Ο όρος δυσκοιλότητα αναφέρεται στην κακή λειτουργία των εντέρων, που έχει ως συνέπεια τις αραιές, δύσκολες και όχι τακτικές κενώσεις. Αναφέρεται δηλαδή σε δυσλειτουργία των εντέρων.
Σλανγκιστί, όταν αποκαλούμε κάποιον δυσκοίλιο, αναφερόμαστε σε κάποιον κωλοσφιγμένο, που από το πολύ σφίξιμο έχει καταντήσει στριμμένο άντερο.
Όλα του φταίνε. Πρέπει να τριπλοφιλτράρεις τα λόγια σου, μην τύχει και πιάσει κάτι στραβά και γίνει το σόου. Όσο και να προσέξεις όμως, κι όσο κι αν οι συγκυρίες είναι θετικές, όσο κι αν οι πλανήτες είναι μέσα στην τρελή χαρά, πάντα θα ελλοχεύει ο κίνδυνος, λόγω του by default κωλοσφιξίματός του, να... δημιουργήσει την κατάσταση. Το... σφίξιμο που λέγαμε.
Ο άνθρωπος αυτός δεν προσεγγίζεται εύκολα, είναι μόνιμα αγχώδης, νευρικός, τίγκα στις ιδιοτροπίες και γενικά δεν είναι ευχαριστημένος με τίποτα. Ό,τι, μα ό,τι και να κάνεις για να τον ευχαριστήσεις, θα πέσει στο κενό.
Λόγω της ιδιοτροπίας του διακρίνεται από έλλειψη προσαρμοστικότητας, συμβιβαστικότητας και συνεργατικής διάθεσης και αποτελεί τον αδύναμο κρίκο σε μια ομαδική προσπάθεια.
Ο προϊστάμενός μου είναι πολύ... μα πολύ, δυσκοίλιος άνθρωπος. Το ένα του ξινίζει, το άλλο του βρωμάει.