Ο έχων γκλαμουριά.
Να πάμε σε κανένα γκλαμουράτο κλαμπάκι! Μην την βγάλουμε πάλι σε καμιά μπουζουκλερί.
Ο έχων γκλαμουριά.
Να πάμε σε κανένα γκλαμουράτο κλαμπάκι! Μην την βγάλουμε πάλι σε καμιά μπουζουκλερί.
Got a better definition? Add it!
Ο πρωκτός, ως κάτω πόλος του ανθρώπου.
- Ο Γαβαλάκης οργανώνει εξερευνήσεις στο νότιο πόλο. Είναι ο νέος Αμούντσεν!
Got a better definition? Add it!
Πόρτο-Ράφτιγκ είναι οι διακοπές στο Πόρτο-Ράφτη, για τους Αθηναίους που δεν έχουν χρόνο και χρήμα να πάνε μακρύτερα!
- Πω πω, τι ωραία που ήταν στο ράφτιγκ στον Αχελώο! Εσύ πώς πέρασες;
- Γαμάτα! Έκανα Πορτο-Ράφτιγκ!
Got a better definition? Add it!
Ο κλασικός μάγκικος τρόπος να αναφερθείς σε έναν ιδιαίτερο τύπο γυναίκας, που είναι μικρόσωμη, πρόσχαρη και μας εμπνέει θετικά συναισθήματα. Ο όρος έχει κάποια τρυφερότητα. Λέγεται και για ηλικιωμένη μικρόσωμη κυρία που την βλέπουμε με συμπάθεια.
Πήγα στη Δημόσια Υπηρεσία, μου τα πρήξανε όλοι, αλλά ευτυχώς ήτανε και μια μανταμίτσα που μου την έκανε την δουλειά.
Got a better definition? Add it!
«Σι 'ζ γκατ δε λουκ», που λέγαν κι' οι Ροξέτ. Κλασική αγγλιά που σημαίνει την εμφάνιση κάποιου, πώς δείχνει, τι ύφος, στυλ έχει.
Ασίστ: vikar.
Γύρισε με νέο, ανανεωμένο λουκ από το Αμπιτζάν ο Πέρι! Μαυρισμένος και σφιγμένος, καλό του έκανε η Ακτή Ελεφαντοστού!
Got a better definition? Add it!
Ο υπερβολικά τεμπέλης. Από το ρατσιστικό στερεότυπο ότι οι Μεξικάνοι κάθονται όλη την μέρα και λιάζονται με ένα τεράστιο καπέλο.
Τι κάθεσαι όλη μέρα και τα ξύνεις σαν Μεξικάνος;
Σχετικά: ξυσαρχίδας, καναπές, κοπρίτης, κούννος, βοηθός τεμπέλη, κουπούκι, κουραδομηχανή, μαμκακανανύστας, μπάζο, χαραμοφάης
Got a better definition? Add it!
Λέγεται κι έτσι ο σεπούλτουρος, ο φανατικός του συγκροτήματος Sepultura, για να ακούγεται ειρωνικά προς το «κουλτουριάρης».
Ο μεγάλος αδερφός μας βγήκε πολύ κουλτουριάρης. Ο μικρός πάλι σεπουλτουριάρης.
Got a better definition? Add it!
Από την διαφήμιση των καταστημάτων για κινητά «Γερμανός» με τον Αντώνη Καφετζόπουλο. Το σλόγκαν είναι «το κινητό θέλει τον Γερμανό του». Φαντάζομαι πως η διαφήμιση στηρίζεται στο ότι οι Γερμανοί φημίζονται για την ακρίβεια, πειθαρχία ή και σκληρότητά τους. Οπότε η έκφραση λέγεται για κάποιον που έχει ταλέντα, αλλά πρέπει να μπει σε πρόγραμμα και πειθαρχία. Θέλει φτιάξιμο. Λέγεται και ειρωνικά για τα σκάνδαλα με τη Ζήμενς: «Ο πολιτικός θέλει τον Γερμανό του / για να γίνεις κυβέρνηση, θέλεις τον Γερμανό σου».
Λεγόταν πολύ για Ρεχάγκελ: Η Εθνική ήθελε τον Γερμανό της!
Καλό παιδί ο Λούλης, αλλά πολύ ρετάλι κι έξω καρδιά. Αλλά από όταν παντρεύτηκε την Κική τού 'βαλε τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι. Τελικά καλό του έκανε. Φαίνεται, ήθελε τον Γερμανό του.
Got a better definition? Add it!
Για κάποιο λόγο το Χαρτούμ, η πρωτεύουσα του Σουδάν, θεωρείται ειδικά αυτό ως συνώνυμο για το μπάχαλο, το χάος και την τριτοκοσμικότητα. Πιθανόν επειδή κάνει ομοιοκαταληξία με το «αλαλούμ». (Βλ. παράδειγμα).
-Έχουμε γίνει Χαρτούμ τον τελευταίο καιρό.
Τραγούδι του Δάκη:
Αλαλούμ, αλαλούμ,
αλαλούμ, αλαλούμ,
άλλη γλώσσα μιλάμε,
μάζεψέ τα να πάμε,
πιο καλά στο Χαρτούμ...
Βλ. και Ζιμπάμπουε, Ουγκάντα
Got a better definition? Add it!
Όπως το καλάμια και παλούκια είναι η σλανγκικώς ορθή απάντηση στο «καλά», και το μπαμπάκια στην προσφώνηση «μπαμπά, μπαμπά», έτσι το «κεριά και λιβάνια» είναι η σλανγκικώς ορθή απάντηση στο «κύριε» ή στο «κύριε, κύριε!», όταν αυτό καταντά ενοχλητικό, κουραστικό. Χρησιμοποιείται από δασκάλους, καθηγητές και όταν κάποιος κόλαξ μας αποκαλεί κύριο.
Στο σχολείο:
- Κύριε! Κύριε!
- (εκφώνως:) Κεριά και λιβάνια, Παπαδόπουλε! Δεν βλέπεις ότι αυτήν την στιγμή είμαι απασχολημένος; (από μέσα του:) να παρακολουθώ τα μπούτια της νουαζέτας στο πρώτο θρανίο; Μανάρι μου, είχανε κέφι οι γονείς σου όταν σε κάνανε!
Got a better definition? Add it!