Ὅπως εἶναι γραμμένο, εἴτε εἶναι λάθος, εἴτε πρόκειται γιὰ σλαγκισμένη προφορὰ τοῦ κοινοῦ «Ἔ, ἄει καὶ γαμήσου...» (από τον ορισμό του aias.ath).

Kι όμως, περιέχει ένα σλανγκικό έρμα, αφού:

  • το «ειά και γαμήσου» φανερώνει περισσότερη περιφρόνηση από το απλό «άει γαμήσου» προς το άτομο στο οποίο εκστομίζεται,
  • απαντάται και στον πιο ξυσοκάρυδο τύπο «ειά και γά»/
  • εμπεριέχει το ρίσκο της απάντησης-τάπωμα (ή γείωσης κατά vikar) «Πάρ 'τη και κοιμήσου», οπότε αξίζει (τουλάστιχο) μνείας.

Λημπούμεραγκ: αίας.αθ

- Ρὲ φιλάρα, κοίτα νὰ ποῦμ', δὲν βγαίνει ὅπως τὄπαμε χθὲς, νὰ ποῦμε. Ρίξε κάτι παραπάνω νὰ μείνῃ συρμαγιὰ καὶ γιὰ πάρτη μας, νὰ ποῦμε.
- Ἔ, ειἄ καὶ γαμήσου σκατόλουστρε, μὲ τὰ κορδελάκια σου...

φερτε τα πσαρια! (από BuBis, 02/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σβαρνούτ: μ' αυτήν την ρούσικη λέξη, με μια λέξη μονάχα, ο Στάλιν απήγγειλε στις 10 Φεβρουαρίου 1948 την αμετάκλητη εις θάνατον καταδίκη του αντάρτικου στην Ελλάδα.

Σαράντα οκτώ μόλις μέρες νωρίτερα, παραμονή Χριστουγέννων 1947, είχε εξαγγελθεί η εγκαθίδρυση της πρώτης «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελλάδας» στα βουνά. Οι μαχητές του Κ.Κ.Ε., με το όπλο στο χέρι και με ακράδαντη την πίστη στην καρδιά, έβλεπαν τ' όνειρο να 'ρχεται, κραταιό, προς αυτούς. Αλλά δεν ήταν το όνειρο, ήταν το φάσγανο που πλησίαζε.

Σβαρνούτ στα ρούσικα σημαίνει «ξανατυλίξτε πίσω το χαλί». Αναδιπλώστε το αντάρτικο. Αλλά τότε ακριβώς η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. το άπλωσε. Η ελληνική τραγωδία ξετυλίγονταν μεγαλοπρεπής μέσα στην φωτιά και στο αίμα του προδομένου λαού.

«Σβαρνούτ!», βρυχήθηκε ο Κόναν και μονομιάς ο μανιασμένος δράκος σωριάστηκε σε θρύψαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει σφίξει καλά τη ζώνη του και γυρίζει με κατεβασμένη τη μέση του παντελονιού στο ύψος των γλουτών ή και χαμηλότερα, κάνοντας πολλές σούρες στα μπατζάκια ή / και σβαρνίζοντας τα κιόλας.

Αποτελεί δήλωση μιας μποέμικης, κουλέζικης, absolemand de la municlasion κοσμοθεωρίας και εν γένει προσδίδει ένα ίματζ που φέρνει σε κάτι μεταξύ ράπερ και σταρχιδιστή φιλόσοφο.

Παρταλέ λουκ έχουν και μερικοί αθλητές που φοράνε πολύ φαρδιά σορτς που με το τρέξιμο τους πέφτουνε, με τυπικές περιπτώσεις τον Μπιγκ Σόφο Σχορτσιανίτη και τον Σεμπάστιαν Λέτο.

Το λήμμα δέον να διαφοροποιείται από το παρτάλι, καθώς το παρτάλας αναφέρεται στον άνθρωπο, ενώ το παρτάλι πρωτίστως στο ένδυμα (και μεταφορικά στον άνθρωπο).

- Μεγάλη υπόθεση το σινιέ λουκ, αδερφάκι μου. Πάρε παράδειγμα τον παρτάλα τον ξάδερφό μου που τον σνομπάρει ακόμη και η συναχωμένη συναγρίδα, έτσι όπως έχει μαλώσει με τις τιράντες.

Sebastian Leto (από allivegp, 27/10/09)Παρτάλας ράππερ σε στάση αφόδευσης (από allivegp, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουμπιά αποκαλούνται κωδικοποιημένα σε κλειστές ομάδες ανθρώπων, όπως οι φαντάροι ή οι χρήστες / περιθωριακοί, τα χάπια - ταμπλέτες και μάλιστα συγκεκριμένες κατηγορίες αυτών, τα λεγόμενα ψυχοφάρμακα, ήτοι ονομαστικά (κυρίως) τα κάτωθι:

=> Βενζοδιαζεπίνες: Έχουν αντιαγχώδη, ηρεμιστική, υπαναγωγό δράση που ξεκινά ανάλογα με τη δοσολογία τους και την απάντηση του λήπτη μισή έως δυο ώρες από τη λήψη τους και διαρκεί (χρόνος ημίσειας ζωής) 6-18 ώρες. «Δημοφιλέστεροι» εκπρόσωποι της κατηγορίας αυτής είναι τα Λεξοτανίλ (γνωστό στις τάξεις του Ε.Σ. με το παραπλανητικό ευφημισμό Παλεβοτανίλ), Ταβόρ, Ζάναξ, Σεντράκ κ.λπ. Στα συν τους είναι η χαμηλή λιανική τιμή τους όταν τα προμηθεύεται κανείς από φαρμακείο με ειδική ιατρική συνταγή (όχι παραπάνω από 2.5 γιούρια για ένα κουτί με 20-30 χάπια) που όμως όταν πωλούνται ένα-ένα ως «κουμπιά» π.χ. σε ένα φυλάκιο πιάνουν 2 με 3 ευρώ το κάθε κουμπί ξεχωριστά. Στα μείον είναι το γεγονός ότι οι βενζοδιαζεπίνες πολύ γρήγορα (εντός 20 μόλις ημερών καθημερινής χρήσης) προκαλούν εθισμό, ανοχή και εξάρτηση.

- εθισμός: το άτομο δεν την παλεύει χωρίς αυτές και τις επιζητά πάση θυσία - ανοχή: χρειάζεται προοδευτικά όλο και μεγαλύτερη δόση προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα (ζαβλάκωμα) - εξάρτηση: η στέρησή τους επιφέρει συμπτώματα όπως άγχος, τρέμουλο χεριών κ.α.

Έχει μείνει ιστορική η ρήση του τ. προπονητή του ΠΑΟΚ Άγγελου Αναστασιάδη ότι ο ποδοσφαιριστής της ομάδας Περουβιανός Πέρσι Ολιβάρεζ ερχόταν στις προπονήσεις μάστουρας από τη λήψη Λοξοτανίλ (ναι με «Λο»).

=> Βουτυροφαινόνες: Προκαλούν καταστολή της ψυχοκινητικής διέγερσης και του παραληρήματος των ψυχωσικών (π.χ. παρανοϊκές ιδέες διώξεως: Ο Επιλόχ εχθρεύεται εμένα προσωπικά από όλο τον Λόχο, γι΄αυτό με χώνει συνέχεια, επιδράσεως: Η γκόμενά μου μου έχει κάνει μάγια για να σκέφτομαι μόνο αυτή, συσχετίσεως: Εκείνο το ψόφιο σπουργίτι δεν βρέθηκε τυχαία πίσω απ΄τη σκοπιά μου, κάποιοι το έβαλαν σαν απειλή / προειδοποίηση). Δεν σε «φτιάχνουν», αλλά μπορούν να σε απαλλάξουν / απελευθερώσουν από έμμονες ιδέες, και να σε ζαβλακώσουν βαθιά. Δεν προκαλούν εξάρτηση ή εθισμό, αλλά έχουν πλήθος από ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως π.χ. «μάγκωμα» μυών κορμού και προσώπου που σε κάνουν να μη μπορείς να στρίψεις και να μοιάζεις με χαλκομανία, ή την εμφάνιση παραληρήματος καθ΄εαυτού σε νορμάλ μέχρι τότε άτομο. Και αυτά είναι φτηνά (τουλάχιστον τα παλαιάς κοπής), με κύριους εκπροσώπους τα Αλοπεριντίν και Ζουλεντίν.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, προ ολίγων ετών, διαβολικός νους τις σε αγώνα ομάδας του Λεκανοπεδίου εναντίον του Ηρακλή, τρύπησε με σύριγγα και «εμπλούτισε» με Αλοπεριντίν τα νερά των φιλοξενουμένων, με σκοπό να θέσει νοκ-άουτ τους παίχτες τους, κάτι που επέτυχε αφού πολλοί εξ αυτών εμφάνισαν κοιλιακά άλγη και καταβολή δυνάμεων και τελικά δεν αγωνίστηκαν.

Και τα δυο άμα συνδυαστούν με αλκοόλ, σε κάνουν σκατά και μπορούν να σε οδηγήσουν μέχρι και την απογείωση, αλλά έτσι κι αλλιώς είναι ου μπλέξεις καθότι μεγάλο χάσιμο.

  1. Δίκας, που ξέρει τι του γίνεται σε πρωινή αναφορά:
    - Αν πιάσω φαν να σπρώχνει κουμπιά μες στο Τάγμα, θα τον στείλω Στρατοδικείο!

  2. - Φίλε, έχω κουμπιά. Είσαι;
    - Ρε α πάαινε απέ δω.

κουμπιά (από allivegp, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τυπική φράση με την οποία οι τεχνικοί ήχου δοκιμάζουν ή θυμίζουν την απόδοση των μικροφώνων, των ηχείων και γενικά της ηχητικής εγκατάστασης ενόψει μιας συναυλίας, συνέντευξης τύπου ή άλλου παρόμοιου γεγονότος.

Στην καθομιλουμένη, το λήμμα χρησιμοποιείται όταν κάποιος δεν μας λαμβάνει καλά στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής.

- Να περάσω από το σπίτι σου όταν σχολάσω;
- Αν προφτάσεις...
- Ποιός Θανάσης;
- Τεστ ... τεστ.

(από electron, 16/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπαδιλίκι είναι η πλειοδοσία σε πίστη και αφοσίωση προς μια αθλητική ομάδα, που όμως γίνεται υστερόβουλα, προς εξυπηρέτηση ίδιων συμφερόντων.

Πουλώντας οπαδιλίκι καπελώνουμε τους αμφισβητίες μας και εγγράφουμε υποθήκη για την ανάδειξη μας σε πυλώνα της ομάδας, είτε αγωνιστικά (αν είμαστε αθλητές), είτε διοικητικά (αν είμαστε παράγοντες).

Παράδειγμα οπαδιλικιού είναι οι ξέφρενοι πανηγυρισμοί του διοικητικού παράγοντα Αχιλλέα Μπέου μέσα στη βροχή μετά από μια νίκη του Πανιωνίου επί του Πρέσβη ή οι δηλώσεις του προπονητή του μΠΑΟΚ Φερνάντο Σάντος, ότι ορθώς ο αμυντικός της ομάδας του Πάμπλο Γκαρσία γρονθοκόπησε εκτός φάσης τον Ντιόγκο του Ολυμπιακού, «αφού ο τελευταίος τον είχε προκαλέσει».

Το οπαδιλίκι είναι καταδικασμένο στην συνείδηση των υγιών φιλάθλων, ωστόσο εντυπωσιάζει τους ευκολόπιστους οπαδούς και αποφέρει (βραχυπρόθεσμη έστω) ανανέωση της εμπιστοσύνης τους, μέχρι το επόμενο στραβοπάτημα της ομάδας, οπότε το κράξιμο γίνεται χοντρότερο.

Το λήμμα σχεδόν απαράλλαχτα συντάσσεται με το ρήμα «πωλώ».

Συνώνυμο: βασιλικότερος του Βασιλέως

(Σχόλιο οπαδού της ΑΕΚ σε blog αναφορικά με τις δηλώσεις του Ντούσαν Μπάγιεβιτς ότι «Στην ΑΕΚ νιώθω σαν στο σπίτι μου»):

Δεν είναι οπαδιλίκι αυτό; Δεν είναι μεγάλη δήλωση; Πουλάει οπαδιλίκι γιατί το έχει ανάγκη. Τέτοιος ήταν πάντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια συμβουλή ή ένα tip που κάποιος μας το σφυρίζει την κατάλληλη στιγμή, ανοίγοντας μας τα μάτια ή βγάζοντας από μια δύσκολη θέση.

Συνήθως η φιδιά είναι κάτι που γνωρίζουν λίγοι και μεταφέρεται εμπιστευτικά.

  1. Καλά που μου σφύριξε η γραμματέας τη φιδιά ότι δικαιούμαι αναδρομικά, αλλιώς δεν θα είχα πάρει χαμπάρι.

  2. Κάθισα σαν τoν μαλάκα της παρέας και ξανάδωσα Βιοχημεία, γιατί κανείς δεν μου είπε τη φιδιά ότι μπορούσα να την κατοχυρώσω από το ΤΕΙ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο γαστρεντερολόγος, δηλαδή ο ιατρός που διενεργεί τις γκανγκστροσκοπήσεις (γαστροσκοπήσεις).

- Λοιπόν σου βρήκαν τίποτε οι γιατροί;
- Κάθε γιατρός ό,τι ξέρει, μαρτυράει: Αν πας π.χ. σε γκανστερολόγο και του πεις ότι φταρνίζεσαι, θα σε βάλει αμέσως κάτω να σου κάνει γκανγκστροσκόπηση, ενώ ο ωριλάς λαρυγγοσκόπηση. Πού να βρεις άκρη...

(από allivegp, 22/10/09)Τον γκανγκστερολόγο έπαιξε λαμπρά ο Billy Crystal. (από Khan, 22/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μάτι, ο οφθαλμικός βολβός, κατά Πίνδο μεριά.

- Στάκα, για μου μπήκε σκόνη στον μπόμπολα.

Ωχ, το μάτι μου! (από Vrastaman, 22/10/09)Γιώργος Μπόμπολας (από Khan, 22/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο Ελληνικό Δημόσιο είχε δημιουργηθεί και εφαρμοζόταν με θρησκευτική ευλάβεια, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, μια ιδιάζουσα κινητή αργία, αυτή για χάρη του Αγίου Ενδιάμεσα. Ο συγκεκριμένος Άγιος ετιμάτο με άδεια από την εργασία σε εργάσιμη μέρα που παρεμβάλλονταν μεταξύ δυο αργιών. Π.χ., αν η Πρωτομαγιά έπεφτε Πέμπτη, η επαύριο Παρασκευή παρεμβαλλόταν μεταξύ δυο αργιών και ο δημόσιος υπάλληλος αποκτούσε το δικαίωμα να λείψει από τη δουλειά του, τιμώντας τον Άγιο Ενδιάμεσα. Μάλιστα, ο Άγιος μπορούσε να τιμηθεί και περισσότερες από μια φορές ετησίως, και άλλοτε άλλες φορές κάθε χρόνο, ανάλογα με τη συγκυρία των λοιπών εορτών και αργιών.

Συνώνυμο: άδεια απ' τη σημαία.

- Τι ήταν να πάω του Αγίου Ενδιάμεσα στην Εφορία; Τρεις ώρες στην ουρά έφαγα επειδή είχε έρθει μόνο ο ένας στους τέσσερις υπαλλήλους. Μιλάμε για πολύ ευσέβεια στον συγκεκριμένο Άγιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified