Βασικά μονόχνωτος, με ολίγον από μπουνταλάς, από σπαστικός και από μουτρωμένος.
Ο Τάκης δεν βγαίνει ποτέ από το σπίτι, είναι πολύ μουντρούχαλος.
Τι έχεις σήμερα και είσαι έτσι μουντρούχαλος;
Βασικά μονόχνωτος, με ολίγον από μπουνταλάς, από σπαστικός και από μουτρωμένος.
Ο Τάκης δεν βγαίνει ποτέ από το σπίτι, είναι πολύ μουντρούχαλος.
Τι έχεις σήμερα και είσαι έτσι μουντρούχαλος;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μόνο στην έκφραση νεύρα τσατάλια που σημαίνει νεύρα καταρρακωμένα και ευερέθιστα.
Τσατάλι ή τσάταλο: χοντρό διχαλωτό ραβδί (από το τουρκικό çatal = πηρούνι, πηγή: Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα). Τσατάλι στα σαρακατσάνικα σημαίνει τσιγκέλι (πηγή: Διόνυσος). Υποθέτω ότι «νεύρα τσατάλια» σημαίνει νεύρα τσιτωμένα και αιχμηρά σαν πηρούνια ή σαν τσιγκέλια.
Μου έκανε τα νεύρα τσατάλια η Μαιρούλα με τα καπρίτσια της!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ακόμη μία έκφραση που δηλώνει τον ομοφυλόφιλο άντρα. Πάρα πολλές τέτοιες εκφράσεις θα βρείτε στο λήμμα πνίγω το λαγουδάκι.
Κοίτα να δεις, ο Μπάμπης έχει τις σούστες χαλαρές, και δεν του φαινότανε!
Βλ. και σχετικά λήμματα την τρίζει την όπισθεν και παίρνω τον πούλο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αλλοφροσύνη. Αυτό που παθαίνεις όταν βλέπεις το δίχρονο βλαστάρι σου να κάνει καλλιγραφία με τους μαρκαδόρους πάνω στο πανάκριβο μεταξωτό φόρεμα που πήρες για το γάμο της ξαδέρφης σου.
Μου τη βγήκε ένας μαλάκας μπροστά στο φανάρι σήμερα, ήμουνα τσιτωμένη από τη δουλειά και με έπιασε σύστριγγλο.
Βλ. και σχετικό λήμμα λαλίαση
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τρέλα, αλλοφροσύνη. Εκ του συνηρημένου λαλάω - λαλώ, ήτοι τρελαίνομαι, τα παίζω. Ένα σκαλί πριν το σύστριγγλο.
Σήμερα όλη μέρα με πάνε γαμιώντας, δεν αντέχω άλλο, με έπιασε λαλίαση.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο στριμμένος, ιδιότροπος και μάλλον κακοπροαίρετος άνθρωπος.
Συνώνυμα: στραβόξυλο.
Συναφείς έννοιες: στριμμάδα, η ιδιότητα του να είναι κανείς στριμμάδι.
Αυτός ο Κώστας ό,τι και να του πω στραβό του φαίνεται, είναι μεγάλο στριμμάδι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μεγάλη ιδιοτροπία, συνήθως κακοπροαίρετη. Βλέπε στριμμάδι.
Αμάν χριστιανέ μου, όλα σου φταίνε! Η στριμμάδα θα σε φάει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ανύπαντρος, εργένης, γεροντοπαλίκαρο. Από την τούρκικη λέξη bekâr που έχει την ίδια ακριβώς σημασία. Απ' όσο ξέρω, τη χρησιμοποιούσαν περισσότερο πριν από μερικές δεκαετίες παρά τώρα, και περισσότερο Βορειοελλαδίτες και Μικρασιάτες. Το συναντάμε και ως επώνυμο.
Βλέπε και λέξεις μπακούρης, μπακούρι.
Βλέπε επίσης βικιλεξικό: μπεκιάρης.
Ο Φώντας δεν λέει να νοικοκυρευτεί, πενηντάρισε κι ακόμα μπεκιάρης είναι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το ιταλικό dare-avere, δούναι και λαβείν (πηγή: Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα). Με ανομοίωση του Ρ σε Λ προκύπτει το «νταλαβέρι».
Σχετικό ρήμα: νταραβερίζομαι
βλ. και βέρι
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ταλαιπωρώ αφάνταστα, φέρνω σε άθλια κατάσταση, καταφέρω ισχυρό πλήγμα. Συνηθέστερα, πλακώνω κάποιον στο ξύλο.
Συντάσσεται με γενική:
«μου άλλαξαν τον αδόξαστο»
«του αλλάξαμε τον αδόξαστο»
Συναφή: αλλάζω τα φώτα, αλλάζω τα πετρέλαια, κ.τ.ό.
Μας άλλαξε τον αδόξαστο αυτό το μεσοπρόθεσμο, γαμώ το ΔΝΤ τους μέσα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified