μη μου πεις ότι παίζει και κάνα γκομενάκι γιατί θα φάω τη φρίκη της ζωής μου!
- Τι γκομενάκι και μπαρμπουτσαλιές μου λες ρε μαλάκα; Ακόμα και να ήθελα να έχω και γκόμενα, χλωμό. Καθότι ναούμ τώρα η κορασίδα δεν γουστάρει τον άνδρα που εργάζεται και μυρίζει ίδρωτα ναούμ. Άμα δεις τα καλύτερα μουνιά κάτι μπονιόνηδες που κυκλοφοράνε, θα πεις μα καλά, κοιμάται πάλι ο θεός και δεν βλέπει τι γίνεται στον κόσμο ναούμ...;
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χρησιμοποιούμε για να δείξουμε πως μία κατάσταση έχει γίνει μπουρδέλο και τριμπούρδελο. Σε μία τέτοια κατάσταση που είναι και επαναλαμβανόμενη, κολλάμε και τη λέξη πάλι.
- Ρε Μανωλιό, καλά ρε μαλάκα τεσσάρα χτες; Δεν έχω δει χειρότερο παιχνίδι της ΑΕΚ φέτος. Καφενείο ήτανε ρε!
- Άσε ρε μαλ, αφού δεν παίζανε πάλι οι μισοί και είχαμε κατέβει με τους φροντιστές. Άσε που μας έσφαξε και το κοράκι. Είχε κλείσει και ο θεός τα μάτια του... μπουρδέλοοο!!
- Τριμπούρδελο...
Got a better definition? Add it!
Ή ζαχαρένιος ή «καλά ρε μαλάκα από ζάχαρη είσαι;».
Επίθετο που χρησιμοποιήται κυρίως για άτομα χαμηλών αντοχών και τόνων.
- Μίμη, πού είναι ρε η γκόμενά σου σήμερα; Την έκλασες;
- Άσε ρε μαλ, αυτή με έκλασε ναουμ το πουτανίδιο! Ποιον, εμένα που στην περασά μου ξαπλώνουν οι γκόμενες κάτω σανιδωμένες ναουμ. Και με ποιόνα;; Με τον Ντιντή το μυζηθρένιο! Που εκεί που χέσανε οι μάγκες φύτρωσε αυτός ο μπονιόνιος...
- Μάγκα μου, δεν πουλάς πλέον. Πρέπει να το γυρίσεις στο μπονιόνικο για να πηδάς...
Got a better definition? Add it!
Η γκόμενα που με την πρώτη ματιά δείχνει καθώς πρέπει, αλλά στο background ξεσκίζεται ασύστολα με κάθε είδος μόριο ανεξαρτήτου μήκους και εθνικότητος.
- Ωραία γκόμενα αυτή ρε μάγκα μου, κόψε ρε περπατησιά, κόψε αξιοπρέπεια... ΚΥΡΙΑ ΡΕΕΕ!!
- Ποια μωρέ εφταμάλακα, αυτή είναι η πρώτη σταχτοπούτσα Αττικής και προαστείων. Καλά, ακόμα τα αγγουράκια από τη πρωινή σου μάσκα ομορφιάς έχεις στα μάτια σου και δεν βλέπεις μπροστά σου; Έεεε... νισάφι πια βρε παιδί μου...
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χρησιμοποιούμε για να δείξουμε ότι μια γυναίκα είναι αγάμητη, αραχνομούνα.
- Πω ρε μαλ, κοίτα πώς με κόβει το πουρί απέναντι ρε! Λέω να πάω να της μιλήσω.
- Ποια ρε μαλ ναούμ;
- Αυτή ρε η ξανθιά. Ωραία θείτσα ε;
- Ποια ρε, αυτή την ξέρω και πολύ καλά μάλιστα.
- Αλήθεια ρε; Είναι ελεύθερη; Πού μένει;
- Απηδήτου και Αγάμου γωνία, τρέξε μαλάκα θα σου κάτσει η θεία και θα βατέψεις απόψε!
- Τρέχωωω!!!!
Got a better definition? Add it!
Κρητική παροιμία που υποδηλώνει την κατρακύλα του ανδρικού μορίου κατά την έλευση του γήρατος.
(Από την ταινία «Μάντεψε τι κάνω τα βράδια-Ο ανοικτομάτης»)
- Εσένα παππού σου σηκώνεται ο κεντρικός διακόπτης;
- Σούζα τον έχω!
- Αχαχαχα... σηκώνει ψυγείο ε;
Βλ. και σχετικό (αντίθετο) λήμμα μαλλί βαμβάκι, ψωλή φαρμάκι
Got a better definition? Add it!
Τα νερά, οι μανούβρες. Κάθε τι που κάνουν οι άλλοι για να μας σπάσουν τα νεύρα.
- Μύρο, τι έγινε με το γκομενάκι το χτεσινό, το γάμησες;
- Άσε ρε μαλ, δεν έγινε τιποτα. Ήθελε καφέ, φαΐ, σινεμά και βόλτα στη φεγγαράδα, αλλά μόλις της είπα να πέσει και να παίρνει (πίπες), μου άρχισε τις τζιριτζάντζολες το καριολάκι...
Απαντάται (συνηθέστερα) και ως τζιριτζάντζουλες. Δες και κόνξες
Got a better definition? Add it!
Αυτός που προκαλεί το χλευασμό και την απαξίωση των άλλων, ο ρεζίλης.
Συνώνυμα: τσίρκο, τσόκαρο, μαϊμούνι, ξεφτιλισμένος, σκυλογαυγισμένος, ξεγιβεντισμένος, για τα πανηγύρια.
- Στείλαμε το πιο γαμάτο τραγούδι στη Γιουροβίζιον, αλλά οι υπόλοιποι ευρωΠΕΟΙ ψηφίσανε τα σούργελα... τι να πεις..
(Ο άλλος συνομιλητής σε μάγκικο ύφος)
- Έτσε.....
Got a better definition? Add it!
Γαμάω-πηδάω με μεγάλη διάρκεια.
Σύνθετη λέξη που αποτελείται απο τις λέξεις γαμάω (=συνουσιάζομαι) και πιλώθω (=σπρώχνω, στην Κρητική διάλεκτο).
- Μπάμπη, θα κατέβουμε Κοραή για καφέ;
- Ναι ρε συ ναούμ, παίρνω τηλέφωνο κι αυτόν τον μαλάκα τον Σωτήρη, αλλά τίποτα.
- Α,τον Σωτήρη... άσ' τον καλύτερα. Πέρασα από το σπίτι του το μεσημέρι και είχε εκεί τη Μαρία και τη γαμοπίλωθε...
- Κατάλαβα... το μουνί της θα έχει βγάλει τυρί γραβιέρα τώρα...
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!