Έκφραση που χρησιμοποιούνταν ως επιχείρημα των απανταχού Εθνικοφρόνων - Αμερικανοσφουγγοκωλαρίων για να δείξουν τη φτώχεια στις χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ. Τέτοια ήταν η φτώχεια των ανθρώπων που, με μία οδοντόκρεμα, τους έπαιρνες τις γυναίκες. Κατά περίπτωση η Κολυνός αντικαθίσταται από το καλτσόν, αντικείμενο σε έλλειψη τότε.

Φιλαράκι πήγαμε Βουλγαρία και γυρίσαμε προχθές, με Κολυνός βγάζεις γκόμενα και με παπάκι τη Μις Βουλγαρία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις πλέον ιστορικές ατάκες της κυρά Όλγας, στη θρυλική κασέτα των Πατρινών φαντάρων με τις τηλεφωνικές φάρσες. Από το company ή compania, δημιουργείται ο ελληνισμός «κούμπανιν», δηλ. ομαδικώς. Το ΣΙΑ παραπέμπει στην εταιρική σχέση συνεταίρων.

Παράθεση από τη φάρσα «εγώ μωρή καργιόλα, εσείς γαμιόστε κούμπανιν και ΣΙΑ στα ξενοδοχεία».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο στήθος στα καλιαρντά.

Ίσα μωρή λούγκρα, που μου έσκασες μύτη στο κλαμπ με καρφωτό κατσικανό και κουραδοκόφτη....

Ίσα μωρή λούγκρα, που μου έσκασες μύτη στο κλαμπ με καρφωτό κατchικανό και κουραδοκόφτη.... (από BuBis, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Οι τρίχες της ευαίσθητης ανδρικής περιοχής αποτελούν πρόβλημα μόνο σε περίπτωση μικρού μεγέθους.

Σταμάτα ρε να παραπονιέσαι και να μας ζαλίζεις τ' αρχίδια, τον κοντό τον πούτσο οι τρίχες τού φταίνε.

Της κοντής ψωλής, οι τρίχες της φταίνε. (από Cunning Linguist, 15/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρέως γνωστό και ως κωλομέρι, ο κώλος αποτελείται από δύο κωλομάγουλα, εν είδει ανθρωπομορφισμού: το πρόσωπο έχει δύο μάγουλα, κι ο κώλος τα δικά του κωλομάγουλα.

Για δες κωλομάγουλο το Κατερινάκι... Ωραίο θέαμα!

(από tasurmata, 03/12/10)(από tasurmata, 04/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σύναξη των γιαγιάδων της γειτονιάς στα χωριά της βόρειας Ελλάδας. Σε αυτοσχέδιο πάγκο συνήθως, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, αποτελεί το σημείο αναφοράς στον μικρόκοσμο των γιαγιάδων. Η λέξη είναι σλαβικής προελεύσεως, από το ρήμα sobrat' (собрать, στα ρώσικα) που σημαίνει συγκεντρώνομαι. Λόγω γεωγραφικής εγγύτητας της Θεσ/νίκης στην πρώην Γιουγκοσλαβία μάλλον προέρχεται από το σερβικό sobrati, το οποίο αναφέρεται και σε συνελεύσεις της Βουλής, πολιτικές συνάξεις.

Έφαγες αγόρι μου; Θα πάω στο σόμπορο με την Τασούδα, θέλεις κάτι άλλο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκικής προελεύσεως λέξη, συνώνυμη του ηλιθίου ή βραδύνοος ανθρώπου. Συναντάται και στο θηλυκό, ως αχμάκω. Κοινός όρος στη βόρεια Ελλάδα.

Καλό παιδί ο Γιάννης, αλλά λίγο αχμάκης ρε παιδί μου, συμφωνείς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο ρήμα του ρήματος στειρώνω, χρησιμοποιούμενο ως επί το πλείστον για τη στείρωση κριαριών και τράγων. Σύνηθες στη νότια Ελλάδα.

Αν ξαναπάρεις το αυτοκίνητο χωρίς να με ρωτήσεις καημένε μου, θα σε μουνουχίσω σαν κριάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο γένους θηλυκού, το οποίο εμφανίζει έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, στο σημείο που να στραγγίζει τους ανδρικούς όρχεις από σπέρμα.

Η Ματούλα είναι μεγάλη στραγγαρχίδω, πρέπει να έχει πάρει όλο το στρατόπεδο, δεν τη σταματάει τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και ως τσούπρα. Ο όρος είναι συνώνυμο της λέξης κορίτσι, κοπέλα. Χρησιμοποιείται μόνο στην Πελοπόννησο και κατά πάσα πιθανότητα είναι σλαβικής προελεύσεως, αφού στα σερβικά το κορίτσι είναι cura (цура).

Πώς μεγάλωσε έτσι η τσούπα σου, τρόμαξα να τη γνωρίσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified