Το αρχίδι, με την κυριολεκτική έννοια.

- Βγάλε το σκασμό ρε συ, μας έπρηξες τα ούμπαλα πια!

Got a better definition? Add it!

Published

Το λέμε για να δηλώσουμε αμελητέα ή μηδενική απώλεια βάρους. Συνήθως το λέμε όταν μας λένε ότι αδυνατίσαμε ενώ δεν ισχύει, απλά έτσι φαίνεται στον άλλο.

- Σαν να μου φαίνεται ότι αδυνάτισες ε;
- Ναι, στ' αυτιά... σταθερός στα 105 κιλά είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το internet, μάγκικα.

Έλα ρε μαλάκα να πάμε έξω για ένα καφέ, όλη μέρα στο ιντερνέτι είσαι!

Βλ. και σχετικά λήμματα διαδίχτυα, δίχτυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς καλαμάκι. Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για καφέδες.

- Ρε φίλε μπας και σου βρίσκεται ένα καλαμάκι; Μόλις έφτιαξα φραπέ αλλά δεν βρίσκω πουθενά.
- Μπα, δυστυχώς δεν έχω ρε συ.
- Πω ρε, κρίμα. Δεν πειράζει, αναγκαστικά θα τον πιω άνευ καλαμακίου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χώρος που βρίσκονται πολλές μύγες. Συνήθως είναι βρώμικος ή έχει κάποια τρόφιμα που πάνε οι μύγες.

- Ρε συ καθάρισε λίγο την κουζίνα, με τόση βρωμιά που έχει έγινε μυγομάνι!

Got a better definition? Add it!

Published

Κοροϊδευτικά, αυτός που πιστεύει ότι ξέρει καλά αγγλικά και θέλει να το δείχνει. Ή απλά χρησιμοποιεί συχνά αγγλικές λέξεις και εκφράσεις.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλες γλώσσες (γαλλομαθής κλπ).

(στο τηλέφωνο)
- Εμπρός;
- Hello Τάκη! What's up;
- Τι hello και what's up ρε, μου έγινες και αγγλομαθής; Γεια λέει ο κόσμος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι μεγάλης σημασίας, με αρνητική έννοια. Το λέμε συνήθως για κάτι που οδηγεί σε καυγά ή τσακωμό (π.χ. όταν ο άλλος σου παίξει πουστιά).

- Είδες καθόλου το Μανώλη τελευταία;
- Όχι, έχουμε να μιλήσουμε 2 μήνες. Βασικά έχουμε τσακωθεί.
- Ναι ε; Γιατί;
- Άσε, δεν έχω όρεξη τώρα να σου εξηγώ... έγινε κάτι χοντρό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι πολύ περίπλοκο και δύσκολο, που σου σπάει τα νεύρα όταν προσπαθείς να το λύσεις. Έχει την έννοια της σπαζοκεφαλιάς, αλλά με πιο έντονη σημασία.

- Άσε, δεν μπορώ με τίποτα να βρω λύση στο παράξενο μαθηματικό πρόβλημα που μου έδωσες προχθες! Θα το παρατήσω, είναι γόρδιος δεσμός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος που αντέχει σε ακραίες συνθήκες, σκληραγωγημένος άνθρωπος, που δε μασάει.
(επειδή οι κατσαρίδες έχουν πολύ ανθεκτικό σύστημα άμυνας)

  1. - Ρε φίλε είναι Νοέμβρης μήνας και ο Νίκος κυκλοφορεί ακόμα με κοντομάνικο. Δε φοβάται μην κρυώσει;
    - Μπα μην τον φοβάσαι, αυτός δεν παθαίνει τίποτα, είναι κατσαρίδα.

  2. - Τελικά το αποφάσισα, θα πάω να υπηρετήσω στις Ειδικές Δυνάμεις.
    - Μπράβο ρε, εσύ δεν μασάς, είσαι κατσαρίδα!

Λέανδρος, Χωματερή (από patsis, 29/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mέλος της ΟΝΝΕΔ (νεολαία της ΝΔ). Κατά πάσα πιθανότητα θα 'χει και τρελά κονέ μέσα στο κόμμα.

- Γαλάζιο παιδί είναι αυτός, κάπως θα βρει να βολευτεί από δουλειά, μην τον φοβάσαι.

Βλ. και σχετικό λήμμα bluetooth

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified