Ο πολύ λεπτός, ο χτικιάρης, ο χλεμπονιάρης εις την Τζυμπριακήν.
Ένει πολλά παστός ο Πανίκος, φου ενά του κάμεις και πεύκει τσειαχαμέ!
Ο πολύ λεπτός, ο χτικιάρης, ο χλεμπονιάρης εις την Τζυμπριακήν.
Ένει πολλά παστός ο Πανίκος, φου ενά του κάμεις και πεύκει τσειαχαμέ!
Got a better definition? Add it!
Ο γελοίος και σιχαμένος καραγκιόζης, ο μαλάκας, ο νταλάρας. Κατά το αγγλοσαξωνικό asshole.
«Τα κωλοτρυπίδια να βαράνε τις σάλπιγγες
Και τα μυγοχέσματα να δίνουν εντολές
Να ρυθμίζουν με σφυρίχτρα το εν-δυο οι μικροτσούτσουνοι
Το πόδι να βαράνε οι το στανιό μου μέσα»
Υβρεοπομπή, Φοίβος Δεληβοριάς.
Got a better definition? Add it!
Περισσότερο light και λιγότερο βλάσφημη απόδοση του «γαμώ την Παναγία μου», η οποία επιτρέπει στο χριστεπώνυμο πλήθος να εκτονώνεται χωρίς όμως να καίει το μεταθανάτιο πολιτικό του κεφάλαιο.
Παραλλαγές περιλαμβάνουν το γαμώ την πανακόλα καθώς και το «γαμώ τον Αγιατολλάχ μου» που οι παλαιότεροι ίσως θυμούνται από τα χρόνια της Ισμαμικής Επάστασης στο Ιράν.
«Τα μουνιά καπέλα, οι πάρε τ΄ αρχίδια μου
Οι την Παναχαϊκή μου και τα χεζοβολιά
Να ακολουθούν τα παινεμένα μουνόπανα
Του κώλου τα εννιάμερα κι οι γάμησέ τα»
Υβρεοπομπή, Φοίβος Δεληβοριάς
Got a better definition? Add it!
Πυρετός που πλήττει κάθε πύρκαυλο, έγκαυλο, ή οιονδήποτε έχει απολέσει τα ωά τε και τα πασχάλια λόγω ερωτικής ή άλλης διεγέρσεως.
Η λόγια αυτή έκφραση χρησιμοποιείται κατά κόρον από τον Α. Εμπειρίκο στο αριστουργηματικό του έργο Μέγας Ανατολικός.
«Καυλοπυρέσσων ων, πήγαινα στο κρεβάτι κι έκανα πλονζόν ανάμεσα στη Τζένιφερ και την Βίβιαν. Πέφτανε πάνω μου και με ξεζούμιζαν οι καριόλες. Το δωμάτιο είχε καθρέφτες παντού – όπου και να κοιτούσα έβλεπα βυζιά, μουνιά και κώλους.»
Από το blog του Πιστιρίκου
Got a better definition? Add it!
Συνθηματική λέξη για τον στοματικό έρωτα, και ιδιαίτερα τις πίπες μεταξύ ομοφυλόφιλων στον χώρο της μόδας.
Πιθανώς παραφθορά του Γαλλικού sucette, γλειφιτζούρι (βλ. σχόλια της karolinetto παρακάτω).
Τρίτη 10:00 - 10:20 πμ. Σουσέλ με τον Τάκη...
(Από το ημερολόγιο γνωστού μόδιστρου)
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για την λέξη δεδομένα κατά όσους:
α) Έμαθαν Ελληνικά διαβάζοντας Μικυμάου (ή άλλα κείμενα γραμμένα με κεφαλαία και χωρίς τονισμό),
β) Είναι άσχετοι και ηλίθιοι,
γ) Συνδυάζουν τις ως άνω ιδιότητες.
«Μαρία με τα κίτρινα με βάση τα δεδόμενα
εδώ ο πλανήτης σφάζεται και συ το παίζεις γκόμενα»
Η Κιβωτός, Ελένη Βιτάλη
Got a better definition? Add it!
Πρόσωπο που εμφανίζει τις μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας, αντιήρωας, αουτσάιντερ. Μόνιμο θύμα αδικίας ή καταδίωξης, συχνά εκ πεποιθήσεως.
Εκ του Αγγλικού underdog.
- Τι ομάδα είσαι;
- Αεκάκι, φίλε μου!
- Καλώς το υπόσκυλο!
Got a better definition? Add it!
Οτιδήποτε έχει καταστεί της μοδός, συχνά σε εκνευριστικό βαθμό.
Η έκφραση αρχικά αφορούσε στην haute couture, φοριέται όμως πλέον παντού.
«Το διαζύγιο φοριέται πολύ στις ανεπτυγμένες κοινωνίες»
(από blog)
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για τον πούτσο, στην τοπική διάλεκτο της Μάνης.
- Κουμπάρε, πάω για κυνήγι.
- Θα πιάσεις ένα μπουλούκι πόντσους!
Got a better definition? Add it!
Οι όρχεις, τα αρχίδια, τα καλαμπαλίκια. Χωρίς αυτά, κοκό γιοκ!
«...οι μονίμως ανικανοποίητοι δημόσιοι υπάλληλοι απεργούν γράφοντάς μας στα κοκόβια τους, ζητώντας αυξήσεις και προνόμοια που θα πληρώσει ο φορολογούμενος που δεν βγάζει ούτε τα μισά για διπλή εργασία...»
Από forum
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!