Κάτι το οποίο έχει καταντήσει τόσο συνηθισμένο, που έχει ή κοντεύει να εξευτελιστεί, το κλισέ. Συνήθως στο ρηματικό τύπο γίνομαι σούπα.

  1. (από διαδικτυακό φόρουμ)
    Υπάρχουν τουλάχιστον άλλα 2 thread με το ίδιο ακριβώς κείμενο (που έχει γίνει σούπα πλέον).

  2. (Περί «Κωνσταντίνου και Ελένης» ο λόγος:)
    Αίσχος δε την αντέχω άλλο αυτή τη σειρά έχει γίνει σούπα 2-3 χρόνια παίζει ασταμάτητα 40-50 επεισόδια. (από διαδικτυακό φόρουμ)

  3. (από διαδικτυακό φόρουμ)
    [...] δεν υπάρχει μεγαλύτερο ξενέρωμα την στιγμή που παίζεις και έχεις μπει στο παιχνίδι (βράδυ με μουσική υπόκρουση στο τέρμα με τα ακουστικά εννοώ) να βλέπεις την Lara να χάνει το ένα της πόδι μέσα στον τοίχο ή όταν πατάς το num 0, να βλέπεις στιγμιαία μέσα στο κεφάλι της, και όλα αυτά εν έτει 2003 όπου το 3d έχει γίνει σούπα...

  4. (από διαδικτυακό φόρουμ, για τη Μερσεντές Ε200)
    Το συγκεκριμένο αμάξι κατά την γνώμη μου, εκτός απ' το ότι έχει γίνει σούπα, έχει και μια απίστευτη έλλειψη χαρακτήρα. Εξωτερικά είναι ένα ωραίο(;) σύνολο που δεν έχει τίποτα ξεχωριστό, τίποτα που θα σε κάνει να σταθείς να το χαζέψεις λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τερματοφύλακας ειρωνικά (μπαμπαδίστικο χιούμορ).

Ο Μορέτο, όταν τον πήραμε, φάνηκε από την αρχή τι τερματοτύφλακας είναι. (από διαδικτυακό φόρουμ)

Δες ακόμη μεσολογγίτης, τρύπας, χαρταετός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. κάνω κούκου: ερεθίζω, ενδιαφέρω (συνήθως σεξουαλικά ή ερωτικά).

  2. Φευγάτος, τρελαμένος. Συνώνυμα: γεια σου, γκάου, τζαζ, τσίου, φεύγα.

Οι καθηγητές που είχα σε όλα τα θετικά μαθήματα, δεν μου έκαναν κούκου και οι ίδιοι ήταν και πολύ κούκου. (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ελλαδίτης, και ιδιαίτερα ο Αθηναίος (κυπριακά).

(από το Ξενύχτικον «Μιραμπέλλα»)
Όσες εν αθήνα φκάλλουν τα μάθκια τους πάνω στους καλαμαράδες παντές τζιαι δεν εξανάδαν αρσενικό, χωρίς να καταλάβουν πως οι καλαμαράδες μας δουλέφκουν ούλλους σε ψιλό γαζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επίρρημα: (α) τέλεια, πολύ καλά. Συνώνυμα: γαμάτα, μπόμπα, σούπερ, τζάμι, τζιτζί, φίνα. (β) (επιτατικό) πολύ, εντελώς. Συνώνυμα: κάργα, φουλ. Χρησιμοποιείται και ως επίθετο (βλέπε γαμάτος).

Συντάσσεται είτε ως κατηγορούμενο, είτε συνηθέστερα με το ουσιαστικό έναρθρο, στον πληθυντικό και σε αιτιατική: (και) γαμώ τους/τις/τα <ουσ. σε πληθ.>. Συγκεκριμένα, η κανονική σύνταξη <επίθ.> + <ουσ.> αποφεύγεται.

  1. (απο συνέντευξη του Evnus, εδώ)
    Την τελευταία φορά που πέρασα και γαμώ ήταν ένα πρωί που είχα πάρει ένα τόξο με βεντούζα και σημάδευα σκατόφατσες [...] στην τηλεόραση.

  2. (από το διαδίκτυο)
    Πρέπει να ομολογήσω ότι ο τύπος είναι και γαμώ τα άτομα. Παρ' όλο που έχασε την πτήση από το Λονδίνο και έφτασε στις 1 μετά τα μεσάνυχτα, βγήκε στην σκηνή [...] και έδωσε και γαμώ τις συναυλίες.

  3. (από το διαδίκτυο)
    Αυτό πρέπει να το πω. Οι Γερμανίδες είναι και γαμώ τις γκόμενες. Σταμάτα να είσαι Στάθης Ψάλτης και να τις σκέφτεσαι με σαντάλι και ξεπλυμένο σορτς. Ντυμένες κανονικά είναι φα-ντα-στι-κές. Και γδυμένες ακόμη περισσότερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ καλά, τέλεια.

Περάσαμε «μπόμπα» και έπεσε και πάρα πολύ γέλιο [...]. (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω γρήγορα και συνήθως σε μεγάλες ποσότητες, καταβροχθίζω. Συνώνυμα: περιδρομιάζω, γουρουνιάζω (χρησιμοποιείται συνήθως από διαιτομανικές γκόμενες), τρώω τον περίδρομο/άμπακα/αγλέουρα, τρώω σαν ζώο.

  1. Bλέπω όλους αυτούς στις διαφημίσεις για παγωτά και τσιπς, να τα χλαπακιάζουν ξένοιαστοι στις παραλίες χωρίς να επηρεάζονται οι κοιλιακοί τους. Kανονικά με τόσες θερμίδες δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να έχουν μια μικρή μπάκα; (απο τη σελίδα της Athens Voice).

  2. [Τραπέζωσαν] τους συμπαίκτες τους, την τεχνική ηγεσία και τη διοίκηση, πριν το ντέρμπι με τον Ολυμπιακό. [...] Μαζεύτηκαν 35 νοματαίοι. Οι περισσότεροι χλαπάκιασαν μπιφτέκια και μπριζολίδια, σαλατικά, κάτι ψιλά ορεκτικά και λίγο κρασί. Αθλητές είναι οι άνθρωποι και πριν από ντέρμπι, δεν μπoρούσαν να ανοίξουν την κάνουλα και να γίνουν τσαλμπουράνια.

  3. «Θες το υπόλοιπο; Δε θα φάω άλλο». Μου πρόσφερε το γιαούρτι της. Δεν είχε φάει ούτε το μισό.
    «Δεν πεινάς;» τη ρώτησα.
    «Πώς δεν πεινάω. Απλά κάνω δίαιτα. Έχω πάρει μισό κιλό».
    Σκέφτηκα ότι, έτσι κι έχανε κι άλλα κιλά, θα εξανεμιζόταν. Παρ' όλα αυτά, της άρπαξα το γιαούρτι από το χέρι και το χλαπάκιασα με δυο μπουκιές. Είχα να φάω από το πρωί. (Χ. Φασούλας, «Με λένε Μοίρα»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κινητό τηλέφωνο (μπαμπαδίστικο χιούμορ).

  1. Εχτές κάποιος με πήρε τηλέφωνο στο κουνιστό και τον άκουγα να βαριανασαίνει απειλητικά [...]. (απο το διαδίκτυο)

  2. Σήμερα πρώτη μέρα παιξίματος mp3 από το κουνιστό, διαπίστωσα ότι η μπαταρία άντε να κράτησε 10 ώρες με 1 ωρίτσα μουσική και καμία κλήση. Άντε και 2 μηνύματα. Είναι λογικό; Τόσο πολύ τρώει ο mp3 player; (απο το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρυστομαχιάζω απο το πολύ ποτό ή φαΐ, μπουχτίζω. Συνώνυμα: πρήζομαι, σκάω.

  1. Στον σωματικό έλεγχο γέροι, γονείς με παιδιά, γυναίκες, όλους τους ανάγκαζαν να δώσουν τα μπουκάλια λες και ήταν εκρηκτικά. [...] Για να μην είμαστε άδικοι τους έδιναν την επιλογή να το πιουν. Ένας που το έκανε την έβγαλε στην τουαλέτα [...]. Νταλάκιασε ο άνθρωπος τόσο νερό μαζεμένο. (από το διαδίκτυο)

  2. Αχ τη δροσιά του να 'χεις. [...] Νταλάκιασα με τα ποπ κορν. (από το διαδίκτυο)

νταλάκι (από panos334, 01/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αμερικάνος κοροϊδευτικά. Δες και αμερικλανιά.

  1. Ά γειά σου. Γιατί άμα έκανε κανένας Αμερικλάνος φοιτητής συστήματα, παραγώγους, διαφορικές και τα κέρατά του, εγώ το κάνω μπάφο το Ptychion Iatrikes-diploma, κι ας έχει και χάλια γεύση... (από το διαδίκτυο)

  2. Γι' αυτές τις γεωστρατηγικές επιδιώξεις ρίχνουν λάδι στη φωτιά στη Μ. Ανατολή τόσα χρόνια τώρα χρησιμοποιώντας ως μοχλό το σιωνιστικό κράτος, μέχρι να επιβληθεί με πόλεμο η παξ αμερικλάνα, οικειοποιηθούν τα στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου Ιράκ-Σ. Αραβίας και να πάνε γι' αλλού. (από το διαδίκτυο)

Δές και αμερικανάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified