Η μλαρογκυλσιά ή μουλαρογκυλσιά ή, σε πιο λόγια εκδοχή μουλαροκυλισιά, είναι μονάδα μέτρησης επιφάνειας που ισούται με το εμβαδόν που καταλαμβάνει ένας ημίονος όταν κυλίεται στο έδαφος.

Προς αποφυγή διαφωνιών για το ακριβές μέγεθος της, η μία πρότυπη μλαρογκυλσιά φυλάσσεται στο Μουσείο Μέτρων και Σταθμών, στο Λούβρο.

  1. Καλά, δίνει για ενοικίαση ένα μαγαζί δυο μλαρογκυλσιές όλο κι όλο και ζητάει 600 γιούρια; Τρελός παππάς τον βάφτισε!

  2. (στο δικαστήριο)
    - Κύριε Πρόεδρε, όπως μπορούν να βεβαιώσουν και οι μάρτυρες, η οριογραμμή του οικοπέδου του πελάτη μου έχει κακόβουλα αλλοιωθεί με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση μέρους της ιδιοκτησίας μας από τον εναγόμενο - Δηλαδή, κ. συνήγορε, πόσο θεωρείτε ότι ζημιωθήκατε;
    - Ίσα με δώδεκα μλαρογκυλσιές, κ. Πρόεδρε.

το πιο καλά φυλασσόμενο μέτρο μετά το slang-o-meter (από xalikoutis, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούτσος, όπως προφέρονταν από τους κλεφταρματωλούς στα ηρωικά χρόνια της Ελ επανάστασης. Το λήμμα αυτό το συναντάμε πολύ συχνά στην ιστοριογραφία της εποχής και ιδίως σε αποσπάσματα ομιλιών των πρωταγωνιστών της Επανάστασης. Για παράδειγμα, ο Γ. Καραϊσκάκης, γνωστός για την αθυροστομία του, φέρεται να έχει πει «... η μάνα μου ... θα έχει φάει ίσαμε χίλιους μπούτζους.» Επίσης, στα νεώτερα χρόνια, σώζεται η αναφορά του υπαστυνόμου Κιλκίς Ι. Πετράκη με ημερομηνία 4 Απριλίου 1927:

«Λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της σελήνης παρά την λίμνην της Δοϊράνης, εωράκαμεν τους ληστάς. Κράζων δε προς αυτούς «Σταθείτε, ρε πούστηδες, γαμώ το κέρατό σας» και αυτών απαντησάντων «Κλάσε μας τον μπούτζον», ούτοι απέδρασαν.»

- Στρατηγέ Μακρυγιάννη, ο Κιουτάγιας έστειλε γραφή να παραδοθούμε, 'τι θα φέρει κι άλλο ασκέρι να μας πάρει την πλάτη και τότες είμαστε χαμένοι.
- Θα μας κλάσει τον μπούτζον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτέθηκα σε συνθήκες πολικού ψύχους. Σε τέτοιες καταστάσεις, πραγματοποιείται σύσπαση των μασητήρων μυών και σύγκλειση του οδοντικού φραγμού, κάτι που σε όλους μας αναδύει συνειρμικά τον μύχιο, αρχέτυπο φόβο του ευνουχισμού δια δαγκώματος της βαλάνου κατά τη διάρκεια της πεολειχίας.

Πάλι 2-4 με έβαλε σκοπέτο ο κοντοπούτανος και παίζανε κλακέτες τα σαγόνια μου απ΄το κρύο. Μιλάμε, δάγκωσα το καβλί μου.

(από iwn, 01/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το σλάνγκ και ρούκι, ο νεοφώτιστος σλανγκίστας που εντυπωσιάζει γιατί αν και νέωπας ανεβάζει όχι λημματολάσπη αλλά καρασπέκ λήμματα, κάτι που τον οδηγεί γρήγορα ανάμεσα στις υψηλές θέσεις της κατάταξης. Kάτι ανάλογο με έναν rookie, νεοεμφανιζόμενο δηλαδή παίκτη που εντυπωσιάζει στα trials του ΝΒΑ. Το ζητούμενο και στις δυο περιπτώσεις είναι η διάρκεια (sic).

- Πολύ σλαγκορούκι αυτός ο dokimos. Με το που μπήκε χτύπησε κορυφή, αλλά χαλάλι του γιατί το παληκάρι σολάρει.
- Ποιός δόκιμος;
- Ο πούτσος μου ο κόκκινος! Πόσες μέρες έχεις να μπεις στο σλάνγκ, ρε πάπαρμαν;

Santiago Solari (από allivegp, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κάνω όλα μόνος μου, δίνω τα ρέστα μου, σηκώνω την ομάδα στις πλάτες μου, ζωγραφίζω, κάνω παπάδες, είμαι μια ορχήστρα μόνος μου. Ενίοτε από ανάγκη γιατί κανείς συμπαίκτης μου δεν τραβάει (όλοι τρομπάρουν) και ενίοτε γιατί είμαι μερακλωμένος και γουστάρω. Σημειωτέον, όταν ο παίχτης σολάρει, όλοι κάθονται ανάμερα άουτ οφ ρισπέκτ και ενίοτε τον σιγοντάρουν χτυπώντας παλαμάκια. Α, τώρα που είπα παλαμάκια, ο πραγματικός σολίστας-μόρτης δεν τα σηκώνει γιατί -και καλά- νιώθει ότι τον μετατρέπουν σε σπετάκολο-περφόρμερ, ενώ αυτός την ώρα του σολάζ κάνει κατάθεση ψυχής.

  1. - Ευτυχώς που έχουμε τον καραφλό να σολάρει από τα δεξιά και ας είναι στα τριανταφεύγα του. Μεγάλη παιχτούρα σου λέω - αν είχε και κεφάλι θα έπαιζε στη Ρεάλ.
    - Σιγά το πάγκρεας που ξεθαρρεύτηκε με το τσικό που έχει απέναντι του. Αν ρίξουν πάνω του τον Σολάρι, θα πάψει να σολάρει.

  2. (σε μάθημα σολφέζ)
    - Όταν εγώ στο πιάνο, εσύ σολάρεις. Δυο, τρία, πάμε!

solaris (από allivegp, 15/05/09)Mount Solaro, Capri, Italy (από allivegp, 15/05/09)Santiago Solari (από allivegp, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτική περιγραφή για κάποιον που την έχει δει και καλά και θέλει να μας πουλήσει υφάκι («πού πας ορέ Καραμήτρο») ενώ στην ουσία πρόκειται για έναν παρακατιανέουρα μπαδεαμέα του γλυκού νερού που όσο και να φτιαχτεί θα μείνει κάγκουρας. Συνώνυμο του «Μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση», δηλώνει ότι κατέχουμε το εν λόγω θρασύ ατομάκι σαν κάλπικη δεκάρα, και όσο και να κουνηθεί, δε φτουράει σε τα μας.

Καλά, μιλάμε, το θυμάσαι το χθεσινό τσουτσέκι για ΑΜίτη που μας τα έκανε τσουρέκια στην Πύλη μέχρι να μας αφήσει να βγούμε; Τον είδα στο κλάμπι εξοδούχο, γυαλί μαλλί και παντελόνι Lee, αλλά τί να λέει - χόρευε κάτι σαν μεταξύ προσοχής και ημιανάπαυσης και δε σταύρωσε όλο το βράδυ ούτε θηλυκή αγελάδα. Κηδεία σκέτη.

Δες και το μαλλί, γυαλί και παντελόνι Lee

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει την απόχρωση του αυτοκινήτου (συνήθως τόνοι του γκρι, ασημί ή ποντικί) που έχει την ικανότητα να μη προδίδει τη σκόνη και την απλυσιά που χαρακτηρίζει (όχι μόνο τον κάτοχο αλλά και) το όχημα.

- Να ρε συ, έχω τα γιούρια για την πρώτη δόση μετά από 60 μήνες, διάλεξα και το μοντέλο, αλλά κωλύομαι στο χρώμα.
- Για να το σβαρνάς στα χωράφια δεν το θέλεις; Κοίταξε το χρώμα να σκων' σκον'.

σκων΄σκον΄ (από allivegp, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγω της ασαφούς, διττής σημασίας της, η μονοσύλλαβη αυτή λέξη αποβαίνει σε κρας τεστ που προδίδει την αλλοδαπή προέλευση υποψηφίων μπαργούμαν, ενώ η ορθή χρήση της αποτελεί την κορωνίδα της σωστής εκμάθησης των Ελληνικών από έναν αλλοδαπό.

Επί της ουσίας, προέρχεται από το αρχαίο επιφώνημα [βá] (μπά; το ξέρατε;) και δηλώνει έκπληξη, απορία.

Ωστόσο, κι εδώ το παιχνίδι σκληραίνει, το λήμμα χρησιμοποιείται ειρωνικά και ως αποφατικό μόριο.

Για να μη προσθέσω και μια τρίτη σημασία, όπου το λήμμα δεν σημαίνει τίποτε και απλά μπορεί να παραλειφθεί.

  1. (ως επιφώνημα απορίας)
    - Ρε μαλ, ο Λιακό έβγαλε νέο βιβλίο, «Τα μυστικά όπλα των Ανουνάκι», του Σάιμον Πούστερμαν
    - Μπα; Μία εκπομπή έχασα κι ανέβασε καινούριο πακέτο;

  2. (ως αποφατικό μόριο)
    - Απόψε γαμάμε, έρχεσαι;
    - Τί παίζει ρε μαλακομπούκωμα; - Θα βγω μπλάιντ με δυο τύπισσες που έβγαλα χθες στο savourogamis.gr
    - Kαι το όνομα αυτών;
    - Δέσπω και Χάιδω
    - Μπα, δώσε άκυρο. Μπαζοκατάσταση μου μυρίζει.

  3. (ως τίποτε)
    - Μπα που να σου τζάσει το παγκλό και να σουροματίσεις γούρλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τάπωμα σε έναν Σάββα που μας τα σπάει. Ενίοτε μπορεί και να μην ονομάζεται Σάββας, αλλά αν του κοζάρουμε το στιχάκι και δεν είναι μόγγολο, θα το πιάσει το υπονοούμενο.

(επί του PC)
- Βγες λίγο για να μπω
- Όχι τώρα, στέλνω μέιλ
- Έκανα εγγραφή στο tsiboukitube με το nick Savvas
- (με απειλητικό ύφος) Σάββα...
- Bγες... βγες να μπω σε λέω - Σάββα, τ΄αρχίδια μου τράβα. Σάββα!

Δες επίσης και Τα παπάρια μου τράβα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' αναλογίαν με το άγγιγμα του Μίδα, του μυθικού βασιλιά που ό,τι έπιανε γινόταν χρυσός, όποιος έχει το άγγιγμα του Θερμίδα, ό,τι αγγίζει μετατρέπεται σε πάχος.

- Δες το λίπος, ρε συ. Άραγε όταν περνάει στο επόμενο τονάζ, το δηλώνει και στο Υπουργείο Μεταφορών;
- Μη χλευάζεις, ρε συ. Τί φταίει αυτή που έχει το άγγιγμα του Θερμίδα επειδή όταν γεννήθηκε οι πλανήτες της έπαιζαν μαλακία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified