Ο χωριάτης (με την υποτιμητική έννοια), ο άξεστος, χωρίς τρόπους και ευγένεια. Μάλλον προέρχεται από το γνωστό τραγούδι του Μ. Καλογιάννη: «ο Μήτσος απ' τα Φάρσαλα, κάνει τον αρχιγκάγκστερ».

Γιατί ρε Κώστα μου βγαίνεις έξω με το άσπρο καλτσάκι, σαν παλιόμητσος;

(από Khan, 26/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άγριο ζώο. Ως χαρακτηρισμός προσώπου, δείχνει υποτίμηση, περιφρόνηση, για κάποιον που με τρόπο πανούργο προσπαθεί να εκμεταλλευθεί κάποιον.
Η ρίζα της λέξης είναι από τα βλάχικα ή τα αλβανικά, [βλάχ. zulap(e) -ι ή αλβ. zullapi]

- Ποιον νομίζετε ότι θα κοροιδέψετε ρε ζουλάπια, εμένα; Εγώ, όταν εσείς πηγαίνατε, ήδη ερχόμουνα...

Βλ. και σχετικά έχνος, το, ζούδι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιάνθρωπος, ο αχρείος, ο τιποτένιος. Προέλευση από τα βενετσιάνικα canagia.

- Αλήτη, κανάγια, δεν θα σε αφήσω να μου κλείσεις το σπίτι και να αμαυρώσεις την τιμή της κόρης μου!

(από jimakos, 04/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση επιφώνημα, όταν αντικρίσουμε γυναίκα με μεγάλα στήθη (κοινώς μαστάρια). Προέρχεται από τη γνωστή ισπανική μαλακία.

Ω ρε Ισπανία... Τι βύζοι είναι αυτοί, για δες το μουνάκι απέναντι... όλα τα λεφτα...

Hispano-Suiza  (από Vrastaman, 10/09/08)Hispano-Squeeza (από Vrastaman, 10/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση εν είδει υπερβολής, η οποία αναφέρεται στα υπέρογκα χρέη που έχει κάποιος. Εξαιρετικά εύστοχη στις μέρες μας, που οι τράπεζες έχουν τεράστιες κερδοφορίες. Τα χρέη είναι ανάλογα της γεωγραφικής απόστασης μεταξύ Ελλάδος και Ονδούρας.

- Είδα τον Γιώργο χθες, χάρηκα που τα πάει καλά, η δουλειά του ανθίζει.
- Ποιος ρε, ο Γιώργος; Πλάκα μου κάνεις; Αυτός χρωστάει από 'δώ μέχρι την Ονδούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γεράκι στην Πελοπόννησο, λόγω του ότι σκίζει τον αέρα με σβελτάδα και ταχύτητα. Κατά το γνωστό λεγόμενο γαμεί και δέρνει, ήτοι επιβάλλεται ως ο άρχων των αιθέρων.

- Για δες τον αερογάμη πώς φεύγει σφαίρα.
- Πού;
- Εκεί, βλέπεις; Κοντά στη μεγάλη βελανιδιά, απέναντι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πονηρούλης και μουλωχτός, αυτός που κινείται κρυφά και υποχθόνια. Παράγωγο της μεταφορικής χρήσης της λέξης πούστης, δηλ. αυτός που δεν είναι ευθύς και δεν έχει μπέσα, όπως οι ομοφυλόφιλοι που κρύβονται, φοβούμενοι αντιδράσεις.

- Η μάνα μου είδε τον Ηλία χθες και τής έπιασε κουβέντα για τη Μαίρη, αν είμαστε μαζί κι έτσι.
- Είναι μία πουστρίτσα αυτός... Δε ρωτάει εσένα ευθέως, αλλά πάει να ψαρέψει τη μάνα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός και ευγενικός - κωδικοποιημένος τρόπος, προκειμένου η γυναίκα να δηλώσει ότι έχει αρχίσει η περίοδός της. Η Ρωσία κάποτε ταυτιζόταν με το κόκκινο χρώμα, όπως και η έμμηνη ρύση.

- Γιατί μωρό μου δεν με αφήνεις να βάλω το χέρι μου εκεί που θέλω;
- Μη με παρεξηγείς, σήμερα ήρθαν οι Ρώσοι και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.

Avanti popolo! (από Vrastaman, 10/09/08)Ήρθαν οι ρώσοι, ήρθε η λύση. (από Galadriel, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασσική Θεσσαλιώτικη έκφραση, που ειπώθηκε σε τοπικό κανάλι της Λάρισας μεταξύ δύο ποδοσφαιριστών της ΑΕΛ, κατά τη διάρκεια ζωντανής συνέντευξης μετά το τέλος του αγώνα. Το ρήμα τηράω, -ω είναι το αρχαιοελληνικό κοιτάω, ενώ ο μούτος παραπέμπει στο αγγλικό mute, δηλαδή βουβός.

- Η ομάδα πραγματουποίησε μία αξιόλογ' εμφάνισ'...
(ψυθιρίζοντας στον συμπαίκτη που στέκεται δίπλα χάσκοντας)
Τήρα ρε μούτε, μάς παίρνουν τα βίντηα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν προσεγγίσουμε τον όρο κατά λέξη, είναι ο άρχων των ομοφυλοφίλων, ο επικεφαλής, ο αρχηγός. Κατά το Ίλαρχος, Ίππαρχος, Δήμαρχος, ο καθοδηγών τους πούστηδες. Το νόημα ωστόσο παραπέμπει στην άλλη έννοια που ενέχει η λέξη, δηλ. στον φορέα κακίας, πονηριάς, ψεύδους και βλαπτικότητας. Το δεύτερο συνθετικό τονίζει έντονα το μέγεθος της κακότητας του ατόμου, είναι κάτι παραπάνω από «πούστης», δεν «εξηγείται πούστικα» ούτε «κάνει πολλές πουστιές». Κάποιες φορές στον στρατό χρησιμοποιείται εναλλακτικά και ως ο οπλίτης που κάνει ό,τι πουστιά περνάει από το χέρι του για να «χώσει» μέσω του βύσματος που διαθέτει τους άλλους φαντάρους.

- Ρε συ, αυτό το κωλόπαιδο ο Μίμης, συντοπίτης σου δεν είναι;
- Μην τον αναφέρεις καθόλου αυτό το αρχίδι, πρόκειται για μεγάλο πούσταρχο, πραγματικά μισητή μορφή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified