Η επονομαζόμενη αττική σύνταξη ήταν μία ιδιοτροπία της αρχαίας αττικής διαλέκτου, που αν είναι τόσο πασίγνωστη μέχρι και σήμερα το οφείλουμε θα 'λεγα αποκλειστικά στην παροιμιακή φράση τα παιδία παίζει και την ευρεία της χρήση και κατάχρηση (για παράδειγμα, εδώ και εδώ). Πρόκειται για το συντακτικό σχήμα ουδέτερο ουσιαστικό σε πληθυντικό + ρήμα σε ενικό (για περισσότερα μπορείτε να δείτε εδώ).

Ένα ανάλογο σχήμα των τωρινών ελληνικών –που για να 'μαι ειλικρινής δεν ξέρω αν έχει ήδη γίνει αποδεκτό από κάποια γραμματική– είναι το εξής: περιληπτικό ουσιαστικό σε ενικό + ρήμα σε πληθυντικό: «ο κόσμος πεινάνε», «η αστυνομία είναι μαλάκες», «η γερουσία μας έχετε πρήξει τ' αρκίδια» και τέτοια.

Η ειδική περίπτωση όπου το ρήμα είναι του τύπου είναι + κατηγορούμενο είναι ίσως και η πιο συνηθισμένη, είτε επειδή ο τύπος είναι δηλώνει καταπερίπτωση καί τους δύο αριθμούς, είτε επειδή το σχήμα μοιάζει συντακτικά με το σχήμα της υπαγωγής το Α είναι Β, όπου οι αριθμοί των Α και Β δεν είναι ανάγκη να συμπίπτουν: «όλος ο κόσμος είναι άνθρωποι σαν εσένα κι' εμένα», «η αστυνομία είναι εργαζόμενοι πολίτες», αλλά και «οι γενικευμένες συρράξεις ανά τον κόσμο είναι σημείο των καιρών» –λέμε τώρα.

Αυτή η αντίστροφη αττική σύνταξη δεν απαντιέται βέβαια μόνο στην αργκό, αλλά στην καθομιλουμένη γενικότερα, αν και στην καταγραμμένη φαίνεται ότι θεωρείται ακόμη «λάθος» –έφτυσα αίμα να βρω παραδείγματα στο διαδίκτυο.

Ενδιαφέρον είναι ίσως ότι στα αγγλικά είναι το κανονικό σχήμα για περιληπτικά ουσιαστικά (the people are, the police are, ...), οπωσδήποτε όμως δεν πρόκειται για αγγλισμό αλλά για το εδραιωμένο αίσθημα στους ομιλητές ότι ο γραμματικός αριθμός του ουσιαστικού δεν συμπίπτει με τον πραγματικό αριθμό που δηλώνεται, και την τάση να αποκαθίσταται τελικά αυτή η αντιστοιχία στο ρήμα.

  1. Πάνω στο πλοίο υπάρχει κόσμος, τρέχουν αλαφιασμένοι, κουνάει πολύ το πλοίο, έχει πιάσει μπόρα [...] (από ιστολόι)

  2. Πράγματι το παπαδαριό είναι οι βασικοί καταπατητές, αλλά στους οικοδομικούς συνεταιρισμούς υπάρχει κάθε λογής καρύδι. (σχολιασμός σε ιστολόγημα με θέμα αυθαίρετο στην καμένη Πάρνηθα)

  3. — [...] Ο αγρότης-παραγωγός θα πρέπει να είναι ένας σύγχρονος επιχειρηματίας με πράσινη αντίληψη. Τα προϊόντα του θα είναι ποιοτικά, βιολογικά, οικολογικά και το αποτέλεσμα της δουλειάς του θα συνδέεται με άλλες οικονομικές δραστηριότητες όπως ο οικοτουρισμός.
    — Αυτά θέλουν χρήματα.
    — Μα υπάρχουν. Η ΚΑΠ σήμερα χρηματοδοτεί, αν δεν κάνω λάθος, με 67% τα αγροπεριβαλλοντικά σχέδια. Το Ταμείο Συνοχής θα δίνει χρήματα για παρόμοιες δραστηριότητες μέσα στην πόλη.
    — Γιατί δεν το κάνει η κυβέρνηση, δεν ξέρουν ή είναι γενικώς αδιάφοροι;
    — Γιατί δεν έχουν κατανοήσει ότι πρέπει να στραφούμε προς τα εκεί. [...]
    (από συνέντευξη Οικολόγου Πράσινου, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κομμάτι χασίς που τοποθετούσαν στον αργιλέ» γράφει επιλέξει ο Πέτρος Πικρός στο γλωσσάρι του στα Χαμένα κορμιά, ερμηνεία που επαναλαμβάνεται σποραδικά και στο διαδίκτυο (δείτε εδώ ή εδώ πιχί). Γενικότερα φαίνεται να σήμαινε επεξεργασμένο, «ψημένο» μαύρο, το οποίο, αν δεν χρησιμοποιούσαν στο ναργιλέ, θα χρησιμοποιούσαν για μπάφους (ακόμα και άστριφτους, δείτε εδώ).

Η λέξη ίσως να προέρχεται από το γαλλικό ηχομιμητικό chiquer που σημαίνει «μασάω καπνό» και δύσκολα να 'χει σχέση με το γνωστό ισπανικό chica, που προέρχεται από το λατινικό ciccum (μικρό, ασήμαντο, ευτελές αντικείμενο) και σημαίνει «κορίτσι, νεαρή κοπέλα», ή γενικότερα «γκόμενα».

  1. Το Μήτσο τον έφαγε η τσίκα, η τσίκα και η συλλογή. Η τσίκα τού 'φαγε το πλεμόνι κι' η συλλογή... η συλλογή τού 'φαγε το... (Π. Πικρός, «Κουρέλια»)

  2. Άντε χθες το βράδυ στου Καρίπη βρε εφουμάραμε χασίσι
    άιντε εφουμάραμε την τσίκα άντε μ' ένα μάγκαν απ' τη Σύρα
    (Γ. Κατσαρός, «Χτες το βράδυ στου Καρίπη»)

  3. Όταν καταλαβαίνανε ότι ο τεκετζής δεν είχε καλό μαύρο, του λέγανε. Πάνε ρε Γιώργο να πάρεις κάνα δυο τσίκες απ' το μπαρμπα-Βαγγέλη να φουμάρουμε. Η τσίκα ήταν μισό δράμι... Αφού μαστουριάζαμε, ο τεκετζής έλεγε σ' έναν εκεί: βίρα, Απόστολε, βάλ' τα στη ζούλα τους. Σ' ένα μέρος οπουδήποτε για να μη φαίνονται. Και να 'ρθει η αστυνομία να ψάξουνε και να μη τα 'βρουνε. (Μ. Βαμβακάρης, «Αυτοβιογραφία», από 'δώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για τη φράση για το αντέτι, που σημαίνει «για το έθιμο», «για (να σεβαστούμε) την παράδοση», και κατεπέκταση χρησιμοποιείται ευχετικά σημαίνοντας «για το καλό», «για να πάει καλά» και συνοδεύοντας ανάλογη πράξη τελετουργικού ή εθιμικού, πάντως ανεπίσημου και συνήθως ελαφρού χαρακτήρα.

Κάποιες φορές ακόμη δικαιολογεί πράξεις που εξαρχής στερούνταν σκοπού, μάταιες, καταδικασμένες, ή τουλάχιστον αμφίβολης έκβασης, και σημαίνει λοιπόν «για την τιμή των όπλων», ή απλά, και πιο κοντά στην κυριολεξία, «από συνήθεια». Και πάλι, το φορτίο είναι θετικό: λέγεται ως δικαιολογία, όχι ως ψόγος.

Λέγεται πού και πού από ανθρώπους μικρασιατικής καταγωγής τουλάχιστον στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά και στο Ιόνιο απ' ό,τι βλέπω τώρα γκουκλάροντας. Την φράση την ακούω πάντα με τις εκθλίψεις και συχνά συνοδευμένη από το έτσι (έτσι, για τ' αντέτ'), δύσκολα πάντως θα τη δει κανείς γραμμένη πιστά –ας όψεται η σεπτότης τε και ιερότης του γραπτού λόγου...

Σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη, η λέξη αντέτι, ή απλά αντέτ, προέρχεται από την τούρκικη âdet, παρμένη με τη σειρά της από τα αραβικά, η οποία σημαίνει ακριβώς «συνήθεια», «έθιμο». Να παρατηρήσουμε ότι ο τέως, βήτα έκδοση, δεν τη λημματογραφεί.

  1. Φλουρί [στην βασιλόπιτα] δεν έβαλα, τι να το κάνω; Για κατανάλωση ήταν και περισσότερο για το αντέτι. (από ιστολόι)

  2. (κατά το στολισμό χριστουγεννιάτικου δέντρου) Ε... να βάλω κι εγώ μια μπαλίτσα για το αντέτ που έλεγε και η γιαγιά μου η Μαρίκα η εκ Μικράς Ασίας... (από ιστολόι)

  3. Μην το ψάχνετε, το έχω ψάξει εγώ. Δεν υπάρχει καμία λύση, εκτός από το να μη δουλεύουμε καθόλου. Αλλά και πάλι, πόσοι έχουμε την πολυτέλεια να το κάνουμε αυτό; Πόσοι έχουμε ξένη τσέπη να αρμέγουμε ε; Ολίγοι (φτου σας τυχεράκηδες). Αχ, να είχα την τύχη σας βρε, όλη μέρα στο σορολόπ θα το έριχνα και κανείς δεν θα τολμούσε να με πει τεμπέλα. Ουχί! Θα έλεγα ότι έχω κάνει τα χαρτιά μου για το δημόσιο, θα τα έκανα κιόλας δηλαδή έτσι για το αντέτι, και θα περίμενα αιωνίως να μου χαμογελάσει ο Θεός που είναι επικεφαλής των διορισμών. (από ιστολόι)

  4. Σήμερα οι φωτιές του Άη Γιάννη είναι σπάνιες. Μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Τι ήθελε και αυτός και γεννήθηκε σε τουριστική περίοδο; Μια, πάντως, από αυτές είναι και η δική μου, όπου κάθε χρόνο ανάβω. Σας συμβουλεύω από χρονιά να κάνετε και σεις το ίδιο. Έτσι, για το αντέτι. (από ένα όμορφο νοσταλγικό άρθρο στην Ημέρα τση Ζάκυθος, του Διονύση Φλεμοτόμου)

  5. Κάποτε στα είκοσί μου χρόνια, νιώθοντας πως ήμουν πλέον σε άλλο «επίπεδο έκφρασης» (και με την αλαζονική βεβαιότητα πως το επίπεδο αυτό είναι «ωριμότερο») αποφάσισα να βάλω σε μια παλιά μπορντό δερμάτινη βαλίτσα που είχε πέσει σε αχρηστία όλες εκείνες τις «πρωτόλειες ασκήσεις» (αυτό εξάλλου έγραψα με περισσή αυταρέσκεια έξω απ' τη βαλίτσα με ανεξίτηλο μαρκαδόρο: πρωτόλειες ασκήσεις). Πάνω στην τοποθέτηση αναγκάστηκα να διαβάσω κάμποσες από αυτές τις «ασκήσεις» –φυσικά μαράθηκα από το πόσο κακές ήταν... Για το αντέτι έκανα μια προσπάθεια να ξεδιαλύνω μερικά που άντεχαν σε μια δεύτερη ανάγνωση. Το αποτέλεσμα ήσαν προφανώς θλιβερό: Μια μίμηση Σικελιανού (ανυπόφορο «ποίημα» –μα όχι σε μεγάλη απόσταση από τα εξίσου ανυπόφορα «ποιήματα» του Σικελιανού), δύο μιμήσεις του Εμπειρίκου που κουτσοεπέπλεαν (δύο από τις πεντακόσιες –ποσοστό πέρα για πέρα απογοητευτικό), και μερικοί (όχι πάνω από είκοσι πέντε) σκόρπιοι στίχοι των σεφερικών μιμήσεων. (του Θανάση Τριαρίδη, από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χοροπηδητά και τα τραβήγματα, και κατεπέκταση οι σκουντιές, κλοτσιές, αγκωνιές, κεφαλιές, γονατιές και τα λοιπά επιθετικά εφαψιακά που λαβαίνουν χώρα κατά τη διεξαγωγή πανκ, ή άντε ροκ συναυλίας ανάμεσα στο κοινό, καθώς αυτό εκτονώνεται. Ο χορός των πάνκηδων.

Σύμφωνα με τη Γουικιπίντια, η λέξη προέρχεται από τα πόγκο στικ –στα ελληνικά, όπως μας πληροφορεί το άνσουερς κομ, ελατηριατά ξυλοπόδαρα, αν κι' εγώ θα έλεγα απλά χοροπηδηχτήρια–, εκείνα τα παλούκια δηλαδή, μετά συγχωρήσεως, που έχουν ένα μηχανισμό με σούστες και μπορείς να χοροπηδάς επάνω τους σα' χαζός ή σα' παιδάκι. Ή σαν πάνκης των εβδομήντα. Η λέξη πόγκο (pogo) αυτή καθαυτή, καθιερώθηκε ίσως από σήμα κατατεθέν παλιού αντίστοιχου παρασκευαστή (σύμφωνα με την Γουικιπίντια αλλά και το Μέριαμ-Γουέμπστερ).

Συνώνυμα: χτύπημα

Φιλοσοφικομουσικολογικό μπόνους

Υπάρχει μία μπαμπαδίστικη αντίληψη κατά την οποία «δεν υπάρχει είδος μουσικής που να μην χορεύεται». Στην προκείμενη περίπτωση βέβαια, ένας μπαμπάς θα δυσκολευτεί τόσο να δεχτεί ότι το πόγκο είναι χορός, που προκειμένου να διασφαλίσει το έγκυρο της ατάκας θα προτιμήσει να αποκηρύξει κοτζάμ πανκ σκηνή ως μη μουσική –καλά, υπάρχουν ίσως και άλλοι λόγοι να θέλει να το κάνει αυτό, δεν τους αναλύω...

Τελοσπάντων, ενδιαφέρον είναι ότι, καθώς στο πανκ ο χρόνος μετριέται με τη μεγαλύτερη δυνατή απλότητα, θα 'λεγα αφέλεια –τόση απλότητα δεν βρίσκεις εύκολα, πάρε μινιμαλιστές ξέρω 'γώ, παλιούς μπλουζίστες των είκοσι, ή ακόμη τα ρεμπέτικα (βλέπε αμπντάλικο ζεϊμπέκικο πιχί) και τα δημοτικά τα δικά μας, πόσο μάλλον παλιούς κλασικούς, μοντέρνους συνθέτες αλλά και τζαζίστες–, γι' αυτόν το λόγο λοιπόν το πανκ μπορεί να θεωρείται μια από τις πιο χορέψιμες μουσικές της ιστορίας, που μπορεί να συγκριθεί απ' όσο σκαμπάζω αυτήν τη στιγμή, μόνο με τα σημερινά μπίτια και νταπαντούπα που στοιχειώνουν τα μπιτσόμπαρα όσο εσύ νομίζεις ότι απολαμβάνεις το ηλιοβασίλεμα στην παραλία.

Ότι όμως ο χορός που αντιστοιχεί σε μια θεωρητικά τόσο χορέψιμη μουσική, στην πράξη είναι μάλλον ό,τι να 'ναι, χωρίς φανερή αντιστοίχιση προς το ρυθμό και χωρίς ο χορευτής να δείχνει πως έχει σαφή αντίληψη του χώρου και των συγχορευτών του, αυτό είναι κάτι που μας βάζει σε σκέψεις. Έχοντας υπόψη ότι ο ρυθμός μετράει τον χρόνο, και με πλήρη επίγνωση ότι παραλείπονται εδώ ένα σωρό άλλες παράμετροι (μουσικές και κοινωνικές), προκύπτει η εξής υπόθεση: σε λιτό χρόνο, ο χορός τείνει να καλύψει τον χώρο.

(πλήρης ανάλυση στο Τρακτάτους Μουζικοπαπαρολόγκικους του υποφαινομένου, εκδόσεις Παπαζήση και βάλε)

  1. Πάντα το λέγαμε πως μας την έσπαγε να παίζουμε για να χορεύουν πόγκο μερικοί ανεγκέφαλοι που αν τους ρώταγες τι έλεγαν οι στίχοι μας δεν ήξεραν να σου απαντήσουν. (από συνέντευξη των Γενιά του Χάους, εδώ)

  2. Τα δύο τελευταία συγκροτήματα ήταν κατά σειρά Βαλπουργία Νύχτα και Χάσμα, που το πόγκο έπαιρνε και έδινε. Ουσιαστικά μέχρι την τελευταία στιγμή της συναυλίας ο κόσμος χόρευε όλη την ώρα. Βάλτε επιπρόσθετα και τον ξύλο των πάνκηδων στα πόγκο. (από το ντού ιτ γιορσέλφ μιούζικ)

  3. Ξεχώρισε η διασκευή του White Power των Skrewdriver, όπου ένα απίστευτο πόγκο έλαβε χώρα, παρόλο το αδιαχώρητο. (από ιστολόι)

pogo stick (από BuBis, 23/08/09)

Ακόμη: κολυμπηθρόξυλο, πανικός, σχιζοφρένεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιρρηματική φράση που χρησιμοποιείται στο τέλος επεξηγηματικής σύγκρισης, σαν το δηλαδή ή το περίπου ένα πράμα.

Η έκφραση σημασιολογικά έχει βέβαια σαφή προέλευση –το άλφα είναι ένα πράμα σαν το βήτα–, έχει όμως ενδιαφέρον ότι, καθώς έχει παγιωθεί ως επίρρημα, έχει αλλάξει και συντακτική συμπεριφορά: το άλφα είναι (σαν) το βήτα ένα πράμα.

Ταυτόσημες εκφράσεις της καθομιλουμένης, που συντάσσονται μάλιστα με τον ίδιο τρόπο, είναι οι ακόλουθες: σαν να λέμε, για να καταλάβεις, φαντάσου, σε φάση, στιλ.

  1. Ηλιθιότης 24 ώρες το 24ωρο! Ολ αράουντ δε κλοκ, ένα πράμα... (από την ελληνική λίστα ανεκδότων)

  2. — Στο Κέντρο Υγείας που εργάζομαι έχουμε 2 οδηγούς. Πρωινή-απογευματινή βάρδια και ρεπό τα σκ. Το θέμα είναι το εξής. Επειδή δεν έχουμε βραδινή βάρδια, ούτε άλλους οδηγούς, τα παιδιά είναι on call όποτε τους χρειάζονται. Αυτό σημαίνει ότι μετά το πέρας της βάρδιας τους δεν μπορούν να βγουν και να ξενυχτήσουν, γιατί αν τύχει κάτι θα πρέπει να τρέξουν. Αυτό χειμώνα καλοκαίρι. Παρόλα αυτά και χωρίς να πληρώνονται εξτρά ώρες. Το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Αν τους τύχει ένα περιστατικό μες το βράδυ –και ενώ δεν έχουν βάρδια και δεν εφημερεύουν– και δεν προλάβουν να πάνε στην ώρα τους, ποιος έχει την ευθύνη; Που μπορούν να κοινοποιήσουν το πρόβλημά τους; Γιατί παρότι το έχουν κοινοποιήσει στην Υπηρεσία, αυτή δεν λέει να απαντήσει...
    — Δλδ τι; Στο φιλότιμο και μόνο των οδηγών ένα πράμα;;; [...]
    — Ναι μόνο στο φιλότιμο.
    (από το διορισμός τζι αρ)

  3. Αν ήταν η «Πίπη [η φακιδομύτη]» θα τη θυμόμουνα. Το κοριτσάκι το λέγανε Μαριάννα ή Ελένη, ή κάτι τέτοιο. Ελληνική σειρά 100%, σαν το «Καπλάνι της βιτρίνας» ένα πράμα, αλλά τελείως obscure και δεν πρέπει να ξαναπαίχτηκε. (από φόρουμ)

  4. Χθες με τον μπρο σταματήσαμε σε όλα τα περίπτερα από το σπίτι μέχρι και τον προορισμό μας, αναζητώντας κουκουρούκου. Το μοτίβο το ίδιο: ερώτηση: «Έχετε κουρούκου;» απάντηση: «Όχι καλοκαίρι. Χειμώνα μόνο.» Δηλαδή υπάρχουν εποχιακές σοκολάτες; Σαν τα φρούτα ένα πράμα; (από ιστολόι)

μια κυρία που δείχνει ένα πράμα (από xalikoutis, 20/08/09)(από BuBis, 20/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ματζοράκια λέμε τον μουσικό που πωρώνεται συνήθως με τραγούδια γραμμένα σε μείζονες κλίμακες και μινοράκια αυτόν που γουστάρει περισσότερο με ελάσσονες.

Γιατί πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά και να καταστρατηγηθεί ο μέγας κοινωνιολογικός νόμος της διχοτόμησης;... Στην παραμετρική του λοιπόν μορφή, τον εφαρμόζουμε στους μουσικούς και παίρνουμε απ' τη μια τον Μότσαρτ κι' απ' την άλλη τον Τσαϊκόφσκι, απ' τη μια τον Τζέρι Λι Λιούις κι' απ' την άλλη τον Νικ Ντρέικ, απ' τη μια τους χαζοχαρούμενους κι' απ' την άλλη τους κλαψομούνηδες, απ' τη μια τους εμβατηριατζήδες κι' απ' την άλλη τους πεθαμενατζήδες, απ' τη μιά τα ροκαμπίλια κι' απ' την άλλη τους έμο, απ' τη μια τις αλίκες βουγιουκλάκες κι' απ' την άλλη τις μάρθες κλάψες –και πάει λέγοντας τέλος πάντων.

Σχόλιο μουσικολογικό: Ένας ματζοράκιας κι' ένας μινοράκιας αποφασίζουν για κάποιο λόγο να παίξουν μαζί· πώς τα βγάζουν πέρα; Δύο είναι οι συνηθισμένες λύσεις: άλφα, η εκμετάλλευση του δυϊσμού μείζονας και σχετικής ελάσσονας, και βήτα, οι τροπικές ανταλλαγές –γιατί στο σλανγκ τζι αρ, χτίζουμε γέφυρες...

  1. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου λεγόταν «Μυταρόλας» για το μέγεθος της μύτης του, είχε όμως και δεύτερο παρατσούκλι «Ματζοράκιας», επειδή στα ταξίμια του κυριαρχούσε ο ήχος ματζόρε. (από φόρουμ όπου φημολογείται πως διατηρεί τουλάχιστον χίλιες τετρακόσιες περσόνες ο Πανούσης)

  2. Είμαστε μινοράκηδες. Δεν είμαστε ρατσιστές απέναντι στη μουσική, απλώς είμαστε μινόρε. Αυτό το μελαγχολικό ύφος στα μουσικά ακούσματα μας τραβάει περισσότερο. (από συνέντευξη του Φίλιππου Πλιάτσικα, εδώ)

  3. — Όπα! Στόπ, στόπ...
    — Τί εγινε πάλι;
    — Φά μινόρε ρε Φούλη στο ρεφρέν, μίνόρέ, πώς το λένε;
    — Ε τί έπαιξα;
    — Εσύ τί λές;, λά επαιξες.
    — Ε εντάξει ρε Τούλη, μου βγήκε στο μπλουζίστικο, πώς κάνεις έτσι να 'ούμε... [σπασαρκίδα μινοράκια, απο ρέ μινόρε σε φά μινόρε, γαμώ το ψυχοπλάκωμά σου γαμώ καταθλιψάρα του κερατά...] Λά ύφεση θές, θα την έχεις. Πάμε πάλι.
    — Πάμε. Έ'α, δύο, τρία, καί... [...άχ Φιφή μου... σνίφ... άχ Φιφούλα μου... ούτε το κομμάτι που σού 'γραψα δέν μπορώ να παίξω πιά... με τους σκατοματζοράκηδες πού 'χω μπλέξει απο τότε που την κοπάνησες με τον πιανίστα... ... ... λύγμ... ρ' αυτή η πένα κοφτερή φαίνεται... θα την κάνει τη δουλειά της λές;... ... ... χμμ... ωραία ιδέα για στίχια πλάκα-πλάκα...]
    — Στόπ!...
    — Έλα ρε Φούλη, τί έγινε;...
    — (με ύφος χιλίων Τζάκ Νίκολσον) Λα ύ φ ε σ η δεν είπες;...
    — Χμ. Ναι ναί, μπερδεύτηκα. Πάμε πάλι. [...ρε λές να κολλάει ματζόρε τελικά;...]
    (από τη ζωή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανορθόδοξος αλλά και ευρηματικός (αντ χοκ) τρόπος αντιμετώπισης ενός (πρακτικού) ζητήματος, συνήθως επειδή λείπουν τα εύλογα, συνηθισμένα μέσα. Πιο κοντά στην τυπική σημασία του όρου, λέγεται και για ζητήματα για τα οποία δεν υπάρχει (ακόμη) καθιερωμένος τρόπος αντιμετώπισης.

Συνώνυμα: μαγκαϊβεριά. Ρηματικοί τύποι: κάνω πατέντα, βρίσκω πατέντα.

  1. Ρ' εσύ, ακόμα ν' αγοράσεις τασάκι;...
    — Μή μασάς, τσάκω ετούτο.
    — Τί 'ν' αυτό;
    — Καπάκι απο κουτί απο ουΐσκι.
    — Τί πατέντες είν' αυτές βρε φραγκοφονιά;... Πάρ' ενα δίευρο να πάρεις ένα τασάκι, άντε.

  2. — Ψάχνω για θήκες ημερολογίου σε σχήμα/μορφή cd. Στα αγγλικά ανακάλυψα πως τις λένε cd calendar case, στα ελληνικά δεν ξέρω πώς να το ζητήσω, και έτσι το ζητάω περιφραστικά. Ακόμα δεν έχω βρει κάτι. [...] Μήπως ξέρει κανείς που μπορώ να βρω τέτοιες θήκες;
    — Λοιπόν! Μια πελάτισσα που είχε κάνει κάτι αντίστοιχο (για 120 κομμάτια, δική της χρήση) μόλις τώρα μου είπε ότι είχε παιδευτεί πάρα πολύ και τελικά έκανε μια πατέντα με κανονικές θήκες cd από τις οποίες αφαίρεσε τα δοντάκια. (από φόρουμ)

  3. To site έπιασε κάτι από χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι έκανα μια πατέντα στο forum μπας και βραχυκυκλώσουν τα spam bots... Το μέλλον θα δείξει.. (από φόρουμ)

  4. Πρόσφατα πήρα το fazerάκι του 05 το 600άρι. Παρατήρησα έκπληκτος ότι κάτω από την σέλα και γενικά στη μηχανή, δεν υπάρχει κάποιος [τρόπος] να κλειδώνει κανείς το κράνος πάνω στη μηχανή. [...] Έκανα μια «πατέντα» και έδεσα έναν γάντζο αλουμινίου (από αυτούς που βάζουμε για μπρελόκ) πάνω στο υποπλαίσιο με tire-up. Έχει κανείς να προτείνει κάτι άλλο; Εσείς πώς το βολεύετε; (από φόρουμ)

Σύγκρινε με: καστομιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κύπρος) Ντυμένη προκλητικά προς άγρα αρσενικών. Αρνητικός χαρακτηρισμός, λέγεται συνήθως από γυναίκα για γυναίκα κοροϊδευτικά και με έναν τόνο ζήλιας. Συνεπώς, η αναφερόμενη πρέπει να είναι όχι απλά σενιαρισμένη στην τρίχα αλλά μάλλον να λατερνοφέρνει, όχι απλά παρφουμαρισμένη, αλλά μάλλον προς το παστωμένη, και τα λοιπά και τα λοιπά.

Για την προέλευση της έκφρασης, ενώ η εύλογη (για έναν καλαμαρά) ερμηνεία θα ήταν ίσως το ευπαρουσίαστο ενός περιποιημένου εδέσματος κότας, ο κύπριος που έχω εδώ πρόχειρο μου εξήγησε ότι κόττα είναι προστακτική του ρήματος κοττώ που σημαίνει «παίρνω», ενώ το ρεπανάκι αναφέρεται στο πέοςμε το συμπάθιο.

Η ετυμολόγηση φαίνεται ακόμη ευσταθέστερη αν έχουμε υπόψη, όπως μου λένε, πως στην Κύπρο ως ρεπανάκι δηλώνεται το ελλαδίτικο (λευκό) ρεπάνι, ή αλλιώς ρέβα, το οποίο σε σχέση με το κόκκινο είναι κάπως μεγαλύτερο, μακρουλότερο και λευκότερο –αν και όχι και τόσο πικάντικο, πράγμα που οδηγεί μοιραία την κουβέντα σε φιλοσοφικότερα ερωτήματα περί ποιότητα, ποσότητα, ευ, πολλώ και άλλα δε δαιμόνια...

Έν επρόλαβεν ν' αποσαραντώσει ο μακαρίτης, τζι' εβγήκεν 'πόξω, πού 'ν' η πλατεία, πού 'ν' ο καφενές, με τα κολιέρκα της, τα δαχτυλίθκια της, κόττα ρεπανάκι.
(από τον κύπριο που έχω πρόχειρο)

Η ρέβα - οπτικά, πιο πολύ γογγύλι παρά ρεπάνι (από poniroskylo, 01/08/09)Ένα αξιόλογο άσπρο ρεπάνι, της ποικιλίας Daikon (από poniroskylo, 01/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφήνω τις περιστροφές και μπαίνω στο κυρίως θέμα, στο διαταύτα, στο συμπέρασμα, αφήνω τους υπαινιγμούς και λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους.

Λέγεται συνήθως στην προστακτική, απευθυνόμενο σε συνομιλητή που διστάζει να μιλήσει απερίφραστα ή συχνά σε ομιλητή τέτοιου ή τέτοιου τύπου.

Συνώνυμο: μπαίνω στο ψητό.

Η φράση είναι φυσικά παρμένη από την στρατιωτική ορολογία, και συγκεκριμένα από την τυπική ανταλλαγή σε έφοδο: «Αλτ! Τις ει;» «Ο Φούφουτος», «Σύνθημα!» «Τρία κόμμα δεκατέσσερα», «Προχώρει στο παρασύνθημα!», «Μπάμιες φλαμπέ» (λέμε τώρα).

  1. — Νηστεύω θα πει στερούμαι. Μέχρι εδώ καλά. Αλλά τι στερούμαι; Στερούμαι ό,τι αγαπάω. [...] Σύμφωνοι.
    — Απολύτως. Προχώρει στο παρασύνθημα –που λέγαμε στον στρατό μισό αιώνα πριν.
    — Το λοιπόν, επειδή μου αρέσει το Σοφάκι και με βγάζει εκτός εαυτού μπορεί να πηγαίνω με τη Λίτσα που όσο και να πεις είναι μεν καλή αλλά δεύτερης διαλογής. (από το διαδίκτυο)

  2. Αλλά εκεί που ξεσηκώνονται ακόμα και οι ντόπιοι είναι όταν προκαλούν οι περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης «βυσμάτων»: «Υπάρχουν κάποιοι που χωρίς απολύτως καμία δικαιολογία δεν κάνουν καμία υπηρεσία», καταγγέλλουν και προχωρούν στο παρασύνθημα: «Τους ξέρουμε...». (από το διαδίκτυο)

  3. — Περιμένω το μέιλ με τους κωδικούς για να δω [...] αν άξιζε τον κόπο... Ελπίζω να μην απογοητευτώ!
    — Αν αξιζε τον κόπο ποιο; Για προχώρει στο παρασύνθημα γιατί δεν σε πιάνω... (από φόρουμ)

Δες και επανέλαβε το αληθές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για αρσενικά: με καύλες, με σηκωμάρες.

Στην έκφραση φεύγω με το κεφάλι ψηλά: αποχωρίζομαι το θηλυκό ή αποσύρομαι από χώρο με έντονη παρουσία θηλυκών χωρίς να έχω κατευνάσει τις σεξουαλικές μου ορμές, παρόλο που προς τα 'κεί (θα ήθελα να) πήγαινε το πράμα. Άσκημη φάση συνήθως.

Ταυτόσημη έκφραση, μένω με το πουλί στο χέρι, σχεδόν ταυτόσημη, παίρνω δουλειά για το σπίτι. Στην ευτυχή περίπτωση κατά την οποία το θηλυκό συναινεί, λες αντίθετα με περηφάνια φεύγω με σκυφτό το κεφάλι.

Βλέπε και ορθοστασία.

Σημείωση: Η χρήση της έκφρασης από άντρες ειδικών προδιαγραφών είναι τίμιο να αποφεύγεται.

– Βρέ καυλώς τονε τον άντρα!...
– Έλα ρε, τί λέει;
– Εσύ πες ρε μαλάκα, τί έγινε χθές; Το βοσκήσαμε το χορτάρι;... Το ματώσαμε το δόρυ;... Τ' ανοίξαμε το δίφυλλο το παραθύρι τελοσπάντωνε;...
– Άσε με ρε σύντροφε, άσ' τα. Τζίφος.
– Γιατί ρε κόπανε; Έτοιμο ήταν το μωρό 'ταν έφυγα αφού...
– Καλά, έτσι έλεγα κι' εγώ.
– Ε και γιατί στράβωσ' η φάση;
– Γιατί 'ταν παραπάνω απο έτοιμο το μωρό, γι' αυτό. Θυμάσαι, τόσες ώρες στο χαμούρεμα ημασταν, και διάλειμματα για μπίρες. Πρέπει νά 'πια έξι μπίρες μαλάκα χθές, μόνο όσο έπαιζα με τη μικρή.
– Γι' αυτό στράβωσε ρε; Δέν μπορούσες να σηκώσεις τη σημαία;
Ίσα ρε βλάκα, που δέν θα μπορούσα εγώ να σηκώσω τη σημαία για λίγες μπίρες... Απλά, μού 'ρθε τ' απίστευτο κατούρημα πάνω που θα φεύγαμε. Έ, είχε και του κώλου την ουρά στην τουαλέτα, μου πήρε κάνα τέταρτο να ρίξω ένα πουτσοκάτουρο ρε πούστη μου...
– Και λοιπόν;
– Και λοιπόν, με το που ξαναβγαίνω, πάω πληρώνω τα ποτά ο αρχιμάλακας και πάω μετά και τη βρίσκω να χαμουρεύεται με Μπάμπη και Μεμά.
– Ταυτόχρονα;!
– Ε τί λές, να το παίρνανε με βάρδιες; Είχανε ανέβει πά' στη μπάρα και χορεύανε σε στάση σούβλας ρε μαλάκα...
– Κι' εσύ τί έκανες;
– Πήρα άλλη μία μπίρα και περίμενα κι' έβλεπα το σόου, ώσπου την ήπια και δέν άντεξα κι' έφυγα.
– Ά χα χα χα χα χα!... Μπράβο μαλάκα. Και της πλήρωσες και τα ποτά έ; Και κερατάς και δαρμένος!... Ζημιάρηηη... Χά χα χα χα...
– ...
– Έλα ρε, μή μασάς ρε. Τουλάχιστον έφυγες με το κεφάλι ψηλά ρε... Μπουά χα χα χα χα χα...

Δες και την έβγαλα ασπροπρόσωπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified