Αντί για Μεταξουργείο (τη γνωστή περιοχή της Αθήνας). Συνήθως αυτός που το λέει αναφέρεται στους οίκους ανοχής της περιοχής.

- Άσε ρε Γιάννη, είμαι τόσο καιρό χωρίς γκόμενα, πάλι με έχουν πιάσει καύλες!
- Δεν πάμε κανα Μετάξι να γαμήσεις μπας και ξελαμπικάρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ χοντρός και αγύμναστος άνθρωπος, με κοιλιά σαν μπάλα.

- Να φωνάξω και τον Κώστα σήμερα που θα πάμε για μπάλα;
- Τι λες μωρέ, τέτοιος χοντρομπαλάς που είναι αυτός δεν μπορεί να κουνηθεί, θα παίξει και μπάλα;

(από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που ελκύει τις (χαζο)γκόμενες, συνήθως το λέμε για ακριβά αμάξια ή για ακριβά μοδάτα ρούχα.

- Πολύ γαμάτο το νέο cabrio που αγόρασες! Να το χαίρεσαι!
- Ε ναι, είναι για τα γκομενάκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικά το black metal, επειδή τα περισσότερα συγκροτήματα του είδους το παρακάνουν με το μακάβριο βάψιμο (corpsepaint), τις βίαιες ενέργειες στα live τους και τους «σατανιστικούς» στίχους, τόσο που να δείχνει πια βλακώδες.

- Ρε συ πώς μπορείς να ακούς Χατζηγιάννη; Εγώ τον απεχθάνομαι, παραείναι μαλακός και εμπορικός για τα γούστα μου.
- Ε τι θα ακούσω, βλακ μέταλ και τις άλλες καφρίλες που ακούς εσύ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι πολύ μικρό ή ασήμαντο, συνήθως με την αρνητική έννοια.

- Φίλε μήπως έχεις τίποτα να τσιμπήσουμε; Πεινάω πολύ.
- Ναι, μου έχει περισσέψει από χθες ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης.
- Τι λες μωρέ, νομίζεις θα χορτάσω εγώ με αυτό το σκατουλάκι; Ας παραγγείλουμε καμιά πίτσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας χαμηλής μόρφωσης και γενικά χαμηλού επιπέδου, του «δρόμου», που συχνά το παίζει μάγκας. Συνήθως ή δουλειά του (αν όχι μπετατζής) θα είναι υδραυλικός ή κάτι παρεμφερές.

- Γιατί η Μαίρη χώρισε τον Σταύρο; Μια χαρά παιδί ήταν, και μόρφωση είχε, και ευγένεια και απ' όλα...
- Έλα μωρέ την έχεις για σοβαρή; Αυτή κανα μπετατζή θα θέλει να την πάει στα μπουζούκια και να περνάνε καλά.

Αχ βρε betατζή! (από knasos, 20/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποχή από τη δουλειά ενώ είναι ώρα εργασίας - να μην κάνεις τίποτα παραγωγικό.

- Καλά, προσέλαβες αυτό το άτομο στην εταιρεία σου; Αυτός το μόνο που ξέρει είναι να το ρίχνει στη λούφα!

Βλ. και σχετικά λήμματα Λούφεν Τούφεν, λούφινγκ, φιδιάζω, ξύνω και ξυσαρχίδι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ευθύς, θαρραλέος τύπος, που θα πει χύμα αυτό που πιστεύει χωρίς να φοβάται.

- Τι θα έκανες αν ανακάλυπτες ξαφνικά ότι η γυναίκα σου σε απατά;
- Θα τη χώριζα με τη μία! Δεν τα σηκώνω εγώ αυτά.
- Έτσι παιδί μου, σε θέλω ντόμπρο!

Βλ. και σχετικό λήμμα σπαθί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έξυπνος άνθρωπος, ο καπάτσος, ο οποίος βρίσκει εύκολα λύσεις σε προβλήματα και πηγαίνει μπροστά.

- Είδες ο Ανδρέας; Τελείωσε το Πολυτεχνείο μπαμ μπαμ, χωρίς να ξεσκίζεται στο διάβασμα!
- Αυτός είναι γάτος ρε! Τα πιάνει εύκολα, μην τον φοβάσαι.

(από Khan, 14/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για τον εργασιομανή, που παθιάζεται με τη δουλειά του, συνήθως για να βγάλει πολλά λεφτά.

- Ο Γιώργος δουλεύει σαν σκύλος. Να φανταστείς είναι πάνω από 10 ώρες στην εταιρεία κάθε μέρα και πολλές φορές πάει ακόμα και τα Σαββατοκύριακα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified