Αυτός που μπερδεύει, περιπλέκει, αποπροσανατολίζει, ο ασαφής, ο παραπλανητικός, ο δυσνόητος.

Επίθετο που σχηματίστηκε και εδραιώνεται όσο πάει και περισσότερο στην καθομιλουμένη, λίγο απ' την επίδραση των αγγλικών (αποδίδοντας το confusing), λίγο απ' το βαθύ υπαρξιακό μας μπέρδεμα που θέλει να ξεπηδάει όλο και πιο ρητά στη γλώσσα...

Για μία ιδέα του πόσο και πώς αλλιώς εμφανίζεται η έννοια του μπερδέματος στα ζώντα ελληνικά, δείτε ακόμη: έγινε μύλος, εντροπία, κατάσταση φραπέ, κουλουβάχατα, μπερδεγουέη, μπερδεύω την βούρτσα με την πούτσα, ρώσικη σαλάτα, σαρδάμ, σουμουντρούκουλου

  1. Στο μενού σου έχεις χρησιμοποιήσει μια λίγο μπερδευτική γραμματοσειρά. Ενώ είναι ιδιαίτερη και όμορφη κάνει το κείμενο κάπως δυσανάγνωστο με αποτέλεσμα να κουράζει τον μέσο χρήστη που μπαίνει για να αποκομίσει πληροφορίες για το τι κάνεις και ποιος είσαι. (από φόρουμ)

  2. Μεταφορά windows σε νέο pc: Ίσως ο τίτλος είναι λίγο μπερδευτικός. Να εξηγήσω τι θέλω. [...] (από φόρουμ)

  3. - Βρίσκεσαι έξω από ένα κάστρο. Η πύλη του είναι κλειστή και εσύ θέλεις να μπεις μέσα. Έχεις κρυφτεί πίσω από κάτι θάμνους και παρακολουθείς τους στρατιώτες που μπαίνουν μέσα. Την ώρα που πάει ο πρώτος στρατιώτης να μπει του λέει ο φρουρός 12. Ο στρατιώτης απαντάει 6 και τον αφήνει να περάσει. Πάει ο δεύτερος στρατιώτης και ο φρουρός του λέει 8. Ο στρατιώτης απαντάει 4 και μπαίνει μέσα. Πάει και ένας τρίτος στρατιώτης και αφού ο φρουρός του είπε 6 εκείνος απάντησε 3 και μπήκε και αυτός. Τότε σηκώνεσαι και εσύ και πάς προς την πύλη. Σε σταματάει ο φρουρός και σου λέει 4. Εσύ αμέσως απαντάς 2 αλλά ο φρουρός δεν σε αφήνει να μπεις μέσα. Ποιο είναι το σύνθημα που έπρεπε να του δώσεις;
    - Ο γρίφος αυτός είναι λίγο-πολύ γνωστός :-Ρ Αν και μπερδευτικός, με λίγη προσοχή βλέπεις ότι ο φρουρός θέλει να του πεις [...] (από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που κατείχε μία πλέον απολεσμένη ιδιότητα, πρώην. Η λέξη, απολειφάδι παλαιοελληνικών, χρησιμοποιείται είτε στα τυπικά ελληνικά (όπου πολλά απολειφάδια των παλαιοελληνικών κρατάν ακόμα γερά), είτε στην καθομιλουμένη, με μεγάλη δόση ειρωνείας.

Τυπικά παραδείγματα είναι τα εξής: (α) σε ερωτικά συμφραζόμενα, το τέως έτερον ήμισυ (β) σε πολιτικά συμφραζόμενα, ο Κωνσταντίνος Γλίξμπουργκ, ο τέως βασιλεύς της ελλάδος, (γ) σε γλωσσολογικά συμφραζόμενα, ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης, ο τέως πρύτανης του Αθήνησι Εθνικού τε και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου.

[i]Προσοχή[/i]: σε τυπικά ελληνικά δέ θα πείς τέως το πρώην άλλο σου μισό, όπως ούτε Κώστα Γλίξμπουργκ τον πρώην βασιλιά, ούτε και Γιώργο Μπαμπινιώτη τον πρώην πρύτανη!... (Ασυνεπής χρήση παλαιοελληνικών, θα τιμωρείται με επίπληξη από τον εντεταλμένο μας συγχρήστη, κύριο κύριο Γιώργο Ζάκκη.)

  1. Σκέφτομαι εδώ και μέρες το ιστολόγιο non private life [...]. Το non private life διηγείται επιλεγμένα περιστατικά μιας καταστροφικής ερωτικής σχέσης, τα οποία διανθίζει με βρισιές και κατάρες για το τέως έτερον ήμισυ. (από το ιστολόγιο τὰ τέως μοῦτρα τοῦ George Le Nonce)

  2. Η διάκριση αυτή -πρώην /τέως- όπως είπα και πριν, χρησιμοποιείται κυρίως για αξιώματα (άντε το πολύ για την ιδιότητα του συζύγου). Αυτό σημαίνει επιπροσθέτως ότι χρήση του επιρρήματος «τέως» συνηθίζεται περισσότερο σε επίσημο λόγο. Γι' αυτό και τα παραδείγματα με τον «γκόμενο» που αναφέρθηκαν προηγουμένως ηχούν τουλάχιστον αστεία. Δεν νομίζω ότι θα έλεγε ποτέ κανείς σοβαρά «ο τέως γκόμενος» παρά μόνο ειρωνικά ή χιουμοριστικά. (από φόρουμ, σε συζήτηση με θέμα Διαφορά «τέως» - «πρώην»)

  3. Ρε τι κόλλημα είναι αυτό με τον τέως; Καλός η κακός, αυτός ήταν βασιλιάς της Ελλάδας, όπως και ο Σαρτζετάκης πρόεδρος της δημοκρατίας και ο γκομενο-Ανδρέας πρωθυπουργός, τι να κάνουμε τώρα; (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα βήτα συνθετικό ευρείας χρήσης στην αργκό, το οποίο σχηματίζει ονόματα από λέξεις που χαρακτηρίζουν πρόσωπα.

Το συνθετικό προέρχεται βέβαια από την αγγλική λέξη man, η οποία ως γνωστόν έχει περάσει στην ελληνική αργκό και αυτούσια. Ο δε σχηματισμός ακολουθεί πιθανότατα τα παρόμοια ονόματα πλείστων υπερηρώων της αμερικάνικης σχολής εικονογραφημένων –όπως ήδη αναφέρει και ο συγχρήστης θεοχάρης δέκα (βλέπε φάκμαν στα παραδείγματα).

Χρησιμοποιείται για να προσδώσει στον χαρακτηρισμό του προσώπου ύφος μάγκικο ή και περιπαιχτικό, χωρίς να συμβάλλει περισσότερο στην καθαυτό σημασία (όπως και το -μούνα, αλλά όχι όπως το -όβιος).

Χρησιμοποιείται ακόμη ευρύτατα στη δημιουργία ονομάτων χρήστη σε διαδικτυακές κοινότητες. Στις περιπτώσεις αυτές, το -μαν μπορεί να ετυμολογείται και από το πραγματικό ονοματεπώνυμο του εκάστοτε χρήστη, συντομευμένο όμως έτσι θεωρείται ότι έχει τρενταριστεί κατάλληλα για να χρησιμοποιηθεί ως προσωνύμι. Εξαρτάται κι' απ' το για τι διαδικτυακή κοινότητα μιλάμε φυσικά...

Εξελληνισμένα, χρησιμοποιείται ευρέως και ο συνώνυμος τύπος -άνθρωπος (βλέπε πιχί σκοπάνθρωπος), ο οποίος εξάλλου έχει παράδοση στα τυπικά ελληνικά (διαστημάνθρωπος, πιθηκάνθρωπος, υπεράνθρωπος).

Βλέπε ακόμη: -ίδης, -μούνα, -όβιος

Στα παραδείγματα, λήμματα που υπάρχουν ήδη στο σλανγκ τζι αρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραγωγικότατο συνθετικό της αργκό. Σχηματίζει όνομα από λέξη που κατά τον ομιλητή χαρακτηρίζει την γυναίκα στην οποία αναφέρεται.

Η σημασία της σύνθετης λέξης φαίνεται να καθορίζεται σχεδόν αποκλειστικά από το εκάστοτε πρώτο συνθετικό, το οποίο στην πράξη μπορεί να είναι οποιοδήποτε όνομα (ουσιαστικό ή επίθετο). Το δεύτερο συνθετικό περιορίζεται στο να λειτουργεί ως απλή μετωνυμία για τη γυναίκα, η δέ χρήση του άλλοτε δίνει απλά μάγκικο τόνο, άλλοτε σεξιστικό και υποτιμητικό ή περιπαιχτικό, άλλοτε υβριστικό, άλλοτε ακόμη και έναν τόνο χαρακτηριστικής αντρικής στοργής.

Ασφαλώς, υπάρχουν και σύνθετα στα οποία το πρώτο συνθετικό αναφέρεται κυριολεκτικά στο μουνί (πιχί αραχνομούνα, βλέπε στα παραδείγματα).

Άλλοι τύποι είναι -μούνι και -μούνω. Το -μουνο διαφοροποιείται στο ότι τείνει να χρησιμοποιείται μόνον σεξιστικά, απαξιωτικά ή και υβριστικά –στην τελευταία περίπτωση χρησιμοποιείται συχνά και για άντρες: σκατόμουνο, παλιόμουνο και λοιπά. Το δέ αρσενικό -μούνης είναι σπανιότερο και είναι επίσης απαξιωτικό-υβριστικό.

Σε πολιτικά ορθότερα συμφραζόμενα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το -γκόμενα.

Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη σε ημέτερα λήμματα.

Και η Αλμούνα! ακα αλμουνάκι (από Hank, 11/07/09)Μαγαζάκι στην Χώρα της Άνδρου. No comments. (από Vrastaman, 12/09/10)

Σύγκρινε με -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηλιοφάνεια που συνδυάζεται με (πολύ) χαμηλή θερμοκρασία. Η έκφραση χρησιμοποιείται και μεταφορικά (όπως στο τρίτο παράδειγμα).

  1. Ήλιος με δόντια και βόλτα στο πάρκο: [...] Έχει μια πολύ ωραία μέρα σήμερα. Καθαρός ουρανός, λιακάδα, ελάχιστο αεράκι. Αλλά και κρύο. Αυτή τη στιγμή έχει 1 βαθμό! Από το παράθυρο νομίζεις ότι θα βάλεις κοντομάνικο, αλλά στην πραγματικότητα χρειάζεσαι απαραιτήτως γάντια. (από ιστολόγιο)

  2. Ήλιος με δόντια σήμερα και αύριο: Χωρίς βροχές αλλά με τσουχτερό κρύο ως τα μέσα της εβδομάδας. Προς νέα πτώση η θερμοκρασία το επόμενο Σαββατοκύριακο (από τον τύπο)

  3. Ήλιος με δόντια στο Χ.Α.: Ελάχιστοι επενδυτές πείστηκαν ότι η χθεσινή λιακάδα, που έφερε το δείκτη στις 2.415 μονάδες με κέρδη 0,96%, θα μπορούσε να προοιωνίζεται κάτι καλύτερο από μια φυσιολογική αντίδραση της αγοράς έπειτα από τη σφοδρή καταιγίδα των τελευταίων ημερών. (από τον τύπο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση (πληρώνω) ντούκου: (πληρώνω) σε μετρητά.

  1. — Στα 450 ευρώ ο 800αρης χωρίς σκληρό, είναι η τιμή που ακολουθούν λίγο πολύ τα περισσότερα καταστήματα...
    — Και πολλά από αυτά [...] δεν κάνουν ούτε την παραμικρή ευκολία ή δόση να φανταστείς.Τα θέλουν ντούκου τα λεφτά λες και είμαστε εφοπλιστές. (από φόρουμ)

  2. Δηλαδή με τα λεφτά ντούκου πας πιο χαμηλά σε τιμή; (από φόρουμ)

  3. Αν δώσεις τα χρήματα με δόσεις, ουσιαστικά τον κρατάς σαν εγγύηση, έτσι δεν είναι; Γιατί αν τα δώσεις ντούκου, μετά μην τον είδατε τον Κίτσο... (από φόρουμ)

  4. Αλήθεια κ. διοικητά της ΥΠΑ ποιος παρέλαβε τις μισές μελέτες για το αεροδρόμιο, τις οποίες ο φορολογούμενος Έλληνας τις πλήρωσε ντούκου και μάλιστα ακριβά; Αυτοί που τις παρέλαβαν δεν έχουν ποινικές ευθύνες; (από τον διαδικτυακό τύπο, εδώ)

Βλ. και μπραφ, ντάγκα ντάγκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτά τα πολύ συνηθισμένα συμφύματα επιθέτων των ελληνικών, καθώς και άλλα, χρησιμοποιούνται για να σχηματίσουν όνομα από λέξη που κατά τον ομιλητή χαρακτηρίζει πρόσωπο στο οποίο θέλει να αναφερθεί.

Ο ομιλητής μπορεί να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι κάθε σύμφυμα φέρει παραδοσιακά συγκεκριμένες πληροφορίες (κυρίως καταγωγής), αλλά δεν είναι απαραίτητο. Εξάλλου η εκάστοτε τέτοια λεξιπλασία στοχεύει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι, τόσο χαρακτηρίζεται το εν λόγω πρόσωπο από την συγκεκριμένη ιδιότητα, ώστε θα άξιζε να φέρει και το αντίστοιχο επώνυμο.

Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη σε λήμματα του σλανγκ τζι αρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άριστος μαθητής ή μαθήτρια. Παλιά σχολική αργκό που χρησιμοποιόταν με κάποιον τόνο ζήλιας. Συνώνυμα: αστέρι

Αντιπαράβαλε: φυτό

- Μας τσεκούρεψε πάλι η Παπαγιαννακοσαχλοκουδουνίδου. Οι μισοί πήραν κάτω απ' τη βάση, κι' οι υπόλοιποι το πολύ δεκατέσσερα.
- Και ο Συμεών;
- Α να μπράβο, να καταλάβεις, μέχρι κι' ο Συμεών το αρχικοράκι έπεσε.
- Πόσο έγραψε;
- Δεκαεννιά μισό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρίνω, βαθμολογώ εξαιρετικά αυστηρά (σχολική αργκό). Παράγωγος ρηματικός τύπος: πέφτει τσεκούρι (απρόσωπο)

  1. [...] Ζητάω αναβαθμολόγηση για την ΕΠΟ 22 όπου ο καθηγητής του Θ2 «τσεκούρεψε» στην κυριολεξία γιατί οι φοιτητές του απάντησαν με βάση αυτά που αναφέρονται στα βιβλία, τα οποία ο ίδιος θεωρεί άστοχα και όποτε έκρινε ότι δεν πρέπει να γράφονται και ως απαντήσεις στις εξετάσεις. (από φόρουμ)

  2. [...] Διδακτική μου βάλανε μόνο 52, ενώ είχα την αίσθηση ότι έχω γράψει σαφώς καλύτερα. Έπεσε άραγε τσεκούρι εκεί εσκεμμένα για να μην ανέβουν οι βάσεις; (από φόρουμ)

(από Khan, 09/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψυχική διαταραχή που εκδηλώνεται ως αποστροφή στη θέα ή μνεία του ανθρώπινου κυρίως τριχωτού.

Η πάθηση, αν και παρατηρημένη από πιο παλιά χρόνια, έχει τις τελευταίες δεκαετίες λάβει τέτοια έκταση, που να μπορεί κανείς να μιλήσει για φαινόμενο μαζικής υστερίας. Έχει συγκεκριμένα εισχωρήσει στους κόλπους των γκέηδων και των θηλέων νέας κοπής σε τέτοιο βαθμό, που να αποτελεί πλέον χαρακτηριστικό τους γνώρισμα.

Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων σεξουαλικό αποπροσανατολισμό με πιθανά οδυνηρές προεκτάσεις, οικονομική καταπίεση ιδία και αλλότρια προς στήριξη ευαγών ιδρυμάτων καταπολέμησης της τριχοφυΐας καθώς και σχιζοφρενική ιδιόλεκτο που ξεκινά από το λεξιλόγιο και φτάνει ώσ κ τν τrΠ γΡΑfΗσ χΔDΔ (Υ).

Κείμενα γραμμένα απο τριχοφοβικές περσόνες:

  1. Το έχουμε παρατηρήσει εδώ και καιρό αλλά δεν το επισημαίνουμε, γιατί προσπαθούμε να πείσουμε τον εαυτό μας ότι είναι κακό όνειρο, ότι θα περάσει. Αλλά πλέον τα στοιχεία είναι ακράδαντα: Οι τρίχες στο μούτρο επιστρέφουν στη μόδα, και όλο και περισσότεροι σταρ τις αφήνουν να θεριέψουν, με κάθε μορφή. Κάποιοι μάλιστα θα γεμίσουν με μούσια και μουστάκια τις οθόνες των κινηματογράφων [...] Θεέ μου, μη γίνει μόδα. Όχι το μουστάκι. (από το Yupi.gr)

  2. ΚΑΤΩ ΟΙ ΤΡΙΧΕΣ ΡΕΕΕΕΕΕΕ (από φόρουμ)

3α. δε μαρεσει να εχουν οι αντρεσ φλοκατη. [...] δε νομιζω οτ ειναι ωραιο να βγω εξω με την τριχα καγκελο σαν τον ταρζαν. . .+φυσικα δε μαρεσει που ολη αυτη η προβια +δυαζεται με [...] βλαχικεσ-ζωηροχρωμεσ βερμουδεσ. [...] χΔ

3β. έιμαστε χαζογκόμενες επειδή θέλουμε να βλέπουμε ανθρώπους και όχι προιστορικά απομεινάρια; και γιατί, αγαπητοι, εσείς έχετε την απαίτηση να είναι οι γυναίκες πάντα αποτριχωμένες;γιατί εσείς να πιάνετε γάμπα και εμείς αν όχι φλοκάτες, χλοοτάπητες; ααααααααααααααααααααααααααααααΑΑΑΑΑΑΑ (από κάπου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified