Απαράδεκτος, ανακριβής και ρατσιστικός προσδιορισμός για τους ομιλούντες το σλαβικό ιδίωμα κάτοικους της Μακεδονίας.

Νεζνάμηδες συναντούσαμε στην αυγή του περασμένου αιώνα στα χωριά της Κοστούρ-Καστοριάς, Λερίν-Φλώρινας, Αλμωπίας (Καρατζόβας)-Μογλενών, Μοριχόβου, Γενιτζέ (Γιαννιτσά), Κουκούς-Κιλκίς, Σρς-Σέρρες και αλλαχού.

Έτσι τους ονόμασαν οι Παλιοελλαδίτες και Κρητικοί Μακεδονομάχοι, επειδή στις ανακρίσεις στις οποίες τους υπέβαλλαν, οι βουλγαρίζοντες σλαβόφωνοι απαντούσαν σταθερά νε ζναμ, δηλαδή «δεν γνωρίζω». Βεβαίως, η μπάλα πήρε και τους ελληνόφρονες σλαβόφωνους (Γραικομάνους κατά τους Βουλγάρους) αφού πολύ συχνά τα καλόπαιδα από την Κρήτη δεν ασχολούνταν να τους ξεχωρίσουν και περνούσαν από την κάμα (μάχαιρα) τους εξίσου εχθρούς και φίλους (π.χ. ο Ματωμένος Γάμος της Ζέλενιτς).

Η Ελληνική γλώσσα με όλη την περιπλοκότητα που μεταφέρει (πτώσεις, κλίσεις, εγκλίσεις, τόνοι και πνεύματα και άλλα χαοτικά) είναι εύκολο ν' απολεσθεί και να αντικατασταθεί από την εύκολη και απλοϊκή σλαβική (π.χ. μπόρα, σβάρνα, γράνα και λοιπό λεξιλόγιο που σχετίζεται με αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες). Επομένως, δεν πρέπει να καταλογίζουμε μειωμένο εθνικό φρόνημα στους σλαβόφωνους Έλληνες του Βορρά.

Σήμερα δεν έχουν μείνει παρά ελάχιστοι αφού σχεδόν όλοι είτε εκπατρίστηκαν σε Βουλγαρία-Σκόπια, είτε μετανάστευσαν σε Αμερικές και Αυστραλίες, είτε επέστρεψαν στην Ελληνική γλώσσα.

Είμαι ντόπιος «νεζνάμης», όπως μας αποκαλούν οι των άλλων φυλών. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μωρό, όταν είναι πολύ μικρό, το νινί. Αποκαλείται και έτσι επειδή κλαίει συνέχεια κάνοντας ουά-ουά.

Πού έχετε παρκάρει το ουά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/Η ομογενής από την πρώην Σοβιετική Δημοκρατία της Γεωργίας. Εκ του Ρωσσοπόντιος, Ρ.Π., ή τελικά ρου-που.

Η Δήμητρα προσέλαβε μια ρου-που να κοιτάει τον άρρωστο πατέρα της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ημιάγριου χοίρου. Απαντάται στη Θράκη, στην ορεινή Χαλκιδική και αλλαχού. Εκτρέφεται σε αγέλες που βόσκουν σε δάση και αποτελεί γευστικό έδεσμα.

Σήμερα μπήκαν γρουτζέλια στην αυλή του Σχολείου.

(από allivegp, 08/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδόκιμη σύνταξη λέξεων που οφείλεται σε ένδεια λεξιλογίου (λεξιπενία) και χρησιμοποιείται κατά κόρον από αθλητικογράφους, αθλητές ή παραγοντίσκους του αθλητισμού. Η υγεία δεν είναι κάτι που «βγαίνει» αλλά κάτι που αναδύεται, ή αλλιώς, αυτός που την κατέχει σφύζει από αυτή.

Εν πάση περιπτώσει, με το λήμμα οι ανωτέρω ειρηθέντες θέλουν να δηλώσουν ότι η ομάδα τους δεν νοσεί, αλλά είναι και φαίνεται υγιής, κάτι το οποίο τις περισσότερες φορές βέβαια είναι ευσεβής πόθος (wishful thinking) παρά πραγματικότητα.

  1. Κοτσόλης: Βγάζουμε υγεία σαν ομάδα (εδώ)

  2. Αργεντινή: Η Τίγκρε βγάζει υγεία, η Ολ Μπόις βρίσκεται υπό πίεση (εδώ)

  3. Πέτροβιτς: Βγάζει υγεία ο Απόλλων Πατρών (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση μεγάλης απαξίωσης στο πρόσωπο κάποιου για μια έκνομη ή ατιμωτική πράξη ή άλλη χοντρή πατάτα στην οποία το άτομο αυτό περιέπεσε.

Ο Τομπούλογλου; Κόψε φάτσα και ράψε σώβρακα.

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν κάποιος είναι πολύ γκαντέμης, λέμε ότι έχει τύχη από γκορτσιά.

Η γκορτσιά (pyrus spinosa) είναι αλλιώς η αγριαχλαδιά, ταπεινό αλλά ανθεκτικό δέντρο που φύεται στην Πίνδο και αλλαχού.

- Έβαλα 50 ευρώ στην Μπάρτσα, άσσο και όβερ και βγήκε διπλό και άντερ.
- Τύχη από γκορτσιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε αθλήματα με μπάλα, έτσι αποκαλείται μια πολύ ψηλή μπαλιά που φεύγει πολύ μακριά εκτός πεδιάς. Τέτοιο άθλημα είναι κατ' εξοχή το ποδόσφαιρο όπου ένα λάκτισμα της μπάλας από κάποιον αούγκανο καλαμοκοντρόλερ μπορεί να τη στείλει πολύ ψηλά πάνω από την εστία με αποτέλεσμα να φάμε γλαρόσουπα αλλά επίσης και η καλαθοσφαίριση, το τένις, η επιτραπέζια αντισφαίριση κ.ά.

Η μπεκάτσα (snipe στα αγγλικά, εξ ου και sniper o ελεύθερος σκοπευτής) είναι πτηνό που πετάει σε μεγαλύτερα ύψη απ' ό,τι τα συνηθισμένα πουλιά.

Αν δεν πατήσεις πρώτα σωστά, αντί για τοπ-σπιν θα βγάλεις μπεκάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πληροφοριοδότης, ο χαφιές, ο ρουφιάνος.

Από το ιταλικό sbirro που σημαίνει το ίδιο πράγμα. Συνώνυμο: χαφ ρουφ.

Όπως με πληροφόρησε ο σμπίρος μου, κανείς στο Δ.Σ. του ΕΟΠΥΥ δεν επιθυμεί έλεγχο των παραστατικών, γιατί έχουν πολλά να κρύψουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο ασθενής που καταφθάνει σε Δημόσιο Νοσοκομείο σε ώρα επειγόντων και του οποίου η εισαγωγή έχει προσυμφωνηθεί με τον θεράποντα ιατρό του, κατά παράβαση της σύννομης διαδικασίας αλλά και των χρηστών ηθών.

Πρόκειται για ανθρώπους που κατόπιν προσυνεννοήσεως με τον ιατρό τους έρχονται για τσεκ-απ ή για αντιμετώπιση μιας μη επείγουσας κατάστασης και εισάγονται ως επείγοντα περιστατικά σε ώρα γενικής εφημερίας του Νοσοκομείου (στο οποίο εργάζεται ο εν λόγω ιατρός), ώστε να παρακαμφθούν ραντεβού και λοιπές χρονοβόρες διαδικασίες.

Σχεδόν πάντα υπάρχει πελατειακή σχέση ιατρού-ασθενούς, είτε σε χρήμα, είτε (παλαιότερα) σε εκδουλεύσεις (συνήθως ψήφος). Συχνά, ο ασθενής κατάγεται από επαρχία και έχει βρεθεί για λίγες μέρες στη μεγάλη πόλη, οπότε τα χρονικά περιθώρια για εισαγωγή στο Νοσοκομείο είναι στενά.

Ο χαρακτηρισμός ως «βαλιτσάκι» οφείλεται στο γεγονός ότι ο ασθενής σκάει μύτη στα επείγοντα σαν έτοιμος από καιρό, σαν σίγουρος ότι θα εισαχθεί, αρματωμένος με βαλίτσα περιέχουσα τα προσωπικά του είδη (πυτζάμες, παντόφλες, κολυνός κ.λπ.)

(διάλογος ιατρών στα επείγοντα)
- Πόσες εισαγωγές είχαμε σήμερα, συνάδελφε;
- Ως τώρα πέντε. Δύο επείγοντα και τρία βαλιτσάκια.
- Από πού είναι τα βαλιτσάκια;
- Άρτα, όλα. Του Διευθυντή πατριωτάκια.
- Με ταξί τα κατέβασε, ρε πούστη μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified