Ανήκει σε ευρεία συνομοταξία ηθικοπλαστικών σλανγκισμών που ανάγονται στην κλασσική έκφραση «το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς».

Η συγκεκριμένη εκδοχή αρχικά παρέπεμπε στο τάκα-τάκα, το εκνευριστικό παιγνίδι συνεχούς κρούσης σφαιριδίων που κρεμόντουσαν με σχοινάκι από ένα κρίκο. Τα τάκα-τάκα είχαν γίνει μανιώδης μόδα στα ύστερα χρόνια της χούντας και προκάλεσαν την οργή τόσο των νομοταγών πολιτών (πού δεν μπορούσαν να κλείσουν μάτι το μεσημέρι), όσο και τον πανικό γονέων που έβλεπαν τα δαιμονισμένα παιδιά τους να αποχαυνώνονται.

Τα τάκα-τάκα με τον καιρό ξεχάστηκαν, και η έκφραση πλέον χρησιμοποιείται αποκλειστικά σαν κήρυγμα μέτρου και εγκράτειας κατά της τοπικής αυτοδιαχείρισης.

Σλανγκασίστ: Cunning Linguist

Η έκφραση γέννησε αρκετές παραλλαγές:

- Το πολύ το τίκι-τάκα κάνει το παιδί μαλάκα.
(...επίσης αναφέρεται στον αυνανισμό και τα ολέθρια αποτελέσματα του)

- Το πολύ το τάκα-τάκα κάνει τον καρπό σου μάπα
(Η πολλή μαλακία προκαλεί σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα)

- Την πολλή τεστοστερόνη την βαριέται και ο Stallone
(...για τους μονομανείς σφίχτερμαν)

- Το πολύ το «Raus! Raus!» το βαριέται και ο Klaus!
(...για όσους πάσχουν από αγκύλωση στο δεξί)

- Το πολύ το Κάπα-Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα
(...για όσους πάσχουν από αγκύλωση στο αριστερό)

- Το πολύ το τάκα-τάκα κάνει τον αναρχικό μαλάκα
(...για να μην έχουν παράπονο και τα κουκούλια)

- Το πολύ το φίκι-φίκι κάνει το μυαλό φιρίκι
(...κινδυνολογίες ανέραστων...)

Το κλασσικό τάκα-τάκα (από Vrastaman, 29/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του Μ.Μ.Ε., τα «μέσα μαζικής εξημέρωσης»: Τύπος, ραδιόφωνο, τηλεόραση και διαδίκτυο.

Στην Ελλάδα τα μουμουέ παραδοσιακά ασκούν πίεση στον πολιτικό κόσμο με αποκλειστικό σκοπό την ανάληψη δημοσίων έργων από τούς ιδιοκτήτες τους και αποτελούν βιότοπο για την αναπαραγωγή δημοσιοκάφρων.

- Πολλοί νεοκαθαρευουσιάνοι των μουμουέ έχουν αρχίσει να χωρίζουν και λέξεις που απανέκαθεν (εσκεμμένο) ήταν ενιαίες, σαν το εξαπίνης. Οι αρχαίοι εξαπίνης γράφαν, αλλά οι τωρινοί χωριστικοί θέλουν εξ απίνης, κι ας μην υπήρξε ποτέ καμιά άπινα ή απίνη... (από εδώ)

- Για τα Μουμουέ μας, η απώλεια του Ευγένιου Σπαθάρη, του μοναδικού δασκάλου του γένους, δεν ήταν πρώτο θέμα. Πέρασε στα ψιλά... Πρώτο θέμα ήταν ο Σάκης (που πάει να τραγουδήσει στη Γιουροβύζιον) κι ο Κωστάκης (που σφάλισε τη Βουλή πριν την ώρα της).
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατουρλιό ή κατρουλιό αποκαλούνται:

  • Το κάτουρο,
  • Το καταιγιστικό κατούρημα («με έπιασε κατουρλιό»),
  • Η αποκρουστική μυρωδιά των αποξηραμένων ούρων (η κατρουλίλα),
  • Η πολύ κακιά ή ζεστή μπύρα (βλ. κάτουρο).

- Θα σας πιάσει κατουρλιό από την τρομάρα σας!!!
(από εδώ)

- Το μετρό στο Παρίσι μυρίζει κατουρλιό
(από εδώ)

- Συγγνώμη αλλά η Amstel απλά δεν πίνεται.... Χειρότερο κατουρλιό δεν υπάρχει....(H Bud Light είναι εκτός συναγωνισμού πάντα....)
(από εδώ)

- Από μαύρες, η Murphy's είναι η καλύτερη, από ελαφριές η Lapin Kulta, Tsingtao, Sapporo και μην πει κανείς την κορόνα, το μεξικάνικο κατρουλιό!
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμαστε σε γκόμενα της συνομοταξίας überhund, το ύπατο σκυλί της Ελληνικής πίστας.

Εξωτερικά κυνολογικά χαρακτηριστικά

  • Ύψος άνω του 1,75,
  • Φω βυζού,
  • Κώλος αναφοράς,
  • Μακρύ τρίχωμα θεσσαλονικί,
  • Μεϊκάπ πάνω απ' τα ρούχα,
  • Αβυζαλέο ντεκολτέ και εξώμουνο μίνι ή ξεκωλτέ παντελόνι με καμηλό,
  • Εξωτερικά στίγματα: τουλάστιχονένα ξεκωλόσημο.

    Χαρακτήρας και συμπεριφορά

  • Πρόθυμο να ευχαριστήσει το αφεντικό του, αλλά και τους φίλους και συγγενείς αυτού,

  • Ανάμεσα στις κακές του συνήθειες είναι η τάση για περιπλάνηση. Είναι συχνό το φαινόμενο χαμένων καθαρόαιμων να περιπλανιούνται ολομόναχα στα σκυλάδικα, ώσπου κάποιος να βρεθεί να τα μαζέψει (ώσπου να ξαναφύγουν),
  • Φυσικός του εχθρός τo δίμετρo ουκρανάϊζερ που του κλέβει την παράσταση,
  • Τα ημίαιμα είναι πιο έξυπνα,
  • Δεν είναι κατάλληλο για οικογένεια.

Καθαρόαιμο: Χαρακτηρίζει θηλυκά ανεξαρτήτως ηλικίας τα οποία παραείναι σκυλιά για να τα αποκαλέσεις σκυλιά. Παρεμφερείς εκφράσεις είναι το εμβολιασμένο ή το λυσσασμένο ανάλογα με την περίπτωση. Τα συναντάς παντού, αλλά ο χώρος τους είναι κυρίως σε νυχτερινά κέντρα με έμφαση στην λαϊκή ελληνική μουσική.
(από εδώ)

Αν πετάξεις μπριζόλα στον αέρα δεν προφταίνει να σκάσει κάτω... (από Vrastaman, 20/06/09)Πιο όμορφη χωρις μεικάπ (από Vrastaman, 20/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκοπρεπέστερη απόδοση του εφαψία.

Ο εφαψάκιας πάσχει από σεξουαλική παραφιλία με ζητούμενο την μη συναινετική σωματική τριβή με αγνώστους σε στενούς και συνωστισμένους χώρους όπως σε μέσα μαζικής συγκοινωνίας, μπαρ, πολιτικές εκδηλώσεις, εκκλησίες, συναγωγές, τεμένη.

Ετυμολογία: εφαψ- (εφάπτω) -άκιας.

Αυτό που τώρα με απασχολεί είναι ένα κόκκινο πανί που έχω δει από ώρα: ένα σφιχτό άσπρο παντελόνι με υποψία στρινγκ που έχει ακουμπήσει στο πλαϊνό μέρος της διπλανής, άδειας πλέον, θέσης. Εγκαθίσταμαι εκεί. Είπαμε, θα είμαι ήσυχη. Γέρνω μόνο λίγο προς το μέρος της και την ακουμπάω με το μπράτσο μου. Υγρός σπασμός αλληλούια. Εκείνη ούτε που παίρνει είδηση τη σκοπιμότητα του αγγίγματος. Ο συρμός πέφτει σε αναταράξεις. Δε βλέπω για ποιο λόγο να μην κρατήσω αυτή τη στάση μέχρι να φτάσω στο τέλος της διαδρομής.
(Η εφαψίας)

Ο original εφαψίας δεν φοράει ποτέ εσώρουχα. Το καλοκαίρι είναι η καλύτερη εποχή για να δράσει και να θέσει σε εφαρμογή τα κρυφά εφαψιστικά του σχέδια. Θα τον βρείτε συχνά να διασκεδάζει σε καλοκαιρινά μπαράκια/clubs με σήμα κατατεθέν το αεράτο-ανάλαφρο παντελόνι (κατά προτίμηση λινό) που το επιτρέπει να λικνίζεται αισθανόμενος τις εκκρεμοειδείς κινήσεις του πέους του. Κρατώντας στο ένα χέρι το ποτό κουνιέται απαλά στο ρυθμό της μελωδίας και προσεγγίζει εκστασιασμένος το επόμενο θύμα του, συνήθως από πίσω. Πρόκειται για τη στιγμή της εφαψιστικής κορύφωσης. Ο εφαψίας δεν αποζητά το σεξ παρά μόνον αυτές τις στιγμές αμοιβαίου εφαψιστικού χορού με το θύμα που ανυποψίαστα συμμετέχει...Όταν πλέον το καταλάβει είναι ήδη αργά και ο εφαψίας θα έχει ολοκληρώσει το έργο του.
(προφίλ αναγεννησιακού εφαψάκια, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψηλή και ατσούμπαλη γυναίκα της συνομοταξίας «ανεβείτε να φιλήσετε, κατεβείτε να γαμήσετε».

Εάν όμως είναι ψηλή και εύχαρις, τότε αποκαλείται λεβεντομούνα.

(Σκηνή ξεκατινάζ)

Λάουρα: - Ασταδγιάλα παλιαλόγα που σε είχα για φίλη! Ακόμα δεν κρύωσε το κουφάρι του Πέρι και συ ρίχτηκες στον Νώντα μου!

Λίλιαν: - Ουναμουχαθείς μωρή μουλάρα, σιγά τον βερμουδιάρη τον τουλομοτύρη !

(εν τω μεταξύ στις ακτές της Ναμίμπια ο Πέρι βλέπει μια σκιά ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ελληνική απόδοση του phishing, της ηλεκτρονικής απάτης που προσπαθεί να παρασύρει τα θύματα της στο να αποκαλύπτουν προσωπικά τους στοιχεία (π.χ. όνομα, διεύθυνση, αριθμό τραπεζικού λογαριασμού ή πιστωτικής κάρτας, ΡΙΝ και δεν συμμαζεύεται).

Ο πσαράδες χρησιμοποιούν μπαμπέσικες τακτικές όπως την αποστολή πλαστών εμαιλ δήθεν από γνωστή τράπεζα, εταιρεία, δημόσιο οργανισμό, ή γνωστή ιστιοσελίδα ηλεκτρονικού εμπορίου.

Σε άλλες περιπτώσεις, αποστέλλονται πιμί από λιμπιντιάρικα γυναικεία νικ που υπόσχονται να στείλουν φωτογραφία εάν τους στείλεις την ηλεκτρονική τους διεύθυνση. Όσοι κυβερνοπέφτουλες ανταποκριθούν μοιραίως θα βρεθούν προ εκπλήξεων.

- Ρε φίλε καλημέρα. Κάποιο άτομο, μάλλον γυναίκα πρέπει να ναι, χρήστρια του slang, cindyforallλέγεται, μου έστειλε μήνυμα λέγοντας πως της άρεσε το προφίλ μου (μια φωτογραφία από Καστελόριζο υπάρχει εκεί) και ζητάει mail, και θέλει λεει να μάθει κάποια στοιχεία για μένα. Λεει πως αν τα στείλω, τότε θα μου στείλει φωτογραφία. Έχει κάνει κάτι αντίστοιχο και σε σένα; Κάτι μου λεει πως το χει στείλει σε πολλούς. Εγώ πάντως δεν νομίζω πως θα στείλω τίποτα. Κάτι δε μου αρέσει.

- Και σε μένα και σε άλλους. Μάλλον κάνει πσάρεμα για πιστωτικές κάρτες και έτσι. Μακριά φίλε μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ πικρός καφές, έτσι όπως συνηθίζουν να τον πίνουν σε κηδείες και μνημόσυνα.

Το άκουσα από κουραδόμαγκα γονέα σε παιδικό πάρτι.

- Πώς προτιμάτε τον καφέ σας;
- Σκέτο, γουλιά και φέρετρο.

προσέξτε την κατευθυνση των προτεταμένων άνω άκρων (από xalikoutis, 15/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ρατσιστική διατύπωση του Αλβανός.

Η γεωγραφική περιοχή της Αλβανίας αναφέρεται ως Αρβών από τον Πολύβιο (2ο αιώνα π.Χ.), η δε λέξη Αλβανία καταγράφηκε για πρώτη φορά από τον Πτολεμαίο το Γεωγράφο (130 μ.Χ.).

Εκ της Αρβώνος προκύπτει και η λέξη Αρβανίτης. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος επιφανών Αρβανιτών στην Επανάσταση του 1821 είναι γνωστή. Χαρακτηριστικά, ο Ναύαρχος Κουντουριώτης έδινε τα στρατιωτικά του παραγγέλματα στα Αρβανίτικα, την γκέκικη διάλεκτο των αλβανικών.

Οι σύγχρονοι Αλβανοί αυτοαποκαλούνται Σκιπτάρ.

- ...τα αλβανά όσο ρήμαξαν και λήστεψαν την Ελλάδα προίκισαν σπίτια στην Αλβανία με τα κλεμμένα, πολλοί απο αυτούς έμειναν εδω κι έφτιαξαν σπίτια και μαγαζιά και πάλι μερσεντές έχουν. Στο μεταξύ όμως οι έλληνες πολίτες στενάζουν απο την οικονομική λεηλασία του επι 5 έτη 'καταλληλότερου΄...
- ...Για το χάλι μας δε φταίνε τα «αλβανά» ή ότι άλλη εθνικότητα θες, αλλά η (μη) πολιτική μας...

(Διάλογος από blog)

(από johnblack, 11/06/09)(από xalikoutis, 12/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουσκαρτάδες αποκαλούνται οι μικροπωλητές που πουλάνε με το καροτσάκι τους κυρίως λουκανικούμπες κι αναψυκτικά στους δρόμους του Μανχάταν και ειδικά στο Central Park. Εκ του push cart.

Τον 19ο αιώνα σχεδόν όλοι οι πουσκαρτάδες ήταν Έλληνες. Έκαναν το σκατό τους παξιμάδι, ξοδεύοντας μόνο 5 σεντς από τον ημερήσιο τζίρο που (στην καλύτερη περίπτωση) ανερχόταν $1 ευελπιστώντας μια μέρα να επαναπατριστούν με την περιουσία τους.

Στον 20ο αιώνα, και μέχρι την δεκαετία του 70, οι Έλληνες εξακολουθούσαν να μονοπωλούν το επάγγελμα του πουσκαρτά. Μερικοί διεύρυναν την πραμάτεια τους, προσφέροντας παγωτά, κάστανα, ακόμα και φραπέ. Με σάλιο και υπομονή, το οικονομικό και βιοτικό επίπεδό των Ελλήνων πουσκαρτάδων ανέβηκε σηματικά και στα 80ς οι περισσότεροι παρέδωσαν τα καροτσάκια τους σε Πορτορικανούς οι οποίοι με την σειρά τους τα παρέδωσαν σε Ινδούς, Πακιστανούς και Αιθίοπες στα 00ς.

Απομένουν πια ελάστιχοι Έλληνες πουσκαρτάδες στους δρόμους της Νέας Υόρκης.

Διάλογος με πουσκαρτά:

- Πατριώτη πόσο κάνjει η σαμίτσα;

- Ένα κόρι. Λέρωσε το μέρος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified