Φράση που τη χρησιμοποιούμε στο τέλος μιας πρότασης (ή νοηματικής παραγράφου), όταν θέλουμε να εκδηλώσουμε την έντονη αμφισβήτηση ή αποδοκιμασία μας σε πράξεις, προθέσεις ή λεγόμενα άλλων.

Συνήθως προηγείται αυτολεξεί επανάληψη της φράσης την οποία αποδοκιμάζουμε.

Πρόκειται για μεταφορά στον ελληνικό προφορικό λόγο της αμερικλανιάς «my ass!»

  1. (από εξομολογήσεις μιας Λάουρας)
    -«Είμαι ελεύθερος», ορκιζόταν πριν τα φτιάξουμε. «Ελεύθερος» ο κώλος μου! Είχε γυναίκα, πεθερά και 4 παιδιά, όλοι στο ίδιο σπίτι.

  2. (σχολιασμός λαθραναγνώστη κρεμασμένων στο περίπτερο εφημερίδων)
    - «Άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων» ο κώλος μου! Ήμουνα νιος και γέρασα διαβάζοντας ότι ανοίγουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζόρικη λεξούλα, λόγια, κυριλέ ή τουλάχιστο mainstream για πολλούς, που –φυσικά– σημαίνει τον υπερθετικό βαθμό/κορυφή (summit)/επιτομή του φαύλου, διεφθαρμένου, ανήθικου, αχρείου ανθρώπου. Η βρώμικη δουλειά γίνεται με το τρυκ της επανάληψης της λέξης φαύλος, με τη μεσολάβηση του τοπικού επιρρήματος «επί», δηλαδή φαύλος επί φαύλου ==> φαυλότητας το ανάγνωσμα πρόσχωμεν.

Το έτυμον του φαύλος ανάγεται στο <αρχ. φαύλος < *φλαύλος, συγγ. του φλύω (= φλυαρώ).

Σας ασπάζομαι,
Ο θείος Φαύλος

Χα! Θα βάλει τάξη στο ΙΚΑ ο Διοικητής του! Ποιός; Ο για χρόνια φαυλεπίφαυλος που εμφανίζεται τώρα τιμητής της χρηστής διοίκησης! Πλάκα με κάνεις ρε καρντάσι; Ούσουτου, το αρχιλαμόγιο.

(Μωχάμετ Ρεζά Παχλεβί - Σάκης του Ιράν 1941/1979): Παχλεβίπαχλος...  (από HODJAS, 04/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται στην ποδοσφαιρική αργκό ο παίχτης που στερείται τεχνικής κατάρτισης, ο αούγκανος ή ζούγκλος της ομάδας. Ενθουσιώδης πλην άμπαλος, αντί να κοντρολάρει ομαλά τη μπάλα με το coup de pied, χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό το καλάμι του, δηλ. την κνήμη, το δεύτερο μαζί με το βραχιόνιο σε μήκος οστούν του ανθρωπίνου σώματος που υπολείπεται μόνο του μηριαίου και που στην πρόσθια επιφάνεια του βρίσκεται αμέσως κάτωθεν του δέρματος ==> άρα σκληρή, ανένδοτη επιφάνεια ==> ελαστική κρούση της μπάλας ==> γκελάρισμα και απώλεια του ελέγχου της τελευταίας.

Οι καλαμοκοντρόλερς προκαλούν τη θυμηδία της εξέδρας σε κάθε τους ενέργεια, που μεταρσιώνεται σε μπινελίκια, βρισιές, φτυσιές και εκτόξευση κύπελων καφέ μέσα στον αγωνιστικό χώρο, σε περίπτωση που το αποτυχημένο κοντρόλ οδηγήσει σε απώλεια ευκαιρίας ή, αντίστοιχα, σε κίνδυνο για την ομάδα τους.

Χαρακτηριστικοί τύποι καλαμοκοντρόλερ των ελληνικών γηπέδων έχουν υπάρξει οι Τζακ Καλλιτζάκης, Γιώργος -Member of the Parliament - Ανατολάκης, Γιώργος Αμαν-Αμάν Αμανατίδης, κ.α.

- Πήρατε κάνα γκαλό στόπερ ή θα συνεχίζετε να παίζετε με τον καλαμοκοντρόλερ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα «ξεμπράβο» το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πάρουμε πίσω τα εύσημα που είχαμε αποδώσει σε κάποιον που ενώ αρχικά έκανε κάτι καλό, στην πορεία συνέχισε με πατάτες και ανέτρεψε τις προσδοκίες μας.

Το λήμμα δημιουργεί μια αίσθηση ψυχρολουσίας / σκωτσέζικου ντους σε αυτόν που το δέχεται και μας αυτοανακηρύσσει και ακομπλεξάριστους / αντικεμενικούς / μη δογματικούς κριτές που ξέρουμε να λέμε το «μπράβο» όταν κάποιος το αξίζει, αλλά παράλληλα και να τον καταχεριάζουμε όταν τα κάνει νι καπέλο.

Συνώνυμο: είσαι και μαλάκας, είσαι και λεβέντης/

Μετά το «Μπράβο» στον Γ.Α.Π. για τη στήριξη της Ε.Ε. προς την Ελλάδα την 25η Μαρτίου, του οφείλουμε ένα μεγάλο «Ξεμπράβο» για την ανάμειξη του ΔίΝεΤου τον Απρίλιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aυγό καλείται ο ψυχιατρικός ασθενής που τελεί σε κατάσταση πλήρους πνευματικής, νοητικής και συναισθηματικής αποχαύνωσης.

Χαρακτηριστικά του είναι η αβουλία, η υποβολιμότητα, η πλήρης έλλειψη πρωτοβουλιών, η αδυναμία προβλέψεως/σχεδιασμού του μέλλοντος, που καταργούν τις φυσιολογικές διαφοροποιήσεις στη συμπεριφορά των ανθρώπων και τον καθιστούν λείο και προβλέψιμο όσο ένα αυγό.

Σε αυγά μετατρέπονται:

  • πάσχοντες από άνοια τελικού σταδίου (πολυαγγειακή άνοια 90%, Ν. Αλτζάιμερ, Νόσος εξ εγκλείστων Lewy κ.α. μορφές 10%)
  • πάσχοντες από βαριά (ενελικτική) μελαγχολία, που όμως έχουν το επιπλέον γνώρισμα ότι μυρίζουν και θανατίλα
  • κατατονικοί, που πολλές φορές λαμβάνουν και διατηρούν επί μακρό άβολες στάσεις π.χ. ξαπλώνουν ανάσκελα διατηρώντας το κεφάλι τους σε πρόσθια κάμψη χωρίς να υπάρχει από κάτω μαξιλάρι (==> βλ. «σουρρεαλιστικό μαξιλάρι των κατατονικών» ==> Surrealistic Pillow, ο δίσκος-σταθμός στην ιστορία των Jefferson Airplane (1967) με τα ψυχεδελικά hits «Somebody to Love» [μνημειώδης contralto ερμηνεία από την Grace Slick], «Embryonic Journey», «Plastic Fantastic Lover» κ.α.)
  • χαπακωμένοι-κατασταλμένοι από βουτυροφαινόνες παλιάς γενιάς (Αloperidin-like) που ξεχωρίζουν γιατί με τον καιρό αναπτύσουν και διατηρούν μόνιμα αφύσικη μιμική (γκριμάτσα) του προσώπου π.χ. έκφραση αηδίας τύπου Πέτρου Ευθυμίου (σαν να αντικρίζουν μόνιμα μπροστά τους ένα πιάτο με περιττώματα).

Συνώνυμα: (είναι σε) αφασία, νιρβάνα, καρακοσμάρα

(διάλογος μεταξύ νοσηλευτών:)
- Και γαμώ τις βάρδιες σήμερα! Τελικός τσάμπιονς λιγκ και είμαι στην πιο ήσυχη πτέρυγα: με τα αβγά! - Πρόσεξε μη σπάσεις κανένα.

Jefferson Airplane - Somebody to Love (από allivegp, 17/05/10)(από allivegp, 17/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός αφορισμός/ανάθεμα όταν θέλουμε να ρίξουμε κάπου το φταίξιμο και δεν ξέρουμε ποιος μας φταίει. Καθώς οι λαδέμποροι (με κλασσικό εκπρόσωπο τον γερο-Λαδά του Ν. Καζαντζάκη στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται») έχουν ταυτιστεί με τη μαύρη αγορά, την αισχροκέρδεια και την εκμετάλλευση, λίγοι είναι αυτοί που θα διαφωνήσουν.

Νέα περικοπή στις παροχές υγείας των ασφαλιστικών ταμείων; Κατάρα στον λαδέμπορα!

(από perkins, 21/05/10)Μαλβίνα Κάραλη, MALVINA HOSTESS. Στο 2:29. (από patsis, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει (ή κατέχει) 100 κιλά από ένα άθλημα, μια επιστήμη, μια επιδεξιότητα ή άλλη τέχνη ή γνώση, εννοούμε ότι είναι ειδήμων, βαθύς γνώστης, ή μάστορας στο είδος του. Το γελοίον του πράγματος έγκειται στο ότι ποσοτικοποιούμε μη μετρήσιμα μεγέθη, ευτελίζοντάς τα.
Έτσι, ο Keith Richards των Rolling Stones ξέρει 100 κιλά κιθάρα, ο Ριβάλντο 100 κιλά μπάλα, ο Γιακούμπ 100 κιλά ιατρική κ.ο.κ. Τη φράση έχει μεταχειριστεί ο γνωστός σλάνγκαρχος Νίκος Αλέφαντος.

Θα κάνει μεγάλο λάθος ο Πρόεδρος αν διώξει τον Μέλμπεργκ από την άμυνα του Θρύλου. Το παληκάρι ξέρει 100 κιλά μπάλα και το δείχνει σε κάθε αγώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση των αρχικών Α.Π.Θ. του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης.

Το ευαγές αυτό Ίδυρμα, από τα μεγαλύτερα των Βλακανίων, έχει προ πολλού ταυτιστεί με τη μοίρα της πόλης που το φιλοξενεί: Πλήρης παράκμα σε κάθε έκφανσή του, νεπωτισμός στο έπακρο στα υψηλά καπέλα, καταλήψεις, φράπα, κυλικεία-στέκια κουκουλοφλώρων, γκόμενες-ταγάρια, καταυλισμοί αθιγγάνων και ζάκια στον περίβολο της ΑΧΕΠΑ, αναμεμιγμένα με χαμένα χρόνια και απατηλά όνειρα φοιτητών, και όλαφ τα στο κέντρο της πόλης, μεταξύ Καυτατζογλείου και Παλαί ντε Σπορ (όπου κάποτε χτυπούσε η καρδιά του ελληνικού μπάσκετ, με τα αξέχαστα μαπίδια ανάμεσα σε Γκάλη-Πρέλεβιτς).

Τελέρε που θα σπουδάσω στο Αχρηστογέλειο –δεν πάω καλύτερα Κλουζ Ναπόκα;

αννα πρελεβιτς (από johnblack, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιβί αποκαλείται και το βιογραφικό σημείωμα, εκ του Curriculum Vitae => CV => τσιβί.

  1. Θα κάτσω σπίτι σήμερα να ετοιμάσω το τσιβί μου.

  2. Ένα καλό τσιβί δεν είναι πάντα αρκετό για να σου εξασφαλίσει σήμερα μια θέση εργασίας.

  3. Η προθεσμία κατάθεσης των τσιβιών των υποψηφίων λήγει στις 30/06.

Πρβλ. και κουκουρίκουλουμ βιτάε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται η νεκρανάσταση μιας τελειωμένης σχέσης που, στην επανάληψη της, είναι στον ίδιο βαθμό άγευστη και άχαρη με μια ξαναζεσταμένη σούπα.

Όταν η ιστορία επαναβιώνεται, μοιάζει με φάρσα - και αυτό είναι κάτι που όλοι το ξέρουμε, ωστόσο όλοι έχουμε ενδώσει λίγο ή πολύ στην αναθέρμανση μιας αδιέξοδης σχέσης είτε λόγω συσσώρευσης φλοκίων εκ της παρατεταμένης αγαμίας είτε για χάρη της εμπειρίας καθαυτήν (παρ. 1).

Φυσικά, ο όρος ξαναζεσταμένη σούπα χρησιμοποιείται ευρύτερα όταν θέλουμε να δηλώσουμε την απογοήτευση ή αποδοκιμασία μας για τη διάψευση των ελπίδων ή προσδοκιών που ματαίως τρέφαμε. (παρ. 2)

  1. Αν επιστρέψεις σαν βρεγμένη γάτα στα παλιά επειδή δε βρήκες τίποτα καλύτερο, τα νέα είναι άσχημα... ετοιμάσου να λουστείς μια ξαναζεσταμένη σούπα. (συμβουλή από σάη σχέσεων)

  2. Το φετινό πρωτάθλημα ήταν, κττμγ, μια ξαναζεσταμένη σούπα με τους μεγάλους του ΠΟΚ να μάχονται για τις πρώτες θέσεις και όλους τους υπολοίπους να ακολουθούν ασθμαίνοντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified