Σεξουαλικό σύμπλεγμα με δύο άντρες και μία γυναίκα, στο οποίο η γυναίκα κάνει στοματικό σεξ στον ένα και πισωκολλητό με τον άλλο.

- Πού να σ' τα λέω ρε ψηλέ, χθες με το Μάκη καταφέραμε μιά σαραντάρα, την πήγαμε σπίτι και την τρελάναμε στη σούβλα.
- Αλήθεια ρε; Άντε μπράβο, που μου παραπονιόσουνα τόσον καιρό με τις νηστίσιμες.
- Άσε μεγάλε, ανάσταση.

Βλ. και πίπα-κώλο, πλάτη για τάβλι, πύργος του Άιφελ, χιώτικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φράση έχω κάποιον (στο) σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε: έχω κάποιον κάτω από την εξουσία μου.

Συνώνυμα: (έχω κάποιον) σούζα / προσοχή.

[...] Από την άλλη όμως και οι άντρες τα θέλουν όλα. Και να είναι γκομενάρα-κορμάρα, να ντύνεται σέξυ και να είναι έξυπνη (ενίοτε) για να «σταθεί» στις παρέες τους, να είναι καλή νοικοκυρά (υποκατάστατο της μαμάς), να την έχουν σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε, αλλά και να μην τους τα πρήζει. Κάτι άλλο παιδιά;

(από ιστολόγιο)

Δες και κάνω κάποιον γιο-γιο. Παράβαλλε μπουχεσολεβιές, βάζω στο βρακί μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο υποταγμένο στις επιθυμίες άλλου (συνήθως μέσα σε φιλική ή ερωτική σχέση). Συνώνυμα: σκλάβος, υπηρέτης

- Την είδες ρε την Φούλα τελευταία; Απο τότε που τά 'φτιαξε με το βόιδι τον Φούλη έχει γίνει άλλος άνθρωπος. Ούτε συναυλίες πάει πια, ούτε πορείες, ούτε τίποτε. Άσε που χάλασε και τα ράστα.
- Γιατί έτσι;
- Γιατι δέν την αφήνει ο Φούλης. Κάνει ό,τι της λέει αυτός, το σκυλάκι του κατάντησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εκνευρισμένος, νευριασμένος, έτοιμος για καβγά. Συνώνυμα: παρμένος, συφιλιασμένος

  2. Αποφασισμένος, ετοιμοπόλεμος, με τσαμπουκά.

  1. - Τι έχει πάλι ο Πίπης; Του είπα γεια και μόνο που δεν με βάρεσε. Γυρεύοντας πάει;
    - Όχι μωρέ. Ποιός ξέρει, πάλι φορτωμένος απ' τη γκόμενα θα είναι. Τού 'χει κάνει τη ζωή πατίνι τελευταία, σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε. Πού να ξεσπάσει κι' αυτός...

  2. Γαμώ τα ματς ρε φίλε, μπήκαν μέσα τελείως φορτωμένοι. Μέσα σε δέκα λεπτά βάλαν δύο γκολ μιλάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φάλτσο, η λάθος νότα (κυρίως σε συμφραζόμενα ελληνικής λαϊκής μουσικής).

- Με τον Μπάμπη εγώ δεν ξαναπαίζω.
- Γιατί ρε Μικέ; Πού θα βρούμε δεύτερο μπουζούκι δυό μέρες πρίν τη συναυλία;
- Στις πέντε πενιές του η μια ειναι πράσινη ρε. Καλύτερα να παίξω μόνος μου να 'ούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική σε νυκτά όργανα, και ειδικά στην ηλεκτρική κιθάρα με παραμόρφωση, κατά την οποία παράγεται αρμονική υψηλής συχνότητας με το άγγιγμα του αντίχειρα στη χορδή αμέσως μετά τη νύξη της από την πένα (ο αντίχειρας που κρατάει την πένα).

Αντίστοιχη τεχνική της κλασικής κιθάρας είναι η νύξη της χορδής με τον μέσο ενώ ο δείκτης του ίδιου χεριού αγγίζει τη χορδή σε κατάλληλο σημείο ώστε να παραχθεί η αρμονική.

- Ρε μαλάκα, άκουσες τον τελευταίο των Ουλτραμεγκασκιζομάνιακς;
- Όχι. Λέει;
- Μαλάκα, κωλολέει. Ο κιθαρίστας είναι θεός. Στο πρώτο κομμάτι παίζει σόλο κανονικά μόνο με τσιριχτές, μαλάκα, και τα σπάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι άγνωστος. Συνώνυμα: είμαι άσχετος, ουρανοκατέβατος.

— Και ποιός ήταν ο σκηνοθέτης;
— Ένας αμερικάνος, ούτε η μάνα του τον ξέρει. Πρώτη του ταινία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά καλός, ικανός σε κάτι, ασυναγώνιστος (δηλώνει θαυμασμό και επιδοκιμασία). Επιτατικά χρησιμοποιείται το ημίθεος, από τη γνωστή φράση του (θεού) Χάρρυ Κλυνν.

Είχαμε πάρει μεταγραφή έναν αφρικάνο σέντερ φόρ μαλάκα, που ούτε η μάνα του τον ήξερε, και αποδείχτηκε θεός. Χάρη σ' αυτόν πήραμε πρωτάθλημα.

(από mariahomorfi, 07/12/08)(από mariahomorfi, 07/12/08)Ο θεός, όστις μάλα πολλά έθεεν! (από Hank, 10/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποσοτικό επίρρημα που χρησιμοποιείται στον λόγο για έμφαση. Συνώνυμο του εντελώς.

  1. Ρ' εσύ, χθες έγινες λιάρδα μιλάμε απ' τα ξίδια, πρώτη φορά σε βλέπω έτσι. — Άσε, κανονικά... Αφού ειχα να πιώ μήνες ρε.

  2. Μαλάκα, δύο πήγε. Έχουμε φύγει; — Κανονικά.

  3. Της την είχε σπάσει τόσο πολύ, που παίρνει ρ' εσείς το μπόλ με το πάντς και του το αδειάζει κανονικά στο κεφάλι. Τον έκανε τελείως ρόμπα.

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική φράση που δηλώνει αμφισβήτηση ότι κάτι (που με αφορά) θα επιτευχθεί. Συνήθως, και πιο αόριστα, στον πρώτο πληθυντικό: σωθήκαμε.

  1. Και περιμένεις να σου δώσει λεφτά ο πατέρας σου για να πας στη συναυλία; Σώθηκες...

  2. Πιστεύει ακόμα ο μαλάκας ότι άμα βρεί γκόμενα όλα θα του παν μετά καλά. Σωθήκαμε.

Δες και μελλοντικός παρελθόντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified