Η λέξη τσιράκι, στα τουρκικά [τουρκ. çιrak], αναφερόταν αρχικά στον μαθητευόμενο τεχνίτη, δηλ. στον νέο που μάθαινε την τέχνη του κοντά σε κάποιον μεγαλύτερης ηλικίας μάστορα.

Μετά την παραφθορά που υπέστη η λέξη στο πέρας του χρόνου, κατέληξε να περιγράφει το άτομο που προσδοκά σε προσωπικό όφελος, προσκολληθέν σε κάποιον ανώτερο ή έστω ισχυρότερο παράγοντα.

  1. Σύνθημα δεκαετίας '80:

Όχι στα τσιράκια των Αμερικανών

2.

- Ρε, θα μιλήσεις με το διευθυντή για την άδεια μου;
- Τι λες ρε όργιο, τι νομίζεις ότι είμαι, κανά τσιράκι; Άδειασέ μας τη γωνιά σε παρακαλώ....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη, προερχόμενη από τον σοφό λαό, που περιγράφει τον δημόσιο δρόμο, έξω από χωριό ή κατοικημένη περιοχή. Πρόκειται περί ουσιαστικοποίησης του επιθέτου «δημοσία» (οδός), με μετάθεση του τόνου.

- Γιαγιά, ψάχνω τον γιό σου, τον Σήφη, ξέρεις που είναι;
- Τον έχω ειδομένο δίπλα από τη δημοσ(ι)ά, πριν από λίγο, παιδί μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση μεταφορικής σημασίας, που χρησιμοποιείται συχνά σε πολιτικές συζητήσεις.

Η σημασία της είναι, ότι κάποιος ασκεί έντονη κριτική (κριτική με δόντια...), με ήπιο ωστόσο τρόπο.

  1. Απόσπασμα άρθρου εφημερίδας:

Εσφαξε με το βαμβάκι τον Αλ. Παπαδόπουλο. “Κομψό άδειασμα” επεφύλασσε και για τις δηλώσεις του Αλέκου Παπαδόπουλου (για ανάγκη να μας ορίσει το ΔΝΤ την οικονομική πολιτική που θα ασκούμε). Παρότι προέβλεψε ότι το έλλειμμα θα ξεπεράσει το 3%, επισήμανε ότι θα “πρέπει να αποφύγουμε αναγκαστικές επιλογές για την Ελλάδα”. Σημείωσε πάντως ότι τα προβλήματα της οικονομίας “είναι πολιτικά”. “Το έλλειμμα αξιοπιστίας και η αδυναμία διαχείρισης έχουν να κάνουν με πολιτικές επιλογές αυτής της κυβέρνησης”, σημείωσε ο κ. Παπακωνσταντίνου. Διαβεβαίωσε δε ότι το ΠΑΣΟΚ δεν προτίθεται να κάνει “απογραφή” εφόσον έρθει στην κυβέρνηση«.

  1. Δήλωση Τσάβες, σε μετάφραση:

Οσο για τον Τσάβες, δεν αντέδρασε αμέσως στην πρόκληση του Ισπανού μονάρχη, αλλά τον έσφαξε με το βαμβάκι στην «Ελ Μούντο» και σε άλλα ΜΜΕ: «Τον σέβομαι ως βασιλιά, αλλά δεν δικαιούται να μου λέει να το βουλώσω. Κανένας αρχηγός κράτους δεν μπορεί να φέρεται έτσι στους ομολόγους του....»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμη έκφραση με τις ευρέως διαδεδομένες «ζαλίζω τ'αρχίδια» ή «σπάω τα αρχίδια» κάποιου.

Πολύ ευγενικότερη και φιλική, ταιριάζει σε δημόσιες εμφανίσεις παρουσία ατόμων, στα οποία δεν πρέπει να εκτεθούμε ή να δώσουμε αρνητική εικόνα.

  1. Σχόλιο σε forum διαδικτυακό:

«Τί διαφορετικό απ' αυτό που λες εδώ λέω εγώ; Γιατί λοιπόν μας ζαλίζεις τον έρωτα σε κάθε ευκαιρία που θα κριτικάρουμε τον λεβέντη λέγοντας ότι όποιος »κατηγορεί« τον Σοφο είναι είτε προκατειλλημένος είτε δεν ξέρει από μπάσκετ είτε κάτι άλλο εκτός από καλοπροαίρετος»;

  1. - Αγόρι μου, πάρε μαζί το φαγητό σου, θα πεινάσεις!
    - Άσε ρε μάνα, μη μού ζαλίζεις τον έρωτα πρωινιάτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός με αποδέκτες τις παχουλές, ευτραφείς γυναίκες. Ο συνειρμός είναι εμφανής: μεγάλη ποσότητα κρέατος, λόγω φαγητού.

- Ρεεε, μην καρφώνεις έτσι, θα μάς κάνεις ρόμπα... Πως χάσκεις έτσι;
- Την βλέπεις την κρεατωμένη εκεί στη γωνία... Πρέπει να κάνει τρελά σχέδια στο κρεβάτι...

Με στόχο την κρεάτωση... (από krepsinis, 12/02/09)Κρεατωμένη και ετυχισμένη! (από krepsinis, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «μετερίζι», λέξη που πέρασε στη γλώσσα μας από τα τουρκικά, αλλά με ρίζα στα φαρσί [φαρσ. meteris, -iz], περιγράφει τη θέση μάχης που λαμβάνεται με προφύλαξη από τα πυρά του εχθρού σε κάποιο σταθερό σημείο.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον ορκισμένο αγώνα κάποιου, για σκοπό τον οποίο θεωρεί ιερό.

  1. Παραθέτω απόσπασμα άρθρου από το διαδίκτυο:

Κατα την περίοδο 1990-91 ο εν λόγω τότε βουλευτής εκλήθη να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία. Τότε λοιπόν το σώμα ψήφισε νόμο για την συγκεκριμένη περίπτωση, έτσι ώστε να υπηρετήσει μονάχα 6 μήνες. Η ατάκα -ιστορική από τότε- που βγήκε από το στόμα του νεαρού βουλευτή Βουλγαράκη ήταν: «εγώ υπηρετώ από άλλο μετερίζι»

  1. Άρθρο της Ελευθεροτυπίας

Λάρισα: 2.000 τρακτέρ στο μετερίζι της Νίκαιας

Στη Νίκαια Λάρισας και στον Προμαχώνα Σερρών χτυπά από χθες η «καρδιά» αυτής της αγροτικής κινητοποίησης. Είναι τα μόνα πλέον μεγάλα μπλόκα, στα οποία έχουν σπεύσει και τα τρακτέρ από άλλα μπλόκα που έχουν διαλυθεί. Τον αγώνα συνεχίζουν και οι Κρητικοί αγρότες, που σκοπεύουν να έρθουν στην Αθήνα και να πολιορκήσουν το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης.

Κι αυτός σε μετερίζι, εξ απαλών ονύχων... (από krepsinis, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πτώχευση, η χρεωκοπία.

Λέξη δάνειο από τα ιταλικά [ιταλ. fallimento].

Ευρέως χρησιμοποιείται και ο εξελληνισμένος ρηματικός τύπος «φαλιρίζω».

  1. Σχόλιο από διαδικτυακό forum:

«Η Destinator απ' όσο έμαθα από άτομα που ασχολούνται με τον χώρο βάρεσε φαλιμέντο και τελικά εξαγοράστηκε από κάποια άλλη εταιρεία. Δεν ξέρω τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στα προϊόντα της, πάντως καλό αποκλείεται να είναι -αφού σε αυτές τις περιπτώσεις, των εξαγορών έπεται μια περίοδος »εγκλιματισμού« των νέων κατόχων.»

Γελοιογραφία της εποχής χρεωκοπίας Τρικούπη. Πόσο μοιάζει ο Threecup, με τον GAP; (από GATZMAN, 14/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όνυξ του όνυχος, το νύχι στα αρχαία ελληνικά. Από τότε που να νύχια είναι απαλά, δηλ. από την παιδική ηλικία. Ευρέως χρησιμοποιούμενη έκφραση, κλασσική πια σε πλείστες περιπτώσεις.

Περιγράφει το μακρύ χρονικό διάστημα.

  1. Τίτλος άρθρου εφημερίδας Καθημερινή:

«Κατάθλιψη εξ απαλών ονύχων».

  1. Τίτλος άρθρου εφημερίδας Βήμα:

«Φουγάρα εξ απαλών ονύχων οι Ελληνες »

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που έχει περάσει στο πάνθεο των κλασσικών και την ακούμε συχνάκις.

Το νόημα που ενέχει είναι απλό: κάνω κάτι που είναι κατακριτέο και λανθασμένο, αξιόμεπτο και παράλληλα γίνεται αντιληπτό.

Ακριβώς όπως η χεσμένη φωλιά μυρίζει και γίνεται αντιληπτή, παρομοίως και η πονηριά.

  1. Αααα έχεις χεσμένη την φωλιά σου... Και μας το παίζεις και υπεράνω!

  2. Απόσπασμα άρθρου εφημερίδας το Ποντίκι:
    «Οι «πράσινοι» είχαν, λοιπόν, «χεσμένη τη φωλιά» τους, γι’ αυτό και ψέλλισαν τον Νοέμβριο κάποιες αντιρρήσεις, αλλά δεν ξεφώνισαν την ιστορία του Δούκα».

  3. Τίτλος άρθρου της εφημερίδας Μακεδονία:
    ΥΠΕΕ: Με... λερωμένη φωλιά οι τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις Εκτυπώσιμη σελίδα

Φωλιά χρηματιστηριακής εταιρίας και χεσμένη... (από krepsinis, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά ο πολύ ψηλός και λεπτός άνθρωπος. Στην κυριολεξία είναι ο γνωστός μας πελαργός [τουρκ. leylek].

.

- Ρε, ποιος είναι το λελέκι εκεί χάμου;
- Ο γιός της κυρα Μαρίας, δεν τον ξέρεις;
- Δυο μέτρα είναι ο πούστης... Μπράβο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified