Επίρρημα τροπικό, που σημαίνει χωρίς επιφύλαξη, ευθέως.

Μπορεί στο κατάλληλο πλαίσιο (καταστάσεις μέθεξης και γλωσσικής ελευθεριότητας) να εκπέσει σχεδόν σε επιφώνημα και μονολεκτική καταφατική απάντηση γενικής χρήσης κλπ (διατηρώντας μάλλον συντακτικά την επιρρηματική θέση).

«Ανοιχτά» σε αυτές τις περιπτώσεις σημαίνει:

- αβλεπί, χωρίς δεύτερη σκέψη, αβολοντέ, χύμα, έως και με ντου...
- σίγουρα, αυτονόητα, στάνταρ, κάργα, ψήνομαι....

  1. - Το αδερφάκι σου μου χει σπάσει τα νεύρα φίλε... θα του την πω, δε γίνεται....
    - Ανοιχτά μαλάκα, μην κολλάς, άμα τον παίζει χώσε τον, καλό του κάνεις....

  2. - Την καθίζουμε την πρόκα στον αρχιδάκο;
    - Ουου, ανοιχτά, να πα να γαμηθεί ο λούλης....

  3. - Την πέφτω στο Μαριώ απόψε, έτσι; - Ανοιχτά δικέ μου, κι εγώ μαζί σου....
    - Χμμμμμ, λες;

  4. - Να κάνω clopy paste αυτή την εισαγωγή ρε συ;
    - Ανοιχτά! Μη μασάς ρε, πάρε ό,τι γουστάρεις....

  5. - Λέμε και στον Παύλο για το εκδρομάκι;
    - Ανοιχτά!

  6. - Μάλλον νίτσα η Ξένια, ε;
    - Ανοιχτά!... μη σε ξεγελάει το μουτράκι και το υφάκι, στο interrail είχαμε μείνει μαλάκες, είχε πάει με την Ευρώπη των 25....

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματική χρήση του ρήματος «γκίζω» (αγγίζω) από την Κρήτη –το ρήμα κλίνεται κανονικά, μέχρι και προστακτική «γκίξε» υπάρχει, γι' αυτό δε βάζω απόστροφο.

Σημαίνει «μου τη σπάει», «μου τη δίνει (στα νεύρα)», με εκνευρίζει, με χαλάει. Ακουμπάει «γυμνό νεύρο» που λέει και ο Papahelas.

Μου γκίζει που τα πάντα μου γκίζουνε...

(το motto ενός προφάνουσλυ Χανιώτη από φόρουμ ποδηλασίας –τα Χανιά έχουν παράδοση στο άθλημα).

και εγένετο... (από xalikoutis, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση δεν απευθύνεται κατ' ανάγκη προς άτομα που τον παίρνουν κι απ' τ' αυτιά. Είναι ένας λεπταίσθητος τρόπος να διαμαρτυρηθείς για την μπουνταλάδικη μειωμένη ακουστική αντίληψη του συνομιλητή σου, ιδίως στην περίπτωση που η προσπάθεια χαμηλόφωνης επικοινωνίας σε κρίσιμο ζήτημα αποτυγχάνει επανειλημμένα.

Συνώνυμη φράση: βγάλε τα γράσα απ' τα αυτιά.

Ηχηρή (...) βρισιά γιατί θίγει σωματικό έλλειμμα του υβριζομένου - όπως μας μαθαίνανε να πραγματολογούμε και τον Οιδίποδα στο σχολειό (τη φάση που λέει ο Οιδίποδας στον Τειρεσία «τυφλός τα τ' ώτα, τον τε νουν, τα τ' όμματ' ει»).

- (χαμηλόφωνα) Κόψ' τις ρε φίλε που σηκώνονται να πάνε στη μπάρα και καλά...
- Τι;
- Πίσω σου ρε μαλάκα λέω, πάνε...
- Τι μου λες ρε μαλάκα....
- Ε γαμώ τ' αυτιά σου ρε Κρέοντα...

(από Vrastaman, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περισσότερο μαμαδίστικος ή γιαγιαδίστικος παρά μπαμπαδιστικος όρος για όταν βράζει ο τόπος, σκάει ο τζίτζικας κλπ

- Ζέστη ρε μάνα...
- Τι ζέστη παιδί μου, Βραζιλία!

Βράζει ο τόπος, σκάει ο τζίτζικας, κόλαση! (από Vrastaman, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ελπίζω να καλύπτω ένα κενό στην περιγραφή της φαινομενολογίας / ανθρωπολογίας της καθημερινής ζωής με αυτήν την λεξιπλασία (ή μήπως είναι νεολογισμός;).

Μπιρκενστόκος είναι ο άρρην θιασώτης των σανδαλιών Birkenstock που έχουν μια μακρά αλλά όχι και τόσο ενδιαφέρουσα ιστορία (αν εξαιρέσεις ίσως την ιδέα του Konrad Birkenstock, εγγονού του ιδρυτή της δυναστείας, που έφτιαξε το πρώτο σανδάλι που μιμούνταν τη δομή και τις γραμμές ενός υγιούς ποδιού - εκεί δίνω ένα σπεκ).

Ωστόσο ο μπιρκενστόκος είναι κάτι παραπάνω από ένας προσεκτικός ως προς την κυκλοφορία των κάτω άκρων του ανθρωπότυπος. Έχοντας εκλεκτικές συγγένειες με τον διχάλα 1-4 (λήμμα που οφείλετε να συμβουλευτείτε), ο μοδάτος αυτός στόκος προτιμά το δημοφιλέστατο στις γυναίκες μοντέλο Gizeh, που ανήκει στην εύγλωττη κατηγορία thong sandals, το οποίο - στις γυναίκες επιμένω - μετά το πρώτο ξένισμα που μας προκάλεσε, άρχισε να εκλύει τις ποδολατρικές τους φερομόνες φορεμένο κατά συρροή από μικρά ποδολογικά κομψοτεχνήματα.

Στους άντρες όμως; Δεν μιλάμε φυσικά εδώ για τους ασπροκάλτσες, αλλά για τους φορώντες τα συγκεκριμένα σανδάλια (ή τα «αντρικά» Medina) που ανήκουν σε μια ή και στις 2 παρακάτω κατηγορίες:

α) περιποιημένους ή απεριποιήτους ακομπλεξάριστους στρέι σύγχρονους καλλιτεχνο-ηθοποιούς Σπανιώληδο-υγιεινιστές που αγαπούν τόσο πολύ τον εαυτό τους
β) αδερφάρες που μπορούν να φορούν ακόμα και τα εντελώς κλατσαρέ Madrid.

Και όλ' αυτά γεννούν αβίαστα το ερώτημα: αξίζει για ένα κράξιμο να κάνει κανείς μια όχι και τόσο επιτυχημένη λεξιπλασία με τη μάλλον μη κατάλληλη αλλά λογοπαιχτικά πρόσφορη λέξη στόκος; Και να ακούγεσαι και σε μερικά σημεία του παραπάνω κειμένου ως fashion-gestapo;

- Τι φοράει ο τύπος...
- Birkenstokος είναι....
- Δε λέω για τα σανδάλια, για τη μαύρη παντελόνα λέω...

gizeh (από xalikoutis, 26/05/09)medina (από xalikoutis, 26/05/09)madrid (από xalikoutis, 26/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτονομημένο το τέλος όχι ακριβώς ανεκδότου αλλά σύγχρονου νακλιού (εύθυμης αφήγησης) από την Κρήτη, στην οποία και η φράση γνωρίζει μια σχετική διάδοση (αν δεν κάνω λάθος, την είχε διηγηθεί κάποιος κρητικός αστειάτορας στο ραδιόφωνο).

Η όλη φράση είναι Μανώλη ο πίνακας, βγάζει σπίθες, φλόγες! και βρίσκει χρήσεις σε ένα ασαφές πεδίο περιστάσεων, καλύπτοντας ένα εξίσου ασαφές φάσμα νοηματικών αναγκών.

Κατά κύριο λόγο είναι μια λοιδορία προς πανικοβλαμμένα άτομα που χαώνονται σε όχι και τόσο απαιτητικές καταστάσεις, την ίδια στιγμή όμως η προέλευση της φράσης έχει βαθιά σεξουαλική/σεξιστική φαιδρότητα που διαρκώς υπονομεύει την όποια σταθερή χρήση της - ανήκει δηλαδή στην ευρεία αλλά δύσκολα ορίσιμη κατηγορία των χαβαλεδενεργικών σαχλαμαρισμών, που ανακύπτουν σε αντροπαρέες (και προχώ μικτές) που αφηγούνται σεξουαλικές τους εμπειρίες.

Αντλεί την αστεία της διάσταση από την ίδια πηγή με φράσεις όπως «το μουνί μου φλόγες βγάζει, λες να είναι πετρογκάζι», κάηκε το μουνί μας, πήρε φωτιά ο κώλος μας και άλλες που εντοπίζουν στα ευαίσθητα γενετήσια φωτιές, καύλας ή όχι.

Τη μνημειώδη φράση με κρητική τσιριχτή ηρακλειώτικη προφορά (όπως και προφέρεται) λέγεται ότι είπε κάποτε στο μέσο της σεξουαλικής πράξης κάποια κοπελιά σε κάποιο Μανώλη:

- ααααχχ, ααααχχχ... μμμ, μμμ...ΜΜΜανώλjηη... Μανώλjηη, Μανώλjηη, ο πίνακας...!!
- μβρχημμμγκχμμμ...
- Μανώλjη, ο πίνακας...!!!
- Μμβρχημμμγκχμμμρρρντα θες;
- Μανώλjη, ο πίνακαας...! Βγάζει σπίθες, φλόγες!

Είχε πάθει βραχυκύκλωμα ο ηλεκτρικός πίνακας στον απέναντι τοίχο κι έκανε εκρήξεις αλλά ο Μανώλης, αφοσιωμένος και σε ιεραποστολική στάση, δεν είχε πάρει χαμπάρι...

  1. - Ώχου, αυτό δε μπορώ να το κάνω ρε φίλε....
    - Μανώλjη, ο πίνακας! Μα τι λούλης πού 'σαι....

  2. - ... και μου λέει, ενοχλημένη και καλά, «αυτός να βάλει το παντελόνι του, γιατί ντρέπομαι» και της λέει ο Σπύρος «εσύ να μην με κοιτάς γιατί κι εγώ ντρέπομαι» ουυυυχαχαχααα....
    - Μανώλjη, ο πίνακας!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πολύ γλαφυρός τρόπος να δηλώσει άρρεν άτομο ότι έχει πολύ μακρύ μαλλί, μαλλί σε πλήρη ανάπτυξη «μέχρι τον κώλο». Η φράση γεννά τη νοητική εικόνα τριχών στην άκρη μιας μεγαλοπρεπούς κόμης να χορεύουν ανεπαισθήτως στο φύσημα του πορδικού ανέμου.

Αντλεί τη δύναμη και γοητεία της από την κοινή στα πολιτισμένα (zivilisierte) υποκείμενα αίσθηση ότι δεν πρέπει να υπάρχει κάτι πιο δύσοσμο από τρίχες επί μακρόν εκτεθειμένες σε κλανιές. Σε ένα πιο βαθύ επίπεδο, λοιπόν, ο κλάνων μαλλί συγκεντρώνει πολλαπλασιαστικά αρρενωπότητα και ρώμη από τη συνέργεια της πλούσιας κόμης και της μπρουταλίνης που εκπέμπει η χυδαιότητα/ημιαγριότητα του ασύδοτου πέρδεσθαι και δη της παραδοχής του που γίνεται με τη φράση.

Να σημειωθεί ότι, ως προς τους ρηματικούς χρόνους, απαντά συχνότερα στον παρατατικό («έκλανα μαλλί»), αναφερόμενη στο ένδοξο μεταλλάδικο συνήθως, αριστεροφρικουλιάρικο ενδεχομένως παρελθόν του χρήστη τής φράσης (με αυτήν την έννοια η φράση πέρα από ρώμη φανερώνει πιο ειδικά νεανικό σφρίγος).

  1. Πιθανόν εσφαλμένα στην αρχή, αλλά πλέον απλά προχώ- σουρεαλιστικά και αλανιάρικα, η φράση χρησιμοποιείται με την έννοια του «φοβάμαι», αντί των κλάνω μέντες, μπιφτέκια, πατάτες κλπ. (βλ. παράδειγμα 2). Θα έλεγα μάλλον ότι στον γενικά εφηβογενή αδόκιμο διαδικτυακό λόγο με την έννοια του μακριού μαλλιού η φράση δεν πολυχρησιμοποιείται, ενδεχομένως γιατί αποπνέει γραφικότητα (βλ. παράδειγμα 1).

Προσοχή: το νόημα της φράσης είναι ουσιαστικά αντίστροφο του βρωμάνε τα μαλλιά του ποδαρίλα, που έχει να κάνει με μικρό σωματικό ύψος ανεξαρτήτως κόμης, ενώ το «κλάνω μαλλί» με μεγάλο μήκος του τελευταίου, ανεξαρτήτως σωματικού ύψους.

  1. ...Άσε με ρε φιλαράκι, μέχρι τον στρατό, κι εγώ που με βλέπεις, μαλλί έκλανα...

  2. ...Ισχυει ρε, ημουν εκει και οι μπατσοι ειχαν κλασει μαλλι απο το σκηνικο γενικοτερα... (από indymedia)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Σκατόφατσα» είναι ένας προσδιορισμός που, ναι μεν αναφέρεται στο πρόσωπο ως μέρος του σώματος, αλλά χαρακτηρίζει τον άνθρωπο στον οποίο αποδίδεται συνολικά. Είναι μέγας πολυσήμαντος χαρακτηρισμός, αν το καλοσκεφτεί κανείς:

Σημασίες

α) Στις περιπτώσεις που ξεστομίζεται σε ομοβροντία μαζί και με άλλες βρισιές, το νόημά της είναι απλά «άσχημε», ειδικά όταν εκφέρεται ως «μωρή σκατόφατσα» και μπορεί και να αντικατασταθεί από το «σκατομούρη». Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, κυρίως έχει ως στόχο να εμπλουτίσει και να επιτείνει την ομοβροντία και όχι να μεταφέρει κάποιο αυτοτελές νόημα.

β) Στις περιπτώσεις που απευθύνεται προς πιτσιρικάδες και σπανίως προς πιτσιρίκες, το νόημα έχει να κάνει με το πώς η αυθάδεια, το μαλακιλίκι, το ατίθασο και η γλωσσοκοπανιά αποτυπώνονται στο ρεπερτόριο γκριμάτσων του νεαρού ατόμου (κυρίως μιλάμε για νευρικά συσπώμενα και ξερακιανά, παρ' ο,τι νεανικά, αλλά καμιά φορά και για παχουλά και κατά γενική ομολογία βλαμμένα πρόσωπα). Ήδη, όμως, μέσα από αυτή τη χρήση και το νόημα, έχουμε πλησιάσει το (γ).

γ) Το νόημα της σκατόφατσας, κυρίως προς ενήλικες και ως αυτοτελές νόημα, είναι διττό και αντιφατικό: σκατόφατσα είναι κάποιος που είναι συμπαθητικός μέσα στην αντιπαθητικότητά (λέξη κι αυτή) ή/και αντιπαθητικός μέσα στην συμπαθητικότητά του.

γ1) Εδώ μπορούμε να κάνουμε μια όχι-και-τόσο-λεπτή διάκριση. Υπάρχει η σκατόφατσα που φανερώνει τον ρηχό, αναξιόπιστο και γενικά μαλάκα άνθρωπο (ο οποίος υπό περιορισμούς και ανάλογα με τα γούστα μπορεί να είναι τέτοιος, αλλά είναι έως και συμπαθής εφόσον δεν υποκρίνεται κάτι άλλο). Είναι ο άνθρωπος, ωστόσο, που πάντα βγάζει μια ασχήμια και είναι μισητός παρά το γεγονός ότι μάλλον δεν είναι άσχημος. Ίσως να ξεφεύγει από την απόλυτη χυδαιότητα, την οποία έχουν όσοι συνδυάζουν σκατόψυχία, δειλία και σωματική ασχήμια, ίσως και όχι (βλ. παράδειγμα γ1)... Σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως κάποιος έχει σκατόφαστα και δεν είναι σκατόφατσα.

γ2) Υπάρχει όμως και η «πολύ σκατόφατσα». Πρόκειται για τον γοητευτικό μαλάκα και - εξίσου μάλλον - για τον μαλακισμένο γόη. Ειδικά αν ακούσετε γυναίκα να χαρακτηρίζει κάποιον έτσι, παναπεί ότι έλκεται από αυτόν ή αλλιώς γ-καυλώνει. Τέτοια σκατόφατσα δεν είναι απαραίτητα ο γοητευτικός ομορφάσχημος, αλλά ο άνθρωπος στου οποίου το πρόσωπο διακρίνεται σκληρότητα, εγωισμός, περηφάνια, αλλά και αναξιοπιστία -ουσιαστικά πρόκειται για τη συσσώρευση και χάραξη αυτών στο πρόσωπο τού έτσι χαρακτηριζομένου από τη διαγωγή ενός ανάλογου βίου.

α) - Τι θες ρε μαλάκα, γαμώ την πανακόλα μου, μιλάς κι όλας, σκατόφατσα - γαμημένε....

β) - Πολύ αλάνι το ξαδερφάκι σου... - Σκατόφατσα, δε λες...

γ1) - Μα τι σκατόφατσα που έχει αυτός ο Ρουσόπουλος... - Πού τον θυμήθηκες;

γ2) - Α, παίζει ο Βενσαν Κασέλ..; - Μμμ, πολύ σκατόφατσα....

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανάφυση τρίτου όρχεος, της οποίας τα καταγεγραμμένα περιστατικά και η εν γένει ύπαρξη χάνονται στην αχλύ των γενετικών μύθων, είναι παρ' όλ' αυτά η πιο γνωστή και κυρίως αμφιλεγόμενη μετάλλαξη την οποία μπορεί κάποιος άρρην να εμφανίσει. Τραγωδία ή κωμωδία; Φρίκη της δυσαρμονίας και της στυτικής δυσλειτουργίας, ή ευλογία του σπερματοπαραγωγικού back up;

Μπροστά στο ενδεχόμενο να βγάλουν και τρίτο αρχίδι, τρεμοπουλίζουν τα φυλλοκάρδια των κάθε λογής γκρηνιάρηδων, ενώ οι συμφιλιωμένοι με το γενετικό λιαξ αρακατάνγκ και τη θνητότητά τους μειδιούν στωϊκά και ολίγον ηλίθια.

- Καλά ρε μαλάκα, ερχόμαστε στη φύση για να φάμε κονσέρβες;... κι όχι τίποτα σοφτ, από το LIDL να 'ούμε;
- Το πολύ πολύ να βγάλεις τρίτο αρχίδι...

- Εγώ αυτά δεν τα τρώω... Τον κατάλογο της γκρήνπις δεν το διάβασες ρε μαλάκα... 4 φορές στον έστειλα...
- Σιγά μη βγάλεις τρίτο αρχίδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα «βελάζω» στον αόριστο κυρίως (και μερικές φορές στους παρακείμενο / υπερσυντέλικο: «έχω / είχα βελάξει») χρησιμοποιείται:

- με την έννοια του «ξεροσταλιάζω» (μένω δηλαδή πολύ ώρα στον ήλιο ή στη ζέστη χωρίς νερό) και γενικά ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, τα φτύνω, βαράω μπιέλα, μου φεύγει ο κώλος, μου φεύγει ο πάτος, γαμιέμαι στην κούραση, κλάνω από την κούραση,

- με την έννοια του φοβάμαι, χέζομαι, κλάνω πατάτες, μου φεύγει η μαγκιά ή ο τσαμπουκάς.

Οι δύο έννοιες, αν επιταθούν, τέμνονται στο σημείο της απελπισίας, εξ ου και η σχετική επικάλυψη.

Δεν έχει να κάνει με τον ήχο του βελάγματος, αλλά μάλλον με το ότι όταν ταλαιπωρείται ή φοβάται ή και τα δυο, το πρόβατο βελάζει παίρνοντας αυτήν την κακόμοιρη και πανικοβλαμμένη γκριμάτσα με τη γλώσσα να πλαταγίζει έξω από το στόμα, παραπονούμενο ουσιαστικά για την τρέχουσα ενσάρκωσή του.

Στην περίπτωση του νοήματος του «φοβάμαι», ωστόσο, ενδεχομένως έχει να κάνει και με την κραυγή του προβάτου καθώς μια ακόμα έννοια του «βέλαξα» στην καθομιλουμένη όσων τουλάχιστον έχουν καταγωγή και γλωσσικές μνήμες από Ήπειρο / Δυτική Στερεά (ίσως και από αλλού;) είναι το «έβγαλα κραυγή» (από τον πόνο) ή ίσως πόνεσα τόσο πολύ ώστε έμεινα με ανοιχτό το στόμα χωρίς καν να μπορώ να βγάλω φωνή (άρα και εδώ σημασία έχει η γκριμάτσα τόσο όσο και ο ήχος).

Γενικά η φθογγική δύναμη της -ηχοποιητής έτσι κι αλλιώς- λέξης και η αρχική έννοια του «πονάω», ευθύνονται μάλλον για τις επεκτάσεις στις δυο πρώτες, περισσότερο σλανγκικές έννοιες.

  1. Ε μα πού στον πούτσο είναι αυτή η καβάτζα ρε δικέ μου, βέλαξα τόση ώρα περπάτημα!

  2. Πήγα ΙΚΑ για ακτινογραφία... βέλαξα!

  3. Ο overboost με έβαλε στο Nissan χθές και με έστριψε στο δεύτερο πέταλο (μετά την καντίνα το μεγάλο) με 145km/h!!!!!!!!
    Βέλαξα!!! Τρελό το Ντάτσουν...
    (πηγή: βλ. εδώ).

  4. Κόβω με το μαχαίρι λίγα «μάτια» της απόχης και πάω να βγάλω την σαλλαγκιά* από το στόμα της παλαμίδας. Με εκδικήθηκε ! Μου έπαιξε μία δαγκωνιά που βέλαξα!
    (πηγή: βλ. εδώ).


  • το ψάρι / δόλωμα (;) που (δεν) απαντά και στο ερώτημα «τι είναι το σαλάνγκρι» που είχε τεθεί εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified