Ο ασουλούπωτος κουασιμόδος, το μπάζο που δεν βλέπεται και για πάρτη του τα τρένα εκτροχιάζονται και τιγκανά στο πρώτο χωματόδρομο.

Εναλλακτικά, αυτός που χύνεται ατσούμπαλα για οποιονδήποτε δικό του λόγο.

Συνδέεται με την έκφραση «σαν κακοχυμένος λουκουμάς», παραπέμπει όμως και σε όποιον συνελήφθη από ελαττωματική / λειψή ριξιά, κατά το Γαλλικό mal foutu.

- Ο απόλυτος πόλος του κακοφορμισμένου κακού, δραπέτης από το αναμορφωτήριο, βάζει μπροστά την αλεστική μηχανή. Φτυστός, ολόιδιος σίριαλ κίλερ. Στραμπουλιγμένος, κακοχυμένος, σκοτεινός. Προφανώς, στη φυλακή έκανε παρέα με τον Εωσφόρο.
(εδώ)

- … ποιον ειπες βουρλο μωρη κακοχυμενη χλαπατσα; (εδώ)

- Πήγα να κάνω ένα μπλούμ στο ντους και με το που πάτησα στο βρεμένο πάτωμα του μπάνιου γλίστρησα. Το αριστερό πόδι πήγε μπροστά και το δεξί πίσω. Για να αποφύγω το σπαγκάτο πιάστηκα από το χερούλι της πόρτας η οποία άνοιξε (προς τα έξω). Κουτρουβάλιασα στο χαλί του δωματίου σαν κακοχυμένος λουκουμάς και αποφάσισα να μείνω εκεί ένα 5-λεπτο για να αναλογιστώ την κατάστασή μου. Αν ήθελα ας έκανα κι αλλιώς...
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος νοιώθει έντονη περιέργεια να γευθεί μια αποκλίνουσα για αυτόν σεξουαλική εμπειρία ή παραφιλία.

Ως νεολογισμός, αποδίδει τις αγγλικές εκφράσεις bi-curious, gay-curious, κ.α.

  1. - Τόσο οι straight όσο και οι gay μπορούν περαιτέρω να προσδιοριστούν ως «curious» και «non-curious» («περίεργοι» και «μη-περίεργοι», αντίστοιχα).
    (εδώ)

  2. (πριν από μερικά χρόνια)
    - Βαγγέλη μου, δεν σου κρύβω ότι είμαι περίεργος. Θέλω να δοκιμάσω τις λανθάνουσες ορμές μου.
    - Πρόσεχε Πέρι, γαμάω περίεργους!
    - Τι ωραία που τα λές!

  3. - (Το ποδοφραπέ είναι) value-for-money υπηρεσία φραπέ-με-το-πόδι που προσφέρουν τα κορίτσια ορισμένων στριπτιζάδικων σε ποδοφετιχιστές ή ποδοπερίεργους.
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαίνω στο κομπιούτερ μου, δηλαδή λογκάρω σε αυτό. Επίσης, συνδέομαι στο διαδίκτυο ή σε κάποια ιστιοσελίδα.

- Βράσταγκιρλ: Μην με ενοχλείς, μπαίνω στο κομπιούτερ.
- Βράσταμπόϋ [πανικόβλητος]: Αν μπεις στο κομπιούτερ, εγώ τι αδελφούλα θα έχω;
(πραγματική συνεννόηση κλαρίνο μεταξύ Βράστακιντς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρατσιστική ονομασία είδους φυσιγγίων κυνηγετικής καραμπίνας που προορίζονται αποκλειστικά για «κατ' οίκον» χρήση κατά διαρρηκτών.

Τα αλβανόσκαγια αποτελούνται συνήθως από διάφανο πλαστικό φυσίγγιο με περίπου 2-3 σκάγια. Αρκετά δηλαδή για να τσαλακώσουν τον διαρρήκτη χωρίς να τον σκοτώσουν.

Πληροφορήθηκα για την ύπαρξη των αλβανόσκαγιων από συνάδελφο που έπεσε θύμα διάρρηξης και αποφάσισε να με μισή καρδιά αγοράσει καραμπίνα για αυτοάμυνα (βλ. παράδειγμα).

Πραγματική συζήτηση σε κατάστημα με κυνηγετικά είδη:

- Καλημέρα σας, θα ήθελα να αγοράσω μια κυνηγετική καραμπίνα.
- Τι ακριβώς κυνηγάτε, πουλιά, λαγούς, αγριογούρουνα;
- Εμμ, εεε, να σάς πω, δεν είμαι και πολύ έμπειρος κυνηγός ξέρετε..
- Κατάλαβα, το θες για το σπίτι. Σου πω...θα πάρεις μια επαναληπτική χράπα-χρούπα που δεν μπλοκάρει κιόλας. Και μερικά αλβανόσκαγια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το θρυλικό πιστόλι Parabellum 08, κοινώς Luger, που σχεδίασε ο Georg J. Luger το 1898 και κατασκεύαζε η Deutsche Waffen und Munitionsfabriken.

Το λούγκερι χρησιμοποιήθηκε από γερμανούς κατά τους δύο παγκοσμίους πολέμους και διακρίθηκε τόσο για την θανατηφόρο ευθυβολία του όσο και το ντιζαϊνάτο λουκ που ακόμα γοητεύει στρατόκαυλους συλλέκτες, ναζούς, λούγκρες φετιχίστριες, κ.α.

Χρησιμοποιείται κυρίως στην Κρήτη, όπου το λούγκερι θεωρείται μαστ οικογενειακό κειμήλιο του παππού που ξεπαστρεύε γερμαναράδες στον πόλεμο.

Ασίστ: Χαλικού.

- Παπαρα Ελληνα, που δεν κατεεις μπλιο τη κρητικη τη διαλεκτο. Ετσα και την αλληνα βολα με ξαναμανισεις εχω για σε, ενα πιστολι λουγκερι και λουγκερενιες σφαιρες...
(εδώ)

- Πάντως άμα σέρνεται ειδικά πας και με το λούγκερι και κάνεις τη δουλειά σου...
(Χαλικού, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελλείψει ήθους, ευγένειας και καλλιέργειας, ο κλασικός νεοέλλην λεβεντομαλάκας δεν έχει άλλη επιλογή από το να εξαργυρώσει το μόνο αγαθό που διαθέτει, την κονόμα του: «πλερώνει» όπου τον παίρνει για να δεσπόσει κοινωνικά.

Ο χυδαίος αυτός τύπος γύφτουλα δεν διστάζει να σού το υπενθυμίσει με κάθε ευκαιρία, διεκδικώντας κομπλεξικά την απόλυτη υποταγή και (εις μάτην) τον σεβασμό σου.

Αδελφάκι της εξ ίσου εμετικής ατάκας, ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;

Γυφτοπούλα στο χαμάμ
κι εγώ πλερώνω μπιρ ταμάμ
όσα όσα τα πλερώνω να σε βλέπω μπιρ ταμαμ
(Γιώργος Μπάτης)

- ... μερικοι εχουν την νοοτροπια εγω πλερωνω και γα..., εγω πλερωνω και θελουν ολοι στο μαγαζι να καθονται σουζα ... Βεβαια αυτοι που τα ακουν ολα ειναι κατι σερβιτοροι, κατι υπαλληλοι κλπ κλπ. Εκει βγαινει το ..εγω πλερωνω...σε κανα γκισε δημοσιου ταμειου κανουν ολοι τουμπεκι. Εκει τον πινεις πολλες φορες για να γινει η δουλεια σου..ασχετα αν και εκει εχουμε εξυπηρετηση πελατων.
(εδώ)

- ... η λογική που βγάζει το «άμα γίνει ζημιά θα σε πληρώσουμε, πώς κάνεις έτσι» είναι που με βγάζει από τα ρούχα μου. Λ.χ. επειδή κάποιος έχει λεφτά μπορεί να ρυπαίνει ελεύθερα, αρκεί να πληρώνει; Η αδιαφορία για τους άλλους με το επιχείρημα «εγώ πλερώνω» είναι που με εξοργίζει...
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια κοπέλα τελειωμένη μέχρι το στρίφωμα, τουτέστιν, το απόλυτα θηλυπρεπές πουσταρέλι.

Η εικόνα παραπέμπει στο αρχέτυπο του ξεφωνημένου πουστοσέξουαλ μόδιστρου.

- (Πούστης / αδελφή:) Οι σχετικοί όροι είναι πολλοί, έτσι, π.χ. η αδελφή αναφέρεται και ως αγορίτσι, γυναίκα σκέτη, ντούρντουλο, σουρλουλού, κραγμένη, ξεφωνημένη, γυναίκα τελειωμένη μέχρι στρίφωμα, κλπ.
(«Αποκωδικοποιώντας τη γλώσσα της μαρκέτας: ομοσεξουαλικότητα και εμπορεύσιμη αρσενικότητα», εδώ)

(από Vrastaman, 21/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντούρντουλο αποκαλείται ο καρναβαλικά πλουμιστός, τσαγιεροειδώς θηλυπρεπής και τελειωμένος μέχρι το στρίφωμα γκέουρας.

Ίσως να σχετίζεται με την Ελληνική εκδοχή του χορού της βροχής, κατά την οποία η ντουντούλα – κάποιος τοπικός ήρωας μασκαρεμένος με χόρτα και πρασινάδες – λικνίζεται στα σοκάκια του χωριού εκλιπαρώντας τους θεούς για βροχή καθώς οι συγχωριανοί του τον μπουγελώνουν κατά βούληση. Περισσότερα εδώ.

Ασίστ: poniroskylo από ΔΠ.

- Η γλωσσική αυτοπαρουσίαση, μέσω των ιστοσελίδων τους, ανδρών που παρέχουν σεξουαλικές υπηρεσίες απευθυνόμενοι σε άλλους άνδρες, γνωστών και ως escorts ή rentboys, ενδέχεται να φωτίσει τόσο πτυχές της γλωσσικής παραγωγής των ομοφυλόφιλων αντρών όσο και της αρσενικότητας γενικότερα (…) σε πολύ μεγάλο ποσοστό αποτρέπουν τους θηλυπρεπείς, τις κραγμένες αδερφές, τις κουκλίτσες, τις σκέτες, τα ντούρντουλα ενώ αυτοχαρακτηρίζονται συχνά ως straight-acting, ανδροπρεπείς, αντράκια, αθλητικοί, παιδαράδες, κλπ. Έτσι η ερωτικοποίηση της αρσενικότητας μοιάζει να προϋποθέτει τον εξοβελισμό της θηλυκότητας. Υπό αυτό το πρίσμα εξηγείται και η σιωπή σχετικά με τον ενδεχόμενο παθητικό ρόλο των escorts.
(«Αποκωδικοποιώντας τη γλώσσα της μαρκέτας: ομοσεξουαλικότητα και εμπορεύσιμη αρσενικότητα», εδώ)

Ντούρντουλο (από Vrastaman, 21/12/09)Το έθιμο της "ντουρντούλας" (από Vrastaman, 21/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τελειωμένη κοπέλα, η λικνιστή ανέμη, το κραγμένο ντούρντουλο.

Εκ του σκέτη γυναίκα.

- (Στις αγγελίες τους, οι εκπορνευόμενοι γκέι) σε πολύ μεγάλο ποσοστό αποτρέπουν τους θηλυπρεπείς, τις κραγμένες αδερφές, τις κουκλίτσες, τις σκέτες, τα ντούρντουλα ενώ αυτοχαρακτηρίζονται συχνά ως straight-acting, ανδροπρεπείς, αντράκια, αθλητικοί, παιδαράδες, κλπ. («Αποκωδικοποιώντας τη γλώσσα της μαρκέτας: ομοσεξουαλικότητα και εμπορεύσιμη αρσενικότητα», εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι, δεν αναφέρεται στο χαμόγελο της Colgate αλλά στην τρελή μόδα των γκουρού του γάμα σούφρα: την λεύκανση της κωλοτρυπίδας (εκ του αγγλικού anal bleaching).

Ως γνωστόν, οι σούφρες δυο κατευθύνσεων μοιραίως θα χάσουν την ροδαλή τους φρεσκάδα, αποκτώντας μια κωλοπετσωμένησκατουλί χροιά. Αναζητώντας ένα αειθαλώς άσπιλο λουκ, ορισμένες ψαγμένες πορνοστάρ των έϊτηζ πρω(κ)τοδοκίμασαν την λεύκανση με χλωρίνη και άλλες χημικές ουσίες. Στα νάϊντηζ πολλές τρέντι πρωκτικάντζες άρχισαν να το ασβεστώνουν το καλντερίμι, ενώ στα νότηζ η όλη φάση υιοθετήθηκε με ενθουσιασμό από τις πλατιές μάζες των εχόντων έφεση στο λάτιν.

Οι περισσότεροι μάθαμε για την λεύκανση από το έργο Brüno του ανύπαρκτου εχθρού της Ορθοδοξίας Sasha Baron Coen. Στην ψωρογιώργαινα, όλο και περισσότερα ινστιτούτα αισθητικής προσφέρουν τοιαύτες υπηρεσίες.

- Απαιτούνται συνεχή ξεκολιάσματα και για μεγάλο χρονικό διάστημα προκειμένου να γίνει μαύρος.
- …δεν καταλαβαίνω γιατί τέτοιος ρατσισμός;;; Τι σημασία έχει το χρώμα του δέρματος;
- Δεν είναι θέμα ρατσισμού, είναι θέμα αισθητικής. Όπως τα υγιή δόντια είναι άσπρα και κάνεις λεύκανση για να το πετύχεις, έτσι και η υγιής σούφρα είναι άσπρη (…) που με ένα blacklight διευκολύνει τις όπισθεν σεξουαλικές συνευρέσεις, ακόμα και σε ένα σκοτεινό τούνελ. Εγώ είμαι υπέρ, αν και προς το παρόν δεν έχω τέτοιο ζήτημα. Στα δόντια ούτως ή άλλως έχω μασέλα.
(από εδώ)

- Ας βοηθήσει κάποιος. Τι είναι η λεύκανση πρωκτού, σε τι βοηθάει, πως γίνεται, έχει κίνδυνο;
- μωρ' δεν γαμιέσαι ν' ασπρίσεις; [σ.ς.: παραθέτει ορισμό και λυνξ του σλανγκρρρ]. Μήπως έχει αυτό το νόημα η λεύκανση πρωκτού;
- Δε νομίζω. Έχει να κάνει με το σπέρμα που ενδεχομένως να λούζεται κανείς μετά τη σεξουαλική πράξη. Υ.Γ.: Μη το πιείτε, λουστείτε.
- Άσπρος κώλος ξέξασπρος κι' απο τη «λεύκανση» ξεξασπρότερος...
(διάλογος οπισθογεμών πατρινών, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified