Από το also known as (a.k.a.)

Λέγεται προς αντικατάσταση του δηλαδή, λέγε με, βλέπε κλπ.

  1. - Κάποιος, άκα εσύ, θα έχει το πρόβλημα τoυ με την ψηλή του όταν μάθει τα καμώματα μας χτες.

  2. - Ρε, πώς θα πάμε το βράδυ;
    - Άκα;
    - Δεν έχω αμάξι, με άφησε η κουρέλα.

Βλέπε και ότι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται με το ρήμα «πηγαίνω» για να δηλώσει παταγώδη αποτυχία. Η αποτυχία μπορεί να προέρχεται σε κάποιες εξετάσεις, σε ένα άθλημα, σε μια σχέση.

Όταν όλα τελικά κατέληξαν στον κουβά.

  1. - Πώς πήγες στα μαθηματικά ρε;
    - Άκλαυτος πήγα. Πολύ παλούκι μάθημα.

  2. - Πήγα να γίνω πλασίμπο στην ξανθιά αλλά πήγα άπατος, έχει γκόμενο.

  3. - Απάτου και ακλαύτου γωνία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που χέζεται τόσο πολύ που δεν μπορεί να τα κρατήσει

  2. Λέγεται και για τις λούγκρες επειδή εικάζεται ότι λόγο της σεξουαλικής τους δραστηριότητας...απλά δεν μπορούν να τα κρατήσουν.

- Πώπω, είμαι ακράτητος. Που είναι η τουαλέτα;

- Η ΠΑΕ Ακράτητος ανακοινώνει την συνεργασία της με τον αθλητή Νίκο...πάω τουαλέτα.

- Έχεις πάει στο Pierro's;
- Εκεί είναι τίγκα στην ακράτεια ρε τι να πάω να κάνω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό «a lot of money» προφερόμενο με τη δέουσα ελληνοαμερικάνικη προφορά.

Αυτός που προφανώς έχει πολλά λεφτά, ο νεόπλουτος και κατά πάσα πιθανότητα επαναπατριζόμενος από τον Κάναδα (Canada).

Συντμ. αλάρας

  1. Κοίτα τον αλαραμάνη που σκάει με το φεραρικό.

  2. Συνομιλία μεταξύ ελληνοαμερικάνου και ντόπιου:
    – Φακ γιου malaka.
    – Άντε ρε αλάρα, έμαθες και ελληνικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρήση του δεύτερου ενικού προσώπου χρησιμοποιείται εκτενώς για να θολώσει τα νερά στους τυχόν αδιάκριτους ακροατές μιας κουβέντας μεταξύ δυο ατόμων.

Αντί ο ομιλών να αναφέρεται στα πεπραγμένα του στο πρώτο ενικό ως είθισται, αναφέρεται σε δεύτερο ενικό, ώστε να μην καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται γι' αυτόν.

Εάν και ο συνομιλητής χρησιμοποιεί την ίδια «διάλεκτο», τότε στις αποκρίσεις του που αφορούν το συνομιλητή του μπορεί να χρησιμοποιεί πρώτο ενικό αντί για δεύτερο (πήγαινε κατευθείαν στο παράδειγμα αν κουράστηκες ή μπερδεύτηκες).

Εάν πάλι ο συνομιλητής δεν είναι μυημένος σε αυτή τη μέθοδο, υπάρχει κίνδυνος ασυνεννοησίας μέχρι παρεξηγήσεως.

Παρότι εκ πρώτης όψεως τα άτομα που το χρησιμοποιούν εκτενώς φαίνεται να πάσχουν από διατάραξη προσωπικότητας (ας το κον-φιρμάρει κανένας ψυχολόγος), είναι μια εύκολη, εθιστική και αποτελεσματική μέθοδος να μπερδεύεις τους γύρω σου για τα τι και πώς.

  1. — Πας λοιπόν να πάρεις τη Μαρία και εκεί που παρκάρεις, θυμάσαι ότι δεν πήρες καπότες μαζί.
    — Ωωω ρε μαλάκα, και τι έκανα;
    — Δεν προλάβαινες να πας περίπτερο γιατί κατέβαινε ήδη, οπότε της τονε φερμάρισες έτσι ξερά.

  2. — Το βράδυ ποιος θα είμαι;
    — Λες να μαζευτείς σπίτι να παίξεις scene it, ψήνομαι να σκάσω;
    — Ναι, θα το σκάσεις, δεν έχεις λόγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθίζεται για να οριοθετήσει την εκκίνηση μίας μάλλον επίπονης και μακράς προσπάθειας όπως χάσιμο βάρους, κόψιμο του τσιγάρου κλπ.

Στατιστικά, εννέα στις δέκα φορές αυτή η προσπάθεια είναι κουβάς.

- Ρε μαλάκα τι χοντρολίπαρος που είσαι, δεν κάνεις καμία δίαιτα;
- Από Δευτέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κίνηση του μποντιμπιλντερά όταν βγάζει την κάλτσα t-shirt για πρώτη φορά στην παραλία το καλοκαίρι.

Είναι τόση η περηφάνια που τον διακατέχει για το γεγονός ότι παραδίδει πλέον στο κοινό αυτό το πετρόχτιστο σώμα λες και είναι η κοιμωμένη του Χαλεπά.

Εννοείται ότι λίγο πριν έχει χτυπήσει μια γρήγορη εντατική άσκηση στήθος - δικέφαλα για τέλειο εφέ.

- Κοίτα τον τυρόπιτα τον Γιάννη πώς βγάζει το φανελάκι...
- Έχει αποκαλυπτήρια σήμερα ρε φίλε. Όλο το χειμώνα έλιωσε στο γυμναστήριο γι' αυτή τη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά κουρασμένος άνθρωπος, τόσο κουρασμένος και νυσταγμένος που μόλις βρει κρεβάτι θα πέσει όπως έπεσε ο Απόλλο στο Ρόκυ 4 μετά από τις μπουνιές του Ρώσου (βλ. βίντεο).

Επειδή θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο Απόλλο στη εν λόγω σκηνή έπεσε για κάποιο σκοπό και άρα σαν ήρωας, Απόλλο μπορεί να είναι και αυτός που παπαρ' ότι όλες οι πιθανότητες να πετύχει το σκοπό του είναι κατά του, συνεχίζει και το παλεύει μέχρι που τελικά χάνει και αυτός ηρωικά όπως ο Απόλλο.

  1. - Το βράδυ είμαστε για πολλά ε; Σε θέλω δυνατό...
    - Μπα δεν το 'χω ρε, είμαι Απόλλο, θέλω να ψοφήσω.

  2. - Κοίτα τον πούστη τον Άρη πως χώνεται σαν την αρκούδα σε όλες τις γκόμενες.
    - Ναι αλλά στο τέλος... Απόλλο.

(από notheitis, 14/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να εκφράσει ότι μια κατάσταση ή πρόταση είναι εντελώς ακατανόητη.

Σε περιπτώσεις που κάποιος δε μιλάει σωστά μια ξένη γλώσσα, κάποιος μπορεί να παρομοιάσει τα Αγγλικά του (π.χ.) με τα Αραμαϊκά.
Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με συνδυασμό άλλων γλωσσών για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση (π.χ. Ελληνοαραμαϊκά, Γαλλοαραμαϊκά)

  1. - Τελικά ο Κώστας θα έρθει το βράδυ;
    - Του μίλησα και μου έλεγε κάτι Αραμαϊκά ότι έχει να πάει κάπου και καλά σε μια δουλειά.

  2. (Σε κατάστημα με πουκάμισα στο Λονδίνο)
    - This good for me.
    - Τα μιλάς άπταιστα τα Αραμαϊκά ρε πούστη...

  3. (Αργοπορημένος Έλληνας φοιτητής μπαίνοντας στην αίθουσα)
    - Sorry sir, Ι lost the bus
    - Πάλι Ελληνοαραμαϊκά του το 'πε ο μαλάκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση για να δηλώσει ότι αυτά που ειπώθηκαν ήταν αρλούμπες ή και ανακριβή. Περιέχει και μια δόση ειρωνείας προς αυτόν που έκανε τη δήλωση.

Έχει ειπωθεί και σε γερμανιστί «άρεν, μάρεν, κουκουνάρεν».

Άμεσα παράγωγα είναι τα εξής:
κουκουνάρια, κουκουνάρεν, κουκουβάουνες (για μεγαλύτερη έμφαση) ή και πολύ απλά κούκου (για να δηλώσει μια άρνηση).

  1. - Άκουσα οτι ο Ολυμπιακός θα πάρει τον Ρονάλντο.
    - Άρες, μάρες, κουκουνάρες.

  2. - Ο Γιάννης θα πάρει Porsche, το έμαθες;
    - Χαχαχαχα, κουκουβάουνεν ρε, αυτός δεν έχει δεκάρα!

  3. - Ρε, το βράδυ λέμε για Ρέμο. Είσαι ψήνακης;
    - Κούκου, έχω διάβασμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified