Φιλόμουσος τρόπος εμπέδωσης της ιεραρχίας και των συνεπειών αυτής.

Το θυμήθηκα διαβάζοντας το εμπνευσμένο λήμμα άντε μη ρίξω το τζόκεϋ και έχουμε νεκρούς στο Σαν Φρανσίσκο.

Κατά τους παλαιοτέρους χρόνους, όταν η θητεία στον ένδοξο ΕΣ διαρκούσε κάτι γεωλογικές περιόδους, οι λέουρες, απωλέσαντες την αίσθηση του χρόνου εσημείωναν στο εσωτερικό (μην φάμε και καμία καμπάνα τώρα στα γεράματα) γείσο του πηληκίου των, τω tipp-ex, τον αριθμό των παρελθόντων μηνών.

Πέρα

- Τι, πάλι εγώ τέταρτο;
- Έος, πιανάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παλαιού τύπου πηλήκιο του ΕΣ, προφανώς λόγω της ομοιότητας με το κάλυμμα κεφαλής των 3 ανιψιών του Ντόναλντ.

Συλλεκτική αξία έχουν πλέον, ιδιαιτέρα τα παλαιότερα αυτών σε φαιοπράσινο χρώμα, φέροντα αποσπώμενο μεταλλικό εθνόσημο. Χαρακτηρίζουν τους πανάρχαιους.

Νεότερα με επίραμμα ή (θεός φυλάξει) παραλλαγή, χαρακτηρίζουν τους νέοπες.

Συνώνυμο:
αβγό, αυγό

  1. Τι κάνεις ρε νέος, βγάλε το χιούη-λούη-ντιούη και βάλε κράνος, ξες ποιος είναι απόψε επόπτης;

  2. - Τι χιούη-λούη-ντιούη είναι αυτό; Πού το βρήκες;
    - Στους τάφους της Βεργίνας, όταν παρουσιάστηκα! Κοίτα τη δουλειά σου ρε!

(από Sasa, 11/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έλα τώρα που δεν ξέρετε...

Μόνο ένα πουλί κατεβάζει γάλα!

- Αχ, έλα στον οντά μου βρε Μυρτώ μου, να σε ποτίζω ολημερίς και του πουλιού το γάλα!
- Αχ κύριε Βίκτωρα, είστε τόσο γαλα-ντόμος!

όλα γίνονται! (από BuBis, 21/05/09)Tesco και του πουλιού του γάλα, -logo fail. (από Khan, 27/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O άνευ ενδιαφέροντος και τεκταινόμενων τόπος (υποκειμένικά, έτσι;), όπου ακόμη και η αλώπηξ και ο γλαυκίσκος, χαρακτηριστικοί και επίμονοι νυκτόβιοι θηρευτές, ελλείψει εναλλακτικών, άγουσιν προς τούφα.

Αντλεί από την λαϊκή μας παράδοση και διατίθεται σε 15-σύλλαβο.

- Εγώ, κύριοι, για το καλοκαιράκι σας αφήνω γεια, Κηπουριό Γρεβενών και κάντε τα κουμάντα σας! - Τι λες ρε ανώμαλε, εκεί που λέει η αλεπού στον γκιώνη καληνύχτα;
- Έτσι, έτσι, εσείς να πάτε στην Καλλιθέα να πήξει η μούνα σας! Λέμμινγκς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι απόλυτες εσχατιές, εκεί που χωρίζουν τα οικόπεδα του Αληθινού Θεού από του αλλουνούνα!

Τελευταίως και η πλατεία Ομονοίας.

- Κυκλαμίνων 506, στους Νέους Επιβάτες παρακαλώ!
- Τι λες βρε παιδί μου, τέρμα Θεού, αρχές Αλλάχ! Να σε πω, να αφήσουμε και το παλληκάρι Μενεμένη που βολεύει;

Got a better definition? Add it!

Published

Επαναφέρω μετά την υπερστροφή.

- Δώσε, δώσε, τσίμπα, τσίμπα λίγο, ίσιωσε, ίσιωσε, ανάποδο!

(ΓΚΡΑΟΥΚΑΠΑΚ!!!!!)

- Ε, ντιπ τραγί είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπλέκω απειροελάχιστα.

- Το στήνεις ωραία στη στροφή, τσιμπάς λίγο χειρόφρενο, στρώνεις με ανάποδο και τους γεμίζεις σκόνη.

- Κοίτα, εμείς βγαίναμε με Cooper, όλη η υπόθεση λοιπόν ήταν να μην πέσουν οι στροφές, οπότε δούλευες μύτη-φτέρνα, δηλαδή με την φτέρνα κρατούσες το γκάζι ψηλά και με την μύτη τσιμπούσες το φρένο...
- Δηλαδή τούρμπο δεν είχατε τότε, θείο;
- Ασταδιάλα, κάθομαι και σου μιλάω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεισφέρω τον οβολό μου μοιρολατρικά στον ναό της αρεσκείας μου και λαμβάνω την άγουσα.

Τη παρόδω του χρόνου μπορεί να ανακυρηχθώ και μέγας χορηγός της ναοδομίας (κοινώς, «εγώ τα 'χω κτίσει).

Όπως κάθε καλός χριστιανός εναποθέτει τις ελπίδες του σε ανώτερες δυνάμεις, επικυρώνοντας το αίτημα του δια της επί χρήμασι αφής κηρίου, έτσι και ο καλός τζογαδόρος δεν θεωρεί τον αποχωρισμό από τα χρήματα του παρά μια νομοτελειάκη πράξη στα πλαίσια της λατρείας του.

- Πάμε και στο τραπέζι του μπλακ-τζακ να δούμε τι παίζει;
- Αδελφέ εγώ το κεράκι μου το άναψα, θα την κάνω.
- Έλα ρε ξενέρα, 10 λεπτά θα κάτσουμε και θα φύγουμε...
- Το άλλο, με τον Τοτό, το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φουλ στην πόκα, ήτοι τριάδα και ζεύγος.

Όπως το κουστούμι είναι συνδυασμός παντελόνι-σακάκι, έτσι και το φουλ!

– Τι έχεις;
3 ρηγάδες, εσύ;
– Ένα κοστουμάκι, δεκάρια με βαλέδες...
Καλοντυμένος ο νέος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά ο μίσχος, το ξερό κλαδάκι που χρησιμοποιείται κυρίως ως προσάναμμα, ενίοτε και προς χαρχάλεμα.

Μεταφορικά έχει τις σημασίες:

Α. ισχνός, αδύνατος, διά προφανείς λόγους.

Β. οξυδερκής, εύστροφος, λόγω της χρήσης του ως προσανάμματος και της ιδιότητας του να «αρπάζει» άμεσα. Βλέπε και σπίρτο.

  1. Αιιι, φάε μπρε συφοριασμένο, τσάκνο έγινες!

  2. - Νογάει πράμα;
    - Ιιιιι, τσάκνο σ' λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified