Το κατεστραμμένο όχημα. Εμπνευσμένο από παλαιότερο και ατυχήσαν μονδέλλο της Ford. Έχει περιπέσει σε αχρηστία.

Λογοπαίγνιο με την ελληνική λέξη σκόρπιο, βεβαίως βεβαίως.

- Ο Θοδωρής έκανε ομορφιά transformers. Μπήκε στο στροφιλίκι με Uno Turbo και βγήκε με Ford Scorpio!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ντεμέκ, το παρα-δωσιακό, μια πιο σύγχρονη εκδοχή του φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

Τα τελευταία έτη, η αστακομακαρονάδα εφορέθη τα μάλα στους παράλιους χώρους μαζικής εστίασης, προσφερόμενη ως έδεσμα εξαιρετικό, δια υψιπέτες ουρανίσκους και άλλα χρωματιστά τοιούτα.

Πλην όμως η προέλευση της είναι σεμνή και ταπεινή. τα παλιά χρόνια όταν οι αλιείς έφερναν την ψαριά στη σκάλα, περίσσευε και κανένας τραυματισμένος αστακός, κανά πατημένο οστρακοειδές, τα οποία δεν τα αγόραζε ο έμπορας. Έπαιρνε λοιπόν ο ψαράς το περί ου στο σπίτι να τα ταΐσει την φαμελιά του, και μιας και ήταν και πολλά, κακοχρονονάχουνε, τα κολλητήρια, πλαισίωνε το έδεσμα με κάποια φτηνή πηγή υδατανθράκων, όπως είναι τα ζυμαρικά.

Χάρη στο δαιμόνιο της φυλής (όχι της οδού, της άλλης), κάποιοι ευφυείς συμπατριώτες μας είχαν την φαεινή ιδέα να ταΐσουν τους κατά κύριο λόγο Αθηνέζους πελάτες των με αυτό το ταπεινό πιάτο, δίκην καινοτομίας, έναντι ουδόλως ευκαταφρόνητου τιμήματος.

Mε τον καιρό, ο όρος αυτονομήθηκε και χρησιμοποιείται ως μια πιο chic μορφή παλαιότερων καθιερωμένων εκφράσεων.

- Και κοίτα, σε δίνει σταθερή απόδοση για τα 5 πρώτα χρόνια, τι λες;
- Δε ξέρω, μια φορά εμένανε με φαίνεται αστακομακαρονάδα η υπόθεση.

Απ\' το προσωπικό μου αστακοαρχείο (από Khan, 05/08/09)Εύκωλη αστακίνα με όλο το κρέας στην ουρά. (από Khan, 05/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκέης φίλος ενός ετεροφυλόφιλου. Άκακη προσφώνηση μεταξύ φίλων που σέβονται τις εκατέρωθεν προτιμήσεις των και έχουν και την απαραίτητη οικειότητα.

Παραλλαγή του κολλητός.

- Έλα πισωκολλητέ, που χάθηκες, έμπλεξες πάλι με κανένα μυστακοφόρο;
- Άσε θα σε πάρω αργότερα να σου πω! (πραγματικός διάλογος, το είχε δυνατά το κινητό ο πρώτος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εξαιρετικό, το εξαίσιο, το έξοχο.

Δεδομένου ότι αυτό το εξ-εξ-εξ είναι κάτι που συναντάται μόνο στον ιδεατό κόσμο του Πλάτωνος, ο ορισμός αμάν πωπώ χρησιμοποιείται κυρίως για να χαρακτηρίσει αυτό που κάτι τελικά δεν είναι.

- Τι έλεγε το μωρό εψές;
- Εντάξει δεν ήταν και αμάν πωπώ, αλλά για Δευτέρα βράδυ...
- Όπα ρε, κατούρα και λίγο

(από Khan, 30/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφατική επιβεβαίωση της επάρκειας χρόνου, ουχί μόνον δια την τέλεση της περί ης ο λόγος πράξης αλλά και δια την εμβόλιμη κατανάλωση του δημοφιλούς ροφήματος.

Ο εκφέρων συνήθως διαθέτει δύο οκάδες αυτοπεποίθηση και 500 μαγκιά καθώς και αρκετή άγνοια (ή και αδιαφορία) ως προς τον χρονοπρογραμματισμό (οπότε είναι συνήθως μαλάκας), ή εναλλακτικά ακολουθεί ένα διαφορετικό τρόπο ζωής (οπότε γίνεται σεβαστός, εάν δεν παίρνει και άλλους στο λαιμό του).

(Στο δρόμο προς το αεροδρόμιο)
Σταύρος: Ρε συ μήπως να πάρουμε ταξί, το 78 θα αργήσει!
Κώστας: Χαλάρωσε δικέ μου, και καφέ άμα λάχει.
...........
Σταύρος: Ρε συ Κώστα δεν θα προλάβουμε, έλα να πάρουμε ένα ταξάκι, να πάμε από περιφερειακό.
Κώστας: και καφεεεεέ....
.........
Σταύρος: Μαλάκα, σε 45 λεπτά πετάμε και είμαστε ακόμη στην Αιγαίου!
Κώστας: και καφέ είπαμε...
...........
Κώστας: Ρε μαλάκα, δεν παίρνεις το δικό σου που δουλεύει στην SWISS μήπως μπορεί να μας κάνει check-in στην απ΄όξω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγορά προϊόντος ή υπηρεσίας άνευ αποδείξεως, στην μαύρη.

Δεδομένου ότι το παιδικό εισιτήριο κτλ. στοιχίζει λιγότερο από αυτό του ενήλικα, ο ζητών «παιδικό» όντας μαντράχαλος και, απουσία πλησίου νήπιου, αιτείται εμμέσως πλην σαφώς ανορθοδόξου εκπτώσεως.

Η χρήση του όρου βέβαια είναι συνηθέστερη, εκεί όπου δεν υφίσταται «παιδικό».

(οδηγός, αφιχθείς παρά τω σταθμώ διοδίων):

- Ένα παιδικό παρακαλώ!

το παράδειγμα τελειώνει εδώ, διότι εάν ο ταμίας κατάλαβε, τσεπώνει τα ψιλά (π.χ. 50% του ποσού) και δεν μιλάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευθυτενής, καλλίπυγος και εύκνημος νεανίς, όπου limes b/h=0.

Πώπω, ένα παιδί αλφάδι!

Σύμφωνα με τον συγγραφέα (βλ. σχόλια): «b=πλάτος, h=ύψος, για τα υπόλοιπα στα βιβλία της Γ Μορμολυκείου. Η σχέση πλάτους/ύψους τείνει στο μηδέν γιατί γίνονται όλο πιο στενοκάπουλα και όλο και πιο ψηλά τα αναθεματισμένα!».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καφενείο και γενικά χώρος υγειονομικού ενδιαφέροντος όπου η τιμή των προσφερόμενων δεν συνάδει με την ποιότητα αυτών.

Συναντάται σε αεροδρόμια, σταθμούς, πορθμεία, πλατφόρμες αντλήσεως πετρελαίου και πέριξ της Πλατείας Αχρηστοτέλους.

Λεξιπλασία από τα συμπαθέστατα Starbucks και το ελληνικότατο ρήμα αρπάζω.

- € 3,5 ευρώ ο ελληνικός ο νεροζούμι από την εσπρεσίερα, πάνε καλά;
- Γάμησε τα, Starpax Cafe!
- Στάρπαξ΄ κ’ ίφυγε και δεν πήρς χαμπάρ΄!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτελώ την πρώτη στεκιά στο αμερικάνικο μπιλιάρδο, με σκοπό την διάσπαση του σχηματισμού των σφαιρών και τον διασκορπισμό αυτών επί της επιφάνειας του παιγνίου με απώτερο σκοπό την βύθιση τουλάστιχον μιας εξ αυτών.

- Ποιος σπάει;
- Ο Νίκος.
- Τρελός είσαι ρε, άσε να σπάσει κάνας άλλος, αυτός δεν χάνει στεκιά άμα αρχίσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βραχύσωμη, πλην ελκυστική νεανίς. Εκ του ιταλικού a basso, δηλαδή χαμηλά και του ιστιοπλοϊκού όρου μούδα.

Η προειδοποίηση «a basso μούδα» δηλοί ότι η μούδα είναι στα χαμηλά της και «προσέξτε τα κεφάλια σας, βασιβουζούκοι», όπως θα έλεγε και ο Κάπταιν Χάντοκ.

Η αμπασομούδα λοιπόν είναι εκείνη η νεανίς που είναι τόσο βραχύσωμη που δεν κινδυνεύει από την μούδα, ακόμα και όταν αυτή είναι a basso, πλην όμως είναι και ελκυστική αλλιώς δεν θα ασχολούμεθα.

Ασσίστ ο κ. batcic

— Ώρα δέκα, αμπασομούδα!
— Ωωωω!

Σύγκρινε με κοντοπούτανο, πινεζοπούτανο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified